Τι σημαίνει το più στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης più στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του più στο Ιταλικό.
Η λέξη più στο Ιταλικό σημαίνει περισσότερος, συν, πιο, περισσότερο, συν, περισσότερο, άλλος, περισσότεροι, περισσότεροι, συν, πια, περισσότεροι, περισσότερος, πιο, και, συν, παρά, πιο, περισσότερο, συν, πάνω από, επιπρόσθετος, αρκετός, πάνω από, ο άλλος κόσμος, περισσότερα, κορυφαίος, μεγαλύτερος, ανώτερος, διηπειρωτικός, μικροσκοπικός, λιλιπούτειος, κατώτατος, κοκκίνισμα, μετά, αργότερα, μπροστά, στην πραγματικότητα, πιάνω πάτο, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, πλουτίζω, εμπλουτίζω, χτυπάω κτ για να αφρατέψει, καλύτερος, έξτρα, εξτρά, μεγαλύτερος, αργότερα, νωρίτερα, συντομότερα, καλλονή, πεντάμορφη, πάω πιο γρήγορα, σταματάω να δίνω κτ σε κπ, περιορίζω, σφίγγω, καλύτερος, λιγότερος, νεότερος, μικρότερος, μικρός, περιμετρικός, ναυαρχίδα, χαλάω, χαλώ, -, επιπλέον, χειροτερεύω, μετά, αργότερα, φουσκώνω, πάνω από, καλύτερος, καταλληλότερος, -, καλώς, γερασμένος, κορυφαίος, επιπλέον, επιπρόσθετα, παρακάτω, περίπου, σχεδόν, πέρα από, περισσότερο, πέρα, πάνω, πολύ περισσότερο, πιο μακριά, δεν μεταδίδομαι, πιο επίπεδος, πιο ίσιος, τελευταίος, επιπλέον, ενδόμυχος, μύχιος, παλιότερος, μακρύτερος, μεγαλύτερος, πιο κοντά, ψηλότερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, νεότερος, μικρότερος, ο ψηλότερος, γρηγορότερος, ταχύτερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, κατώτατος, νεαρότερος, νεότερος, γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος, υγιέστερος, πιο υγιής, μακρύτερος, πλησιέστερος, κοντινότερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης più
περισσότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo negozio ha più scelta dell'altro. Αυτό το μαγαζί έχει περισσότερες επιλογές από εκείνο. |
συνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Si usa il segno più per indicare che due numeri vanno addizionati. Το συν χρησιμοποιείται για να δείξει πως δυο αριθμοί πρέπει να προσθεθούν. |
πιοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avremmo fatto meglio a prendere una strada più panoramica. Έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει μια πιο γραφική διαδρομή. |
περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dormo di più rispetto a un tempo. Κοιμάμαι περισσότερο (or: πιο πολύ) από όσο συνήθιζα. |
συνavverbio (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Due più due fa quattro. Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. |
περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha corso più di quanto non avesse mai fatto. Έτρεξε περισσότερο (or: πιο μακριά) από ποτέ. |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Θέλεις άλλο γάλα; |
περισσότεροιaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Più madri scelgono il parto naturale. Περισσότερες (or: Πιο πολλές) μητέρες επιλέγουν τη φυσική γέννα. |
περισσότεροιpronome (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) In cento hanno votato per lui, e ancora di più hanno votato contro. Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του. |
συνavverbio (voti scolastici) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nina ha preso A più nel suo tema. |
πιαavverbio (con negazione, dopo il verbo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non riesco più a sopportare questo caldo opprimente! Δεν αντέχω άλλο αυτή την αποπνικτική ζέστη πια! |
περισσότεροι(la maggior parte di) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa pianta è quella che ha più fragole. Αυτό το φυτό έχει τις περισσότερες (or: πιο πολλές) φράουλες. |
περισσότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Papà è quello di noi che guadagna più soldi. Ο πατέρας βγάζει τα περισσότερα (or: πιο πολλά) χρήματα από όλους μας. |
πιοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa è la partita più difficile di tutte. È la studente più intelligente della classe. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό ήταν το πιο (or: πλέον) δύσκολο παιχνίδι από όλα. |
και, συνcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Due più due fa quattro. Δύο και (or: συν) δύο ίσον τέσσερα. |
παρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il film è più un thriller che un film dell'orrore. |
πιοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lei è il componente più qualificato della squadra. Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας. |
περισσότεροavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci hanno messo più di un mese a ripagare il debito. |
συνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πάνω από
Questo prodotto non dovrebbe essere usato a temperature di trenta gradi o più. Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς. |
επιπρόσθετος(παραπάνω από το κανονικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε. |
αρκετός(molti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un cacciavite? Ne ho diversi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν έχω κατσαβίδι; Έχω αρκετά. |
πάνω απόlocuzione aggettivale Nel Regno Unito devi avere più di diciotto anni per comprare alcolici. Si stima che a queste elezioni l'affluenza possa essere maggiore dell'80%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές. |
ο άλλος κόσμοςsostantivo plurale maschile (morti) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La nonna di Ted si è unita ai più la scorsa notte. |
περισσότεραpronome Mi aspettavo di più da parte tua. Περίμενα περισσότερα από εσένα. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il professore è tra i massimi esperti nel campo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως. |
μεγαλύτεροςaggettivo (età) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sorella maggiore di Fiona è un avvocato. Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος. |
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giardiniere tagliò la parte superiore dell'aiuola. Ο κηπουρός κλάδεψε το πάνω μέρος των θάμνων του φράκτη. |
διηπειρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I viaggi intercontinentali divennero più semplici e rapidi nel ventesimo secolo. |
μικροσκοπικός, λιλιπούτειος(εξαιρετικά μικρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατώτατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοκκίνισμαaggettivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετά, αργότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Γύρισε αργότερα (or: μετά) και μας είπε ότι βρήκε τα κλειδιά του. |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην πραγματικότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω πάτο(figurato: morale) (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του. |
κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα(per fare spazio) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se voi due vi stringete riesco a sedermi sul divano anch'io. |
πλουτίζω, εμπλουτίζω(figurato: cibi) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda arricchisce di vitamine i propri cereali così da pubblicizzarne i benefici per la salute. |
χτυπάω κτ για να αφρατέψει(letti, cuscini) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύτερος(πιο κατάλληλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lui è il candidato migliore per questo lavoro. Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά. |
έξτρα, εξτρά(non incluso) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il formaggio o la lattuga nell'hamburger sono extra. Costano 0,25 $. Το τυρί και το μαρούλι δεν συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του χάμπουργκερ. Το καθένα κοστίζει 0,25 δολάρια. |
μεγαλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha tre fratelli maggiori e uno minore. Έχει τρεις μεγαλύτερες αδελφές και μια μικρότερη. |
αργότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Smettila di chiedermi di aggiustare il recinto: lo farò dopo. Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα. |
νωρίτερα, συντομότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση. |
καλλονή, πεντάμορφη(la più bella di un evento) (η ομορφότερη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη). |
πάω πιο γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κουνήσου αλλιώς δεν θα φτάσουμε με τίποτα στην ώρα μας στην εκκλησία. |
σταματάω να δίνω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho poco a poco svezzato il bambino, che non prende più il mio latte materno. |
περιορίζω, σφίγγω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύτερος(ανώτερος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A tennis è migliore di me. Είναι καλύτερος (or: πιο καλός) στο τένις από εμένα. |
λιγότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai meno lavoro di me. Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα. |
νεότερος, μικρότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio fratello minore è andato a vivere in Australia. Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία. |
μικρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben ha portato la sorella minore a scuola. Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο. |
περιμετρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ναυαρχίδα(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il principale ristorante dello chef stava fallendo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ναυαρχίδα της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. |
χαλάω, χαλώ(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
-(suono, volume) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ben aveva alzato troppo la musica e i suoi vicini si lamentarono. Ο Μπεν παραείχε δυνατά τη μουσική και οι γείτονες παραπονέθηκαν. |
επιπλέον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non mi piace il burro di arachidi e inoltre sono allergico alle noci. |
χειροτερεύω(difficoltà) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μετά, αργότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se n'è andato arrabbiato, ma è tornato tre ore dopo. Έφυγε θυμωμένος αλλά γύρισε δυο ώρες αργότερα. |
φουσκώνω(figurato: cifre) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Josh sta gonfiando il suo discorso perché non è ancora abbastanza lungo. Ο Τζος φουσκώνει την ομιλία του. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμη. |
πάνω από
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oltre il 40% dei votanti respinge. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους δεν συμφωνούν. |
καλύτερος, καταλληλότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il candidato C è migliore del candidato F per questo lavoro. |
-aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il ricercatore voleva studiare il tempo nell'estremo nord. Ο ερευνητής ήθελε να μελετήσει το κλίμα των βορειότερων περιοχών. |
καλώς(voto scolastico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La prova di matematica di Billy è stata discreta. |
γερασμένος(oggetto) (άτομο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιπλέον, επιπρόσθετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) E inoltre, questa non è la sua prima offesa. |
παρακάτω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
περίπου, σχεδόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il progetto è terminato? - Quasi. Devo solo sistemare un paio di cose. |
πέρα από
|
περισσότερο, πέρα, πάνω
Nick non voleva spendere oltre i venti dollari. |
πολύ περισσότερο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha ottenuto molto più della media nel test. Il ragazzino aveva 15 anni ma era già molto più alto di 2 m. |
πιο μακριάaggettivo (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) È lontano? È più lontano di quella casa laggiù? Είναι μακριά; Είναι πιο πέρα από εκείνο εκεί το σπίτι; |
δεν μεταδίδομαι(radio, TV) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quella trasmissione mi piaceva, ma non la mandano più in onda da anni e non la posso vedere più. |
πιο επίπεδος, πιο ίσιοςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tavola era più piatta del previsto e il falegname decise di non piallarla. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η περιοχή ήταν πιο επίπεδη από ό,τι ήταν συνηθισμένος ο Ρον. |
τελευταίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Karen era sempre al corrente delle ultimissime mode. Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας. |
επιπλέον
Il valore aggiunto di questa stanza d'albergo è la splendida vista che si ha dal balcone. Αυτό το δωμάτιο του ξενοδοχείου έχει το επιπλέον πλεονέκτημα της όμορφης θέας από το μπαλκόνι. |
ενδόμυχος, μύχιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho sempre condiviso i miei pensieri più intimi con lui. |
παλιότερος(generico) (αντικείμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erika è più vecchia di me. La mia casa è più vecchia di quella a fianco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας. |
μακρύτεροςaggettivo (μήκος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il letto è più lungo delle lenzuola. Το κρεβάτι είναι πιο μακρύ από τα σεντόνια. |
μεγαλύτεροςaggettivo (superlativo) (σε μέγεθος, ποσότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tokyo è una delle città più grandi del mondo. Το Τόκιο είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο. |
πιο κοντάaggettivo (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Adam era seduto più vicino al muro che alla ragazza con cui usciva. |
ψηλότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Metti via quei biscotti su uno scaffale più in alto. Βάλε εκείνα τα μπισκότα σε ένα ψηλότερο ράφι. |
μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος(comparativo) (σε μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è la nostra camera più grande. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κέρδισαν με τη μεγαλύτερη (or: μέγιστη) πλειοψηφία που έχει καταγραφεί. Αυτό είναι το πιο μεγάλο (or: μεγαλύτερο) δωμάτιό μας. |
νεότερος, μικρότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non si capisce quale cavallo sia più giovane. Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο). |
ο ψηλότεροςaggettivo I piani più alti del palazzo sono residenziali. Οι υψηλότεροι όροφοι του κτιρίου είναι για κατοικίες. |
γρηγορότερος, ταχύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che cosa è più veloce un puma o una tigre? Ποιο είναι γρηγορότερο, ένα κούγκαρ ή μια τίγρης; |
κοντινότερος, πλησιέστεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dammi il libro più vicino alla penna. |
κατώτατοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'esplosione si è verificata al livello più basso della miniera. Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου. |
νεαρότερος, νεότεροςaggettivo (superlativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi è il dipendente più giovane dell'azienda? Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία; |
γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος(μεγαλύτερος σε ηλικία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υγιέστερος, πιο υγιήςverbo intransitivo (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stai molto meglio dell'inverno scorso. |
μακρύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È la limousine più lunga che abbia mai visto. Questa è la nostra fune più lunga. Αυτή είναι η μακρύτερη λιμουζίνα που έχω δει ποτέ μου. Αυτό είναι το μακρύτερο σκοινί μας. |
πλησιέστερος, κοντινότεροςaggettivo (superlativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dov'è la farmacia più vicina? Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο; |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του più στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του più
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.