Τι σημαίνει το giù στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης giù στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giù στο Ιταλικό.
Η λέξη giù στο Ιταλικό σημαίνει κάτω, κάτω, πεσμένος, κάτω, -, κάτω, προς τα κάτω, -, γρήγορα, αμέσως, πολύ βαθιά, Ιούν., καθοδικός, πτωτικός, χαμηλότερα, περίεργα, στον βυθό, μελαγχολικός, κάτω, πιο κάτω, κομμένος, από, κατεβαίνω, αδυνατίζω, χάνω βάρος, κατεβάζω, ρίχνω, ρίχνω το ηθικό, γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά, φτιάχνω ένα προσχέδιο, κατεδαφισμένος, από τη μέση και κάτω, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, με πεσμένο ηθικό, αποθαρρυμένος, στον κάτω κόσμο, κάτω στο Νότο, στο Νότο, σε κατάθλιψη, στις μαύρες, παρακάτω, πιο κάτω, πολύ πιο κάτω, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, Καλημερούδια!, κάτω τα χέρια, μαυρίλα, κακή διάθεση, στάση κάτω σκύλος, δυσθυμία, κακοκεφιά, κάτω από, σηκώνομαι από το κρεβάτι, κοιτάζω από ψηλά, πέφτω με το κεφάλι, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, περπατώ πάνω-κάτω, χοροπηδάω, χοροπηδώ, ανεβοκατεβαίνω, είμαι δυστυχισμένος, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, δεν ενθουσιάζομαι, κατεβαίνω, πηδάω από κτ, βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα, μετακίνηση προς τα κάτω, βρέχει καρεκλοπόδαρα, κατεβάζω, αποθαρρύνω, ξεσταυρώνω, σημειώνω, φτιάχνω, κατεδαφίζω, κατεδαφίζω, συντρίβω, ξεπετάω, βάζω στην άκρη, παραμερίζω, συνοδεύω φαγητό με ποτό, πίνω γρήγορα, είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου, που πάει πάνω κάτω, αναποδογυρισμένος, εκεί γύρω, στον κάτω κόσμο, κάνω ραπέλ σε κτ, κυλώ από κτ, κατεβαίνω κάτω από κτ, κατεβαίνω από, ξεπεζεύω, ρίχνω, ρίχνω, γράφω βιαστικά, καταχωρώ, καταγράφω, ξεβράκωτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης giù
κάτωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È sceso giù dall'albero. - |
κάτω(informale: a sud) (μεταφορικά: νότια) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quest'anno andremo giù in Italia per le vacanze. Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία. |
πεσμένος(informale: triste) (μτφ, καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mi sento un po' giù, ma mi passerà. |
κάτωavverbio (informale: a sud) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono giù sulla costa meridionale per tutta la settimana. |
-avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'ho messa giù per il suo sonnellino. Την έβαλα για ύπνο. |
κάτωinteriezione (comando per cani) (εντολή σε σκύλο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Giù! Tornatene alla tua cuccia. |
προς τα κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono scesi dalla montagna. Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vieni al pub con noi? Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ; |
γρήγορα, αμέσωςavverbio (rafforzativo, colloquiale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dovresti buttar giù un biglietto di condoglianze per la vedova. |
πολύ βαθιά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ιούν.abbreviazione |
καθοδικός, πτωτικόςavverbio (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η ομάδα έδωσε τέλος στην πτωτική πορεία της, κερδίζοντας τρία συνεχόμενα παιχνίδια. |
χαμηλότεραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μέχρι τις πρόσφατες νίκες, η ομάδα φαίνονταν να πέφτει όλο και χαμηλότερα. |
περίεργα(malessere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si sentiva giù quel giorno. Forse per quello che aveva mangiato la sera prima a cena. |
στον βυθό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andiamo giù in cerca di conchiglie. |
μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I giorni piovosi mi fanno sentire depresso. Οι βροχερές μέρες με κάνουν να νιώθω μελαγχολική. |
κάτωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rachel è scesa giù ad aprire la porta agli ospiti. Η Ρέιτσελ έτρεξε κάτω για ν' ανοίξει στους καλεσμένους της. |
πιο κάτωpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ristorante è appena più avanti lungo alla strada. Το εστιατόριο είναι λίγο πιο κάτω στο δρόμο. |
κομμένος(albero o pianta) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli alberi abbattuti erano destinati a diventare legna da ardere. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il bicchiere è caduto dal tavolo. Το ποτήρι έπεσε από το τραπέζι. |
κατεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vai su a dire a tua sorella che scenda per la cena. Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο. |
αδυνατίζω, χάνω βάρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο. |
ρίχνω το ηθικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo atteggiamento ci demoralizza tutti. Η στάση του ρίχνει και το δικό μας ηθικό. |
γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά
Ha scarabocchiato un bigliettino e me l'ha passato. Έγραψε πρόχειρα μια σημείωση και μου την έδωσε. |
φτιάχνω ένα προσχέδιο(fare una bozza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vediamo se riesco ad abbozzare qualcosa per te. |
κατεδαφισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le strade delle case demolite hanno lasciato il posto a nuovi palazzi luminosi. |
από τη μέση και κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'incidente lo lasciò paralizzato dalla vita in giù. |
είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με πεσμένο ηθικόlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποθαρρυμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στον κάτω κόσμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dovrebbero mandare giù all'inferno quelle persone malvagie. |
κάτω στο Νότο, στο Νότο(USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κατάθλιψη, στις μαύρες(figurato, colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È rimasto giù di corda tutto il giorno perché ieri la sua squadra del cuore ha perso. |
παρακάτω, πιο κάτωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Secondo quanto scritto più in basso, non devi ancora fare nulla. Σύμφωνα με όσα λέει παρακάτω, δε χρειάζεται ακόμα να κάνεις κάτι. Πολλές από τις ομάδες πιο κάτω στη δημοτικότητα χάνουν χρήματα. |
πολύ πιο κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου(informale) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate è giù di corda da quando non ha passato l'esame. |
Καλημερούδια!interiezione (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È ora di alzarsi! Sono le sei e devi prepararti per la scuola. |
κάτω τα χέριαinteriezione (informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ehi! Ho fatto solo quei panini - giù le mani! Giù le mani! Preparateli da solo! Έι! Μόλις τα έφτιαξα αυτά τα ψωμάκια - κάτω τα χέρια! Κάτω τα χέρια! Φτιάξε δικό σου σάντουιτς. |
μαυρίλα(informale) (αργκό, μτφ: κακή διάθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John aveva il morale a terra dopo aver visto i suoi voti bassi sulla pagella. |
κακή διάθεσηsostantivo maschile |
στάση κάτω σκύλοςsostantivo maschile (posizione yoga) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δυσθυμία, κακοκεφιάavverbio (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli si vedeva in faccia che era giù di morale. Quando sono giù di corda cerco di non farlo pesare agli altri. Φαινόταν από την έκφραση στο πρόσωπό του πως ένιωθε κακοκεφιά. Προσπαθώ να μην αφήνω την κακοκεφιά μου να επηρεάζει τους άλλους. |
κάτω από
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σηκώνομαι από το κρεβάτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi sentivo male stamattina e non volevo proprio alzarmi dal letto. |
κοιτάζω από ψηλάverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dalla cima della torre si può guardare in basso su tutta la città. Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη. |
πέφτω με το κεφάλιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά(colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατώ πάνω-κάτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χοροπηδάω, χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανεβοκατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I cubetti di ghiaccio andavano su e giù per la caraffa di limonata. |
είμαι δυστυχισμένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Dopo la separazione, Cindy è stata giù di morale per settimane. |
έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si sente giù da quando Mary lo ha lasciato. |
δεν ενθουσιάζομαιverbo intransitivo (figurato, informale) |
κατεβαίνωverbo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dietro questo pannello a parete c'è un letto che si tira giù per la notte. Πίσω από αυτό το κομμάτι του τοίχου υπάρχει ένα κρεβάτι που ανοίγει τη νύχτα. |
πηδάω από κτverbo intransitivo Gianni era troppo impaurito per saltare giù dal trampolino più alto. Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων. |
