Τι σημαίνει το ripresa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ripresa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ripresa στο Ιταλικό.
Η λέξη ripresa στο Ιταλικό σημαίνει συνεχίζω, μαζεύω, στενεύω, συνεχίζομαι, ξαναρχίζω, επιστρέφω, συνεχίζω, επαναλαμβάνω, ξαναρχίζω, ξαναπαίρνω, κινηματογραφώ, ακολουθώ παράδειγμα, ξαναπιάνω, επιπλήττω, επιτιμώ, παίρνω πίσω, ξανανοίγω, ξαναπαίρνω, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, βρίσκω, ξανακερδίζω, επιτιμώ, επιπλήττω, πλησιάζω, κριτικάρω, ξαναρχίζω, βιντεοσκοπώ, ανακαταλαμβάνω, κινηματογραφώ, τραβάω κτ σε βίντεο, κινηματογραφώ, επιστρέφω, ανάκαμψη, κινηματογράφηση, συνέχιση, επανέναρξη, επανάληψη, επανεμφάνιση, βελτίωση, ανάκαμψη, ανάκαμψη, λήψη, μάζεμα, στένεμα, θεραπεία, βελτίωση, καλυτέρευση, συνέχιση, ανάρρωση, ανάρρωση, αναζωπύρωση, αναθέρμανση, ανάκτηση, επανάκτηση, αναζωογόνηση, βελτίωση, ανάκαμψη, επανέναρξη, ρεφρέν, επιτάχυνση, επανάληψη, πιέτα, ανακτώ, ξελαχανιάζω, ξυπνάω,ζωντανεύω, ψέλνω τον εξάψαλμο, ανεβάζω ρυθμούς, συνέρχομαι, διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση, τραβάω φωτογραφία κάτω από τα ρούχα κπ, ανακτώ τις αισθήσεις μου, φτάνω, πλησιάζω, ξανακερδίζω, ξαναπαίρνω, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, επιστρέφω, επανέρχομαι, συνέρχομαι, επιπλήττω κπ για κτ, επιτιμώ, επιπλήττω, επιπλήττω, επιτιμώ, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, επιπλήττω, επιτιμώ, ξαναεμπλέκομαι σε κτ, ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ, επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ, αφήνω κπ/κτ να πάρει μια ανάσα, κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ripresa
συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ripresero la loro conversazione dopo il discorso. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
μαζεύω, στενεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (sartoria) (ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I pantaloni sono troppo larghi; bisogna stringerli. Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω. |
συνεχίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I negoziati sono ripresi dopo una pausa di due mesi. |
ξαναρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo riprendere lo studio delle lingue. |
επιστρέφω, συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei trattenermi di più, ma ora devo riprendere il mio lavoro. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
επαναλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando l'eroe muore, viene ripresa la musica d'amore. |
ξαναρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναπαίρνω(una posizione fisica o postura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινηματογραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (con macchina da presa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώ παράδειγμαverbo transitivo o transitivo pronominale (imitare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Riprende sua madre in quanto a loquacità. |
ξαναπιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al pescatore è caduto il pesce scivoloso, ma poi l'ha ricatturato. |
επιπλήττω, επιτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soldato venne ripreso quando non obbedì agli ordini. |
παίρνω πίσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non voglio parlare di questo argomento, anche se insisti a riprenderlo. |
ξαναπαίρνω(uno stato d'animo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά(lavoro: posizione, ruolo) (αξίωμα, καθήκον, θέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andate avanti, vi raggiungo appena finito al lavoro. Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ. |
ξανακερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo il suo tradimento, John ha dovuto lavorare sodo per riconquistare la fiducia di sua moglie. Μετά την παράλληλη σχέση του, ο Τζον έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας του. |
επιτιμώ, επιπλήττωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se infrangete le regole verrete rimproverati. |
πλησιάζω(inseguendo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν! |
κριτικάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho deciso di ricominciare gli studi dopo la morte di mio marito. Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου. |
βιντεοσκοπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία βιντεοσκόπησε τη συνέντευξη και αργότερα τη χρησιμοποίησε ως απόδειξη ενοχής για να τον καταδικάσει. |
ανακαταλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito ha ripreso la piccola città che aveva perso in una battaglia precedente. |
κινηματογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi il regista ha filmato tre scene del film. Ο σκηνοθέτης έχει ήδη γυρίσει τρεις σκηνές από την ταινία. |
τραβάω κτ σε βίντεοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura riprese la recita scolastica dei figli. Η Λώρα τράβηξε σε βίντεο τη σχολική παράσταση των παιδιών της. |
κινηματογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La troupe comincerà presto a filmare. |
επιστρέφω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Torniamo all'argomento a cui avevamo accennato prima. |
ανάκαμψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ripresa dell'economia fu un sollievo per tutti. Η ανάκαμψη της οικονομίας ανακούφισε τους πάντες. |
κινηματογράφηση(cinema, TV) (τηλεόραση, σινεμά κτλ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνέχισηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ripresa dei colloqui di pace avrà luogo la prossima settimana. Η συνέχιση των ειρηνευτικών συνομιλιών θα πραγματοποιηθεί την επόμενη βδομάδα. |
επανέναρξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επανάληψη, επανεμφάνισηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Più tardi in giornata prevediamo una ripresa delle nevicate. |
βελτίωση, ανάκαμψηsostantivo femminile (economia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli esperti hanno notato una ripresa nei valori del mercato immobiliare. Οι αναλυτές βλέπουν μια ανάκαμψη στα στοιχεία στέγασης του περασμένου μήνα. |
ανάκαμψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il governo afferma che l'inversione di tendenza del PIL è un segno di ripresa. |
λήψηsostantivo femminile (cinematografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Va bene gente, questa sarà la nostra quinta ripresa. Facciamola giusta stavolta. Azione! Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η πέμπτη μας λήψη. Ας το πετύχουμε αυτήν τη φορά. Πάμε! |
μάζεμα, στένεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεραπεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il santone tentò di effettuare la guarigione del bimbo malato. Ο πιστός θεραπευτής προσπάθησε να εφαρμόσει μια γιατρειά στο άρρωστο παιδί. |
βελτίωση, καλυτέρευση(της υγείας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il dottore non ha rilevato miglioramenti delle condizioni del paziente. Ο γιατρός δεν είδε καμία βελτίωση (or: καλυτέρευση) στην κατάσταση του ασθενή. |
συνέχιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tornate dopo pranzo per la continuazione della lezione. |
ανάρρωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ripresa improvvisa del paziente ha colto i medici di sorpresa. |
ανάρρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il recupero di Holly dopo la chemioterapia è stato incredibilmente veloce. |
αναζωπύρωση, αναθέρμανση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκτηση, επανάκτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναζωογόνησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βελτίωση, ανάκαμψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Da quando Lucy ha trovato un lavoro con uno stipendio più alto, il suo patrimonio ha avuto un aumento. |
επανέναρξηsostantivo femminile (di negoziazioni, dibattiti, dialoghi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεφρέν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Judith stava canticchiando un ritornello che suonava familiare. Η Τζούντιθ μουρμούριζε ένα γνωστό ρεφρέν. |
επιτάχυνσηsostantivo femminile (veicolo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ripresa di quest'auto è molto migliore di quella che avevo prima. Η επιτάχυνση αυτού του αμαξιού είναι πολύ μεγαλύτερη από του προηγούμενού μου. |
επανάληψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questi simboli all'inizio e alla fine della sezione indicano una ripresa. |
πιέταsostantivo femminile (sartoria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Patricia aveva perso peso, quindi mise una ripresa sulla vita dei pantaloni. |
ανακτώ(κάτι από κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ripresi il mio posto da Frank appena si alzò per andare in bagno. |
ξελαχανιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho dovuto farmi venti rampe di scale. Ci ho messo un bel po' di minuti a riprendere fiato. |
ξυπνάω,ζωντανεύω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È sorprendente come mi basti un pisolino di pochi minuti per riprendere le energie. |
ψέλνω τον εξάψαλμο(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chiunque infranga le regole della scuola può aspettarsi di essere sgridato duramente dal preside. |
ανεβάζω ρυθμούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A questo ritmo, non finiremo mai il lavoro entro giovedì: bisogna andare a ritmi più spediti. |
συνέρχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo molti tentativi per rianimarlo, finalmente ha ripreso i sensi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο. |
διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Erin non poteva pagare il mutuo, così la banca si è riappropriata della sua casa. |
τραβάω φωτογραφία κάτω από τα ρούχα κπverbo transitivo o transitivo pronominale (per rilevare le parti intime) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακτώ τις αισθήσεις μουverbo transitivo o transitivo pronominale |
φτάνω, πλησιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Più veloce! La polizia ci sta raggiungendo! |
ξανακερδίζω, ξαναπαίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo una lunga battaglia legale, il cantante è riuscito finalmente a riprendere il completo controllo del materiale registrato. Se vuoi riconquistare la tua ragazza devi dimostrarle che sei pentito. Μετά από μακροχρόνια δικαστική διαμάχη, ο τραγουδιστής τελικά ξαναπήρε τον πλήρη έλεγχο των ηχογραφήσεων του. Αν θες να ξανακερδίσεις το κορίτσι σου, πρέπει να της δείξεις ότι λυπάσαι. |
συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fecero riprendere i sensi con i sali. Την συνέφεραν με αρωματικά άλατα. |
επιστρέφω, επανέρχομαι(teatro, cinema) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνέρχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il paziente ha ripreso conoscenza subito dopo l'operazione. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
επιπλήττω κπ για κτ
L'insegnante sgridò gli studenti per avere interrotto la lezione. |
επιτιμώ, επιπλήττωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha rimproverato i bambini per aver infranto le regole. |
επιπλήττω, επιτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il preside rimproverò gli scolari per la loro maleducazione. |
ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλιverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιπλήττω, επιτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον επειδή έκανε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante rimproverò Ginny per non aver studiato le tabelline. |
ξαναεμπλέκομαι σε κτ
|
ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila ha ripreso a drogarsi. Η Σίλα ξανακύλησε στα ναρκωτικά. |
επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτverbo intransitivo Dopo la cena ho ripreso a studiare. Μετά το βραδυνό επέστρεψα στη μελέτη μου. |
αφήνω κπ/κτ να πάρει μια ανάσαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo la lunga corsa il fantino fece riprendere fiato al cavallo. |
κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ripresa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ripresa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.