Τι σημαίνει το là στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης là στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του là στο Ιταλικό.
Η λέξη là στο Ιταλικό σημαίνει την, Α, λα, εκεί, εκεί, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, λα, εκεί πέρα, εκεί, εκείνος, σε αυτόν, -, σε, ο ιδανικός, ο καλύτερος, παράνομος, απαξιωτικός, που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει, αναγκαστικός, εξαναγκαστικός, ξαπλωμένος, ευχάριστος, κατά της φτώχειας, λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος, σαν βαμβάκι, σαν μπαμπάκι, ολονύχτιος, φιλικός, προσγειωμένος, γερνώ, αμίλητος, κατά των αμβλώσεων, ξεφόρτιστος, με επίπεδη κορυφή, Σε ευχαριστώ!, ίντερνετ, internet, ο κόσμος των ονείρων, κπ/κτ που με σώζει, επιτραπέζια σκεύη, υπόγειο ρεύμα, φαύλος κύκλος, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, Σάνγκρι-Λα, ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α., το να έχω πυρετό, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τσίσα, τσισάκια, είδη προσωπικής περιποίησης, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, ενημερώνω, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, ενεδρεύω, παραμονεύω, λέω τη γνώμη μου, καταλήγω, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ, ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ, φυλάω σκοπιά, καρφώνω, περισσότεροι, ονειροπόλος, αργότερα, ταξιδεύω, καλλονή, πεντάμορφη, πλατφόρμα, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, υποδύομαι, παριστάνω, αποεπιλέγω, λιγώνω, ανακυκλώνω, κυνηγάω, κυνηγώ, νευρωτικός, τέλη, ευχαριστώ, σωτήρας, κλείνω, κάνω εμετό, επικρατώ, μιμούμαι, περισσότερος, διαγράφομαι από κτ, μου λείπει, ακυρωτικός, κουνάω το χέρι, μου λείπει, επιβάλλω πρόστιμο, γνέφω με κτ, φλερτάρω, εξηγώ, απαγορεύεται το αλκοόλ, διψάω, διψώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης là
την(atono) (αιτιατική) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) L'hai vista oggi? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα. |
Αsostantivo maschile (nota musicale) (νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La canzone inizia con un La. |
λαsostantivo maschile (nota musicale) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Stasera suonano il concerto per pianoforte di Grieg in La minore. |
εκεί(vicino, o vicino a chi ascolta) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era lì al bar. Ήταν εκεί, στο μπαρ. |
εκεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci vado stasera. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Il ragazzo è andato a fare una passeggiata. Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Io faccio parte della Chiesa Cattolica. Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Stasera la luna splende luminosa. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Il giornalista ha fatto una domanda al Presidente. Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Questo è stato il test più facile. Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ. |
ο, η, τοarticolo (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) La stampa quotidiana ha un futuro nella società? Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας; |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) La capitale statunitense dei mirtilli è il Maine. Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Mi interessano i poveri. Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Questo cappello sta meglio se indossato sulla fronte. |
ο, η, το(singolare) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Quando avrò il denaro, ti comprerò un diamante. |
λαsostantivo maschile (nota musicale) (μουσική νότα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκεί πέραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La torta è là. Το κέικ είναι εκεί πέρα. |
εκείavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκείνος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Dall'altra parte del fiume i soldati stavano costruendo un accampamento laggiù lungo la riva. |
σε αυτόν(letterario, arcaico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ho perso la penna. Era sulla mia scrivania. Έχασα το στυλό μου, ήταν πάνω στο γραφείο μου. |
σε(pronome atono, informale) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ti amo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αγαπώ εσένα, όχι τον αδερφό σου. |
ο ιδανικός, ο καλύτερος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Angelina è il posto migliore dove andare per una cioccolata calda a Parigi. Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι. |
παράνομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prendere cose che non sono tue è illegale. Το να παίρνεις πράγματα που δεν είναι δικά σου είναι παράνομο. |
απαξιωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando si tratta di musica pop il professore è sprezzante. A lui piace solo la classica. |
που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le persone vedenti percepiscono il mondo in modo diverso dai non vedenti. |
αναγκαστικός, εξαναγκαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La polizia trovò segni di ingresso forzato nella casa. |
ξαπλωμένος(sulla schiena) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il passeggero coricato stava infastidendo l'uomo dietro di lui. |
ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά της φτώχειαςaggettivo (δράση, κίνημα) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαν βαμβάκι, σαν μπαμπάκι(όμοιος με βαμβάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολονύχτιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φιλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσγειωμένος(persona) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Marilyn è una persona molto semplice: sarà di vantaggio nella crisi in arrivo. Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση. |
γερνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αμίλητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά των αμβλώσεων(contro l'aborto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεφόρτιστος(batteria scarica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με επίπεδη κορυφή(con la sommità piatta) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Σε ευχαριστώ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie! Mi è piaciuto il regalo. Σε ευχαριστώ! Μου άρεσε πολύ το δώρο. |
ίντερνετ, internet
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Oggigiorno, internet è collegato ai computer in tutti i paesi del mondo. Το διαδίκτυο πλέον συνδέει υπολογιστές από όλες τις χώρες του κόσμου. |
ο κόσμος των ονείρων(μεταφορικά: ύπνος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κπ/κτ που με σώζει(μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ για το δάνειο! Είσαι ο σωτήρας μου! |
επιτραπέζια σκεύη
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I novelli sposi hanno ricevuto un servizio e delle lenzuola come regalo di nozze. |