βγαίνω/κατεβαίνω από όχημαverbo intransitivo (informale: scendere da un veicolo) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa è la tua fermata, ragazzo. Salta giù e corri a casa! |
μετακίνηση προς τα κάτωverbo intransitivo (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per vedere il resto devi scorrere in giù di una pagina. |
βρέχει καρεκλοπόδαραverbo intransitivo (piovere) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato giù la scatola dallo scaffale. Κατέβασε το κουτί από το ράφι. |
αποθαρρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσταυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (gambe accavallate) (χέρια, πόδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση. |
φτιάχνω(προσχέδιο, πρόπλασμα κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso abbozzare un modello di quel programma in poche ore, ma per finire il prodotto vero e proprio ci vorranno mesi. Μπορώ να φτιάξω ένα προσχέδιο αυτού του προγράμματος μέσα σε μερικές ώρες, αλλά το πραγματικό προϊόν θα πάρει μήνες για να ολοκληρωθεί. |
κατεδαφίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vecchio palazzo degli uffici è stato buttato giù per far posto a un nuovo centro commerciale. Το παλιό κτίριο γραφείων κατεδαφίστηκε ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ένα νέο εμπορικό κέντρο. |
κατεδαφίζω, συντρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di costruire il locale aggiuntivo della casa, hanno dovuto buttare giù il muro della cucina. |
ξεπετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mentre aspettavo che si preparasse buttai giù un tema sulla politica. Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί. |
βάζω στην άκρη, παραμερίζω(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho messo da parte il mio lavoro per controllare il bambino. Έβαλα στην άκρη (or: Παραμέρισα) τη δουλειά μου για να ελέγξω το μωρό. Βάλτε στην άκρη τα μολύβια σας και ρίξτε πρώτα μια ματιά στο τεστ. |
συνοδεύω φαγητό με ποτόverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, cibo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei del latte per mandare giù questi biscotti. |
πίνω γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: inghiottire) So che la medicina è cattiva, ma buttala giù e poi ti do un dolcetto. |
είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si è appena lasciata con il ragazzo, perciò oggi è un po' giù di corda. |
που πάει πάνω κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναποδογυρισμένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εκεί γύρωavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I nuovi insegnanti guadagnano generalmente circa $35,000. |
στον κάτω κόσμο(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάνω ραπέλ σε κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (con corda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sharon si calò giù dalla facciata di un grattacielo per raccogliere fondi per beneficenza. |
κυλώ από κτverbo intransitivo La biglia rotolò giù per la rampa. Η μπίλια κύλησε από τη ράμπα και έπεσε. |
κατεβαίνω κάτω από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατεβαίνω από, ξεπεζεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia nipotina si è sbucciata un ginocchio mentre saltava giù da un muretto. |
ρίχνωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (informale) (καθομ, μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca di non buttarti giù per i risultati degli esami. Προσπάθησε να μην αφήσεις τα αποτελέσματα των εξετάσεων να σε ρίξουν. |
ρίχνωverbo intransitivo (μεταφορικά: ψυχολογικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se continui a criticare Michael lo butti solo giù di morale. Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις. |
γράφω βιαστικάverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: scrivere di fretta) Se rimandi i compiti fino all'ultimo e poi butti giù il tema in mezz'ora, poi non lamentarti se prendi brutti voti. |
καταχωρώ, καταγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: pensieri, frasi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se butti giù i tuoi pensieri su carta, poi le cose appariranno più chiare. Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά. |
ξεβράκωτος(ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giù στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του giù
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.