Τι σημαίνει το ancora στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ancora στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ancora στο Ιταλικό.
Η λέξη ancora στο Ιταλικό σημαίνει ακόμα, άγκυρα, ακόμα, ακόμα, ακόμα, ακόμα, στήριγμα, άγκυρα, ξανά, πάλι, άλλος ένας, κι άλλος ένας, επιπρόσθετος, ακόμα, άλλος, άλλος, