Τι σημαίνει το appena στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης appena στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appena στο Ιταλικό.
Η λέξη appena στο Ιταλικό σημαίνει αμέσως, μόλις, μόλις, ίσα, σχεδόν, πρόσφατα, προσφάτως, μόλις, μόλις, φρεσκο-, καθόλου, όλο κι όλο, φρεσκο-, νέος, για λίγο, ελαφρά, μόλις, μόλις, αμυδρά, αχνά, πρόσφατα, οριακά, λίγο, ελάχιστα, σιγανά, αδύναμα, μόλις, όταν, μόλις, όταν, αμέσως, μόλις, αφού, όταν, μισάνοιχτος, αδύναμα, λοξός, νεοανακαλυφθείς, μόλις κυκλοφόρησε, εξασθενημένος, αδύναμος, που μόλις κυκλοφόρησε, που κουτσοδουλεύει, που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοκομμένος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, ελάχιστα, λιγάκι, μόλις δω κτ, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, λίγο πριν, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, πάνω στην ώρα, με την πρώτη ευκαιρία, το συντομότερο δυνατόν, μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε, απογαλακτισμένος, νεοφυής επιχείρηση, αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά, από μόλις, μόλις, νεογέννητος, νιόπαντρος, μη προσποιητός, μη θεατρινίστικος, νεογέννητος, που μόλις κυκλοφόρησε, ικανοποιητικά, άρτια, ελαφρώς, κάπως, δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότερα, λιγάκι, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι, δέρμα προβάτου, αμέσως μόλις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης appena
αμέσως, μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μόλις κάνεις την κράτηση θα πληρώσω το εισιτήριό σου. |
μόλις, ίσαavverbio (για κάτι που έκανα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha appena perso l'autobus. |
σχεδόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του. |
πρόσφατα, προσφάτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La palude appena bonificata è ancora fangosa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην κάτσεις στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim era un brillante imprenditore, aveva appena vent'anni quando ha guadagnato il suo primo milione. Ο Τιμ ήταν εξαιρετικός επιχειρηματίας. Ήταν με το ζόρι είκοσι χρονών όταν έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο. |
μόλιςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vuoi un'altra tazza di tè? Te ne ho appena fatta una! Θέλεις κι άλλο τσάι; Μόλις σου έφτιαξα! |
φρεσκο-avverbio Questi muffin sono appena cotti. Αυτά τα κεϊκάκια είναι φρεσκοψημένα. |
καθόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Η Χόλυ δεν είναι με τίποτα το είδος του ατόμου που μπορεί να μεγαλώσει ένα παιδί. |
όλο κι όλοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φρεσκο-avverbio Diane mi ha portato un mazzo di fiori appena colti dal suo giardino. |
νέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il prato appena falciato ha un odore fresco. Για παράδειγμα: φρεσκοκουρεμένος, νεογέννητος |
για λίγο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha vinto la corsa, ma per poco. |
ελαφρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuoci appena le uova, mi piacciono ancora liquide. |
μόλιςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma l'ho visto appena ieri! Μα τον είδα μόλις χθες! |
μόλιςcongiunzione (subito dopo, momento) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Appena arrivi, togliti il cappotto. |
αμυδρά, αχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci sono alcuni articoli vagamente interessanti in questa rivista. |
πρόσφατα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'assistente del panificio portò un vassoio di croissant sfornati da poco. |
οριακάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I profitti in questo trimestre sono solo lievemente più alti. |
λίγο, ελάχιστα(informale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa versione è un pochino meglio della precedente, ma devi ancora migliorare. |
σιγανά, αδύναμα(specifico: voce) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'uccellino chiamò con un filo di voce la madre. |
μόλις, όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Una volta provato il cibo tailandese, ne vorrai ancora. Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο. |
μόλις, όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Puoi pagarlo una volta arrivato qui. Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις. |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si è rotto immediatamente dopo che la garanzia è scaduta. |
μόλις, αφού, όταν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Subito dopo aver sentito le notizie, iniziò a pregare. |
μισάνοιχτος(labbra) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδύναμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λοξός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La palla da baseball colpì il gomito di Jack con un colpo di striscio. |
νεοανακαλυφθείςaggettivo (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) Ho appena scoperto che amo il sushi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από όταν πήγα στην Ιαπωνία, το σούσι είναι η νέα μου αγάπη. |
μόλις κυκλοφόρησε(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξασθενημένος, αδύναμοςaggettivo (ήχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua voce al telefono era appena percettibile. |
που μόλις κυκλοφόρησεaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'è un libro appena uscito che tratta l'argomento dettagliatamente. Il nuovo romanzo dell'autore è appena uscito in edizione tascabile. Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο. |
που κουτσοδουλεύει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοκομμένοςlocuzione aggettivale (π.χ. γρασίδι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ
|
ελάχιστα, λιγάκι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sembra che si sia spostato appena appena a sinistra |
μόλις δω κτavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο άντρας πυροβόλησε το ληστή επί τη εμφανίσει του. |
το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγοραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho necessità di parlarti al più presto. Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό. |
λίγο πρινlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκεaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Quando sono andati a letto insieme la prima volta, lei era appena maggiorenne. |
πάνω στην ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I paramedici sono arrivati appena in tempo. Sei arrivato giusto in tempo, stavi per perderti tutto il divertimento. |
με την πρώτη ευκαιρία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το συντομότερο δυνατόνavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per favore rispondete appena possibile. Per favore mi richiami il prima possibile. |
μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απογαλακτισμένοςsostantivo maschile (ακολουθεί το είδος του ζώου) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
νεοφυής επιχείρησηaggettivo (attività, impresa) |
αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από μόλιςpreposizione o locuzione preposizionale (promozioni, tariffe) (κατώτατη τιμή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stanze a partire da solo 20 € a notte per persona. Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά. |
μόλιςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non appena ebbe finito il suo discorso, crollò per la stanchezza, |
νεογέννητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nella famiglia Garcia è appena nata una bambina. |
νιόπαντροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La coppia appena sposata festeggiò il proprio matrimonio con una bottiglia di champagne. |
μη προσποιητός, μη θεατρινίστικος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεογέννητοςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cucciolo era appena venuto al mondo e già faceva parte della sua vita. |
που μόλις κυκλοφόρησεaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È appena uscito l'ultimo film di Jude Law. |
ικανοποιητικά, άρτιαlocuzione avverbiale (peggiorativo: senza sforzo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si è impegnato quanto serviva per l'esame; la maggior parte dei candidati ha fatto molto meglio. |
ελαφρώς, κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi gira un po' la testa. Sono stato un po' sfacciato a chiedere... ma ho chiesto lo stesso. Είμαι ελαφρώς ζαλισμένος. Ήταν κάπως αγενές εκ μέρους μου να ρωτήσω... αλλά ρώτησα, όπως και να' χει. |
δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότεραavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fulmine colpì la casa e subito dopo andò via la luce. |
λιγάκιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per favore dammi appena un po' di zucchero. |
ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo zucchero è appena sufficiente per il mio caffè di domani. |
δέρμα προβάτου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμέσως μόλιςlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non appena Andy ha aperto la finestra, ha cominciato a piovere. Με το που (or: αμέσως μόλις) άνοιξε ο Άντι το παράθυρο άρχισε να βρέχει. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appena στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του appena
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.