Τι σημαίνει το lontano στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lontano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lontano στο Ιταλικό.

Η λέξη lontano στο Ιταλικό σημαίνει μακριά, μακριά, μακρινός, μακρινός, απόμακρος, μακριά, μακριά, μακριά, σε απόμακρο σημείο, από εδώ, μακριά, μακριά, μακριά, πέρα, μακριά, μακρινός, χωριστά, χώρια, μακριά, μακριά, χωρισμένος, μακριά, μακρινός, απόμακρος, άστοχος, εξωτερικός, μακριά από κπ/κτ, απομακρυσμένος, μακρινός, απομακρυσμένος, απέχω πολύ, μακριά, -, πολύ, απόμερος, απόμακρος, μακρινός, απόμακρος, μακρινός, απομακρυσμένος, απομακρυσμένος, που έχει πέσει έξω, απομακρύνω, διώχνω, -, ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός, που βλέπει μακριά, μακριά, κοντά και μακριά, ασυναφής, άσχετος, ο πιο απομακρυσμένος, εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός, μακριά, από απόσταση, από μακριά, πολύ μακριά, αρκετά μακριά, πολύ καιρό πριν, αρκετά μακριά, σύντομα, πιο μπροστά, Είναι αρκετή απόσταση, πόσο μακριά, σχετικά κοντινός σε, πέρα μακριά, μακριά από το σπίτι, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται, μακρινό μέλλον, μακρινό παρελθόν, μακρινό παρελθόν, μακρινός ξάδερφος, μακρινός συγγενής, σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών, μακριά από, μακριά από, μακριά από κπ/κτ, μένω μακριά από κπ/κτ, πηγαίνω μπροστά, αποφεύγω, αποφεύγω, ρίχνω καλύτερη βολή, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, διώχνω, μακρινός, εκτός πανεπιστημιούπολης, εκτός των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, πιο μακριά, παρασκηνιακά, αρκετά, παρελθόν, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, απομακρύνω κτ από κπ/κτ, κρατάω απόσταση από, αποφεύγω, μένω μακριά από κπ/κτ, κρατάω μακριά, κρατάω πίσω, απέχω από κτ, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, απομακρύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lontano

μακριά

avverbio (σε απόσταση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Riuscivo a vedere il profilo dei tetti lontano all'orizzonte.
Μπορούσα να δω τη γραμμή του ορίζοντα πέρα μακριά.

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mia famiglia vive lontano.
Η οικογένειά μου ζει μακριά.

μακρινός

aggettivo (tempo) (χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In un lontano passato eravamo amici intimi.
Στο μακρινό παρελθόν υπήρξαμε στενοί φίλοι.

μακρινός, απόμακρος

aggettivo (απόσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono arrivati qui da un paese lontano.
Ήρθαν εδώ από μια μακρινή χώρα.

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lontano, Eric riusciva appena a distinguere un villaggio

σε απόμακρο σημείο

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Casa loro era lontano su un promontorio spazzato dal vento.

από εδώ

avverbio (απόσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia famiglia vive molto lontano.
Η οικογένειά μου είναι πολύ μακριά από εδώ.

μακριά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uguaglianza tra i sessi è ancora lontana molti anni.
Η ισότητα των φύλων απέχει πολλά χρόνια ακόμα.

μακριά

avverbio (απόσταση που διανύθηκε)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha camminato lontano stamattina, quasi dieci chilometri.
Περπάτησε μακριά σήμερα το πρωί, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μπορούμε να πάμε με το ποδήλατο. Είναι μόνο 2 μίλια μακριά.

πέρα, μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Da lontano si sentiva il rumore di una cascata.
Από μακριά ακούστηκε ο ήχος ενός καταρράκτη.

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il presidente è un mio lontano cugino.

χωριστά, χώρια

aggettivo (distanza)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lui e sua moglie erano lontani l'uno dall'altra.

μακριά

(από κάποιον/κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tieniti lontano da lui. È pericoloso.
Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si è incamminata lontano da lui.
Περπάτησε μακριά του.

χωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Non è un brutto ritratto a parte i suoi occhi che sono troppo distanziati.

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La corrente ha portato il canotto del ragazzino lontano al largo.

μακρινός, απόμακρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piacerebbe moltissimo viaggiare in terre lontane e vivere delle nuove avventure.

άστοχος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il colpo è finito lontano dal bersaglio.
Η βολή ήταν άστοχη.

εξωτερικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I pianeti periferici del nostro sistema solare sono: Giove, Saturno, Urano e Nettuno.
Οι εξωτερικοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας.

μακριά από κπ/κτ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hanno vissuto lontani per anni: lei a Madrid, lui a Washington.
Έζησαν χωριστά για χρόνια. Αυτή ήταν στη Μαδρίτη κι αυτός στην Ουάσινγκτον.

απομακρυσμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Andranno a campeggiare nei boschi lontani.

μακρινός

(di terre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απομακρυσμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il paese è un po' lontano, dietro le colline.

απέχω πολύ

aggettivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua posa calma e impassibile era la cosa più distante che ci potesse essere dai capricci del suo carattere.

μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Poteva vedere la montagna, lontano.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha sparato lontano dal bersaglio.
Η Σέλλεϋ πυροβόλησε αλλά αστόχησε κατά πολύ.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È molto lontano nel futuro.
Αυτό είναι στο πολύ μακρινό μέλλον.

απόμερος, απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός, απόμακρος

aggettivo (σε χώρο, χρόνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abita in un remoto villaggio a 100 km da qui.
Ζει σ' ένα μακρινό (or: απόμακρο) χωριό, περίπου 100 χμ από 'δω.

μακρινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katya è americana, ma i suoi genitori vengono da una terra lontana.

απομακρυσμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Roosevelt lottò per portare l'elettricità fin nelle zone più remote degli USA.
Ο Ρούσβελτ προσπάθησε να φέρει τον ηλεκτρισμό στις πιο απομακρυσμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.

απομακρυσμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo affittato un'auto ed esplorato alcuni dei posti fuori mano dell'isola.
Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και εξερευνήσαμε απομακρυσμένα σημεία του νησιού.

που έχει πέσει έξω

aggettivo (figurato: sbagliato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tua stima non era troppo lontana dal vero.

απομακρύνω, διώχνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni abusano di alcol o droghe per rimuovere i brutti ricordi.
Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις.

-

aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il ricercatore voleva studiare il tempo nell'estremo nord.
Ο ερευνητής ήθελε να μελετήσει το κλίμα των βορειότερων περιοχών.

ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Nelle giornate limpide si riesce a vedere la montagna più lontana da qui.

που βλέπει μακριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακριά

(ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La Cina e la Romania godono di un'amicizia duratura nonostante i due paesi siano molto distanti.

κοντά και μακριά

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mettere a fuoco la macchina fotografica può essere un problema negli scatti in cui gli oggetti sono vicini e lontani.

ασυναφής, άσχετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο πιο απομακρυσμένος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακριά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Springfield è lontana da qui.
Το Σπρίνγκφιλντ είναι μακριά από εδώ.

από απόσταση, από μακριά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'ho sempre ammirata da lontano perché non ho mai avuto il coraggio di parlarle di persona.

πολύ μακριά, αρκετά μακριά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Volevo camminare fino a Parigi ma era troppo lontano per me.

πολύ καιρό πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60.

αρκετά μακριά

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιο μπροστά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Είναι αρκετή απόσταση

(lontano)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόσο μακριά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quanto distante puoi andare con un pieno di benzina?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

σχετικά κοντινός σε

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il parco non è lontano da qui: continua su questa strada e poi svolta a sinistra.
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

πέρα μακριά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακριά από το σπίτι

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακρινό μέλλον

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Prima di fare progetti per il lontano futuro assicuriamoci di poter sfamare tutti adesso.

μακρινό παρελθόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La luce che vedi dalle stelle viene da un lontano passato.

μακρινό παρελθόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo rudere è stato abitato da una famiglia di fattori in un qualche punto in un lontano passato.

μακρινός ξάδερφος

sostantivo maschile

Mia sorella e suo marito sono lontani cugini.
Η αδερφή μου και ο άντρας της είναι μακρινά ξαδέρφια.

μακρινός συγγενής

sostantivo maschile

σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μακριά από

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dopo la discussione hanno deciso di mantenersi ben lontano uno dall'altro.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

μακριά από

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lontano dall'epicentro del terremoto i danni erano più lievi.
Μακριά από το επίκεντρο του σεισμού υπήρχαν λιγότερες ζημιές.

μακριά από κπ/κτ

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il paese dove sono cresciuto è lontano da qui.

μένω μακριά από κπ/κτ

(μεταφορικά)

πηγαίνω μπροστά

verbo intransitivo (figurato: avere successo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia sorella è una scrittrice di talento; andrà lontano.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy ce l'ha con te per ora, penso che dovresti starle alla larga per un po'.
Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο.

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stai lontano da quel ragazzo perché porta guai.

ρίχνω καλύτερη βολή

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (αθλητισμός)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo spray allontana le zanzare.
Αυτό το σπρέι θα σε βοηθήσει να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια.

μακρινός

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτός πανεπιστημιούπολης, εκτός των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο μακριά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Di tutti i miei fratelli io sono quello che ha viaggiato più lontano.

παρασκηνιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lontano dalla scena, il regista furioso urlava contro gli attori.

αρκετά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παρελθόν

sostantivo maschile (figurato: non più un problema) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα.

απομακρύνω κτ από κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La mamma ha messo il bicchiere lontano dalla portata del bambino.

κρατάω απόσταση από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
State lontani dal nastro rosso per favore, e lasciate passare i pompieri.
Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα.

αποφεύγω

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μένω μακριά από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stai lontano da me! Ho il morbillo.
Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά.

κρατάω μακριά, κρατάω πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

Un recinto attorno alla pista della gara tiene lontani gli spettatori.

απέχω από κτ

(figurato)

Voglio dimagrire, perciò per un po' starò lontano dal cioccolato.
Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sono molte cose che si possono fare per tenere lontane le zanzare.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre spostò il bicchiere lontano dalla portata della bambina.
Η μητέρα απομάκρυνε το ποτήρι ώστε να μην το φτάνει το παιδί.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lontano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.