υπόγειο ρεύμα(κυριολεκτικά) |
φαύλος κύκλος
È un vero paradosso: per avere un lavoro serve esperienza, ma per farsi l'esperienza serve un lavoro. Είναι πραγματικά παράδοξο: για να βρεις δουλειά απαιτείται πείρα, αλλά για να αποκτήσεις πείρα απαιτείται δουλειά. |
Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Σάνγκρι-Λαsostantivo maschile (μυθική τοποθεσία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.(συντομογραφία) |
το να έχω πυρετό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης(acronimo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσίσα, τσισάκια(παιδικό, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είδη προσωπικής περιποίησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Το ξενοδοχείο θα σας παρέχει ευχαρίστως όποια είδη προσωπικής περιποίησης ξεχάσατε. |
σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo è il mio cappotto mentre quello è il tuo. |
ενημερώνω(γνώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η ασθένεια αυτή είναι ελάχιστα γνωστή και έτσι θα κάνω μια ταινία για να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο. |
κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο(saltare la scuola, idiomatico) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενεδρεύω, παραμονεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Posso intervenire? Volevo solo dire che mi è piaciuta molto la tua presentazione. Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική. |
καταλήγωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα(per fare spazio) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se voi due vi stringete riesco a sedermi sul divano anch'io. |
προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) George corteggiò il suo tesoro con fiori e doni. Ο Τζορτζ καλόπιασε την αγαπημένη του με λουλούδια και δώρα. |
ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φυλάω σκοπιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρφώνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περισσότεροι(la maggior parte di) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa pianta è quella che ha più fragole. Αυτό το φυτό έχει τις περισσότερες (or: πιο πολλές) φράουλες. |
ονειροπόλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me ne stavo seduto lì tutto sognante quando l'insegnante all'improvviso disse il mio nome. |
αργότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Smettila di chiedermi di aggiustare il recinto: lo farò dopo. Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα. |
ταξιδεύω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ultimamente sono stata molto distratta, i miei pensieri sono confusi. Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού. |
καλλονή, πεντάμορφη(la più bella di un evento) (η ομορφότερη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη). |
πλατφόρμα(scarpe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά. |
υποδύομαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando cercò di impersonare il presidente, l'impostore fu catturato immediatamente. |
αποεπιλέγω(informatica: opzione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deseleziona questa cella e poi calcola il totale di tutte le altre celle. |
λιγώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il forte odore di alcol e il fumo di sigaro nausearono Daphne. |
ανακυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ricicla sempre le bottiglie di vino, le porta alla raccolta di bottiglie ogni settimana. Ο Τζιμ πάντα ανακυκλώνει τα μπουκάλια κρασιού. Τα πηγαίνει στους ειδικούς κάδους ανακύκλωσης κάθε εβδομάδα. |
κυνηγάω, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ragazzi inseguirono il cane dopo che questo era scappato con la palla. Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους. |
νευρωτικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τέλη(στο τελευταίο μέρος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sposò una donna di quarant'anni avanzati. Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60. |
ευχαριστώ(informale) (έκφραση ευγνωμοσύνης) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Grazie! Che regalo delizioso! Ευχαριστώ! Τι ωραίο δώρο! |
σωτήρας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Grazie mille di avermi prestato la macchina oggi! Sei il mio salvatore! Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ που με άφησες να χρησιμοποιήσω το αμάξι σου σήμερα. Είσαι ο σωτήρας μου! |
κλείνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η πληγή θα κλείσει σε μια - δυο μέρες. |
κάνω εμετό
Η Τζέιν έκανε πάλι εμετό. Δεν έπρεπε να φάει όλα εκείνα τα κέικ. |
επικρατώ(με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie e Linda non sapevano che auto comprare, ma alla fine l'Audi ha prevalso sulla Renault. Η Μάγκυ και η Λίντα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι αυτοκίνητο να αγοράσουν, αλλά τελικά το Audi επικράτησε του Renault. |
μιμούμαι(με κοροϊδευτική διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stava parodiando uno dei suoi professori quando è entrato il professore. Έκανε έναν από τους καθηγητές του όταν ο καθηγητής μπήκε μέσα. |
περισσότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Papà è quello di noi che guadagna più soldi. Ο πατέρας βγάζει τα περισσότερα (or: πιο πολλά) χρήματα από όλους μας. |
διαγράφομαι από κτ
|
μου λείπει
Ai bambini manca il padre quando è fuori per lavoro. Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές. |
ακυρωτικός(εισιτήριο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουνάω το χέρι(con un cenno della mano) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo vide salutare dall'estremità del pontile. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας. |
μου λείπει
Mi mancano le montagne di casa. Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας. |
επιβάλλω πρόστιμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il poliziotto l'ha multato per guida veloce. Ο αστυνομικός του έδωσε κλήση για υπερβολική ταχύτητα. |
γνέφω με κτ
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. |
φλερτάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corteggiava nella maniera più cavalleresca. Την πολιορκούσε (or: φλέρταρε) σαν τζέντλεμαν. |
εξηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fatto di essere stata bersaglio dei bulli da giovane spiega la sua attuale timidezza. Ο εκφοβισμός που έζησε στην εφηβεία της εξηγεί τη σημερινή ντροπαλοσύνη της. |
απαγορεύεται το αλκοόλ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'erano poche bevande e troppa gente alla festa, a un certo punto siamo rimasti a secco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σε ορισμένες κομητείες της Λουιζιάνα απαγορεύεται το αλκοόλ. |
διψάω, διψώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του là στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του là
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.