Τι σημαίνει το ragazzo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ragazzo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ragazzo στο Ιταλικό.

Η λέξη ragazzo στο Ιταλικό σημαίνει κορίτσι, κορίτσι, κορίτσι, κοπέλα, κοπελιά, τύπισσα, κοπελιά, κοπελιά, κοπέλα, γυναίκα, κοπέλα, κοπελιά, κοπέλα, κοπελιά, φιλενάδα, γυναίκα, κοπέλα, συνοδός, γκόμενα, γκομενίτσα, καλός, αγαπητικός, γιόκας, κανακάρης, φίλος, τύπος, γιε μου, γιόκα μου, πιτσιρίκος, αγόρι, παλικάρι, νεαρός, αγόρι, αγόρι, αγόρι, φίλος, μικρός, μικρή, νεαρός, έφηβος, αγόρι, νεαρέ, παιδί, νεαρός, φιλαράκι, έφηβος, έφηβη, νεολαία, αγόρι, νεαρός, άντρας, κόρη, μαζορέτα, άχρηστος, άχρηστη, πω πω, καλώς τα μας, ομορφούλης, ομορφούλα, κοπέλα, ενζενί, νεαρή εφημεριδοπώλισσα, γυναίκα των ονείρων μου, αδιάφορη, γυναίκα καριέρας, προσκοπίνα, pinup girl, ελεύθερη κοπέλα, ωραία κοπέλα, υλίστρια, κορίτσι για σπίτι, καλό κορίτσι, αγοροκόριτσο, κολ γκερλ, call girl, γειτόνισσα, κορίτσι της πόλης, πρόσκοπος, προσκοπίνα, κοπέλα, κοκκαλιάρα, γυναίκα των ονείρων μου, πατριώτισσα, που το παίζει καλός, το κορίτσι του εξωφύλλου, τσουλάκι, τσουλί, εκδιδόμενη, βγαίνω ραντεβού, είμαι μαζορέτα, είμαι τσιρλίντερ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ragazzo

κορίτσι

sostantivo femminile (ηλικία, εφηβεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha quattordici anni ed ha cominciato a notare le ragazze.
Είναι δεκατεσσάρων και έχει αρχίσει να προσέχει τα κορίτσια.

κορίτσι

sostantivo femminile (familiare, fidanzata, innamorata)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amo la mia ragazza e intendo sposarla.
Αγαπώ την κοπέλα μου και θέλω πολύ να την παντρευτώ.

κορίτσι

(fidanzata) (συνήθως σε νεαρές ηλικίες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non hai ancora incontrato la mia ragazza? Stiamo insieme da due anni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είδες γκόμενα ο Γιώργος;

κοπέλα, κοπελιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chi è quella ragazza nuova che lavora alla reception?
Ποια είναι η καινούρια κοπελιά που δουλεύει στην υποδοχή;

τύπισσα, κοπελιά

sostantivo femminile (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lavoravo con una ragazza di quel quartiere.

κοπελιά, κοπέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane vestiva i panni di una ragazza in una commedia elisabettiana.

γυναίκα, κοπέλα

sostantivo femminile (Australia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοπελιά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοπέλα, κοπελιά, φιλενάδα

(fidanzata)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prima era la ragazza di Jake, ma ora si sono lasciati.
Ήταν η κοπελιά του Jake αλλά χώρισαν.

γυναίκα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esce insieme a una ragazza bionda con delle gambe lunghe.
Βγαίνει με μια ξανθιά γκόμενα με μακριά πόδια.

κοπέλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνοδός

(maschio)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γκόμενα, γκομενίτσα

(αργκό, πιθανώς προσβλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nuova donna di Simon è incredibilmente meravigliosa.

καλός, αγαπητικός

(relazioni sentimentali) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sembra che Helena abbia un nuovo ragazzo; la porterà al cinema stasera.

γιόκας, κανακάρης

(appellativo) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φίλος

sostantivo maschile (fidanzato) (μτφ: ερωτικός σύντροφος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie e il suo ragazzo si frequentano da due anni.
Η Τζούλι και ο σύντροφός της βγαίνουν εδώ και δύο χρόνια.

τύπος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'è un ragazzo all'incrocio che vende gelati.
Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό.

γιε μου, γιόκα μου

(appellativo) (προσφώνηση, καθομ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιτσιρίκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγόρι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono due ragazzi che vanno in bicicletta fuori.
Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω.

παλικάρι

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγόρι

(fidanzato) (ερωτική σχέση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγόρι

sostantivo maschile (fidanzato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγόρι

sostantivo maschile (figurato: maschio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono troppo occupata a studiare per gli esami per pensare ai ragazzi.
Είμαι πολύ απασχολημένη με το διάβασμα για τα διαγωνίσματά μου για να σκεφτώ αγόρια.

φίλος

sostantivo maschile (informale: fidanzato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grace, ce l'hai il ragazzo?

μικρός, μικρή

Ως άγαμη μητέρα, η Χέλεν έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της δύο μικρά.

νεαρός

(figurato: cameriere, ecc.) (με μειωτική έννοια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Portami le pantofole, ragazzo.

έφηβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mio figlio assomiglia a sua madre.
Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του.

νεαρέ

sostantivo maschile (σε κλητική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Paul ha detto: "Ragazzo, vieni qui e dammi la mano!"

παιδί

(informale) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi piace Geoff: è un tipo simpatico.

νεαρός

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un ragazzo stava camminando verso la scuola.
Ένα νεαρό αγόρι περπατούσε προς το σχολείο.

φιλαράκι

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έφηβος, έφηβη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I ragazzini hanno bisogno di un posto dove potersi incontrare dopo la scuola.
Οι έφηβοι χρειάζονται ένα μέρος για να συναντιούνται μετά το σχολείο.

νεολαία

sostantivo maschile (ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγόρι

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I giovani furono messi in prigione per il crimine, ma erano troppo giovani per la sentenza massima.

άντρας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tutti i ragazzi sono andati a svolgere il servizio militare.

κόρη

(παλαιό, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La signorina saltellava nel prato.
Η νεαρή παρθένα χοροπηδούσε στο λιβάδι.

μαζορέτα

(sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le cheerleader sono spesso le più ammirate della scuola.

άχρηστος, άχρηστη

(αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πω πω, καλώς τα μας

interiezione (ΗΠΑ, αργκό, για σεξουαλική έλξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομορφούλης, ομορφούλα

(ragazza) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Chi è quella ragazza carina con la maglietta blu?
Ποιος είναι ο ομορφούλης με το μπλε μπλουζάκι;

κοπέλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενζενί

sostantivo femminile (αφελής, απλοϊκή κοπέλα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νεαρή εφημεριδοπώλισσα

sostantivo femminile (che vende giornali in strada o a domicilio)

γυναίκα των ονείρων μου

sostantivo femminile (ιδανική γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spesso la ragazza ideale esiste solo nei sogni.

αδιάφορη

(μόνο θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci siamo stupiti tutti quando Ana ha detto che aveva firmato un contratto come modella: è sempre stata una ragazza insignificante.

γυναίκα καριέρας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella sì, che è una ragazza in carriera!

προσκοπίνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

pinup girl

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quel tizio ha il muro della camera da letto tappezzato con riviste di ragazze pinup.

ελεύθερη κοπέλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωραία κοπέλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υλίστρια

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κορίτσι για σπίτι

sostantivo femminile (μτφ: κατάλληλη για γάμο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλό κορίτσι

sostantivo femminile

αγοροκόριτσο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολ γκερλ, call girl

(figurato) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γειτόνισσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορίτσι της πόλης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόσκοπος, προσκοπίνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula è una scout.
Η Πόλα είναι πρόσκοπος.

κοπέλα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una ragazza vivace come lei non potrebbe mai essere costretta al matrimonio.

κοκκαλιάρα

Siamo abituati a vedere sfilare sulle passerelle ragazze esili spaventosamente magre.

γυναίκα των ονείρων μου

sostantivo maschile (επιθυμητή γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il calendario include una raccolta di ragazze dei sogni in bikini.

πατριώτισσα

sostantivo femminile (καθομ: συμπατριώτισσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που το παίζει καλός

(peggiorativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το κορίτσι του εξωφύλλου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσουλάκι, τσουλί

sostantivo femminile (υβριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκδιδόμενη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βγαίνω ραντεβού

(frequentare [qlcn])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'adolescente è troppo piccolo per uscire con una ragazza.

είμαι μαζορέτα, είμαι τσιρλίντερ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Faccio la cheerleader da tre anni.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ragazzo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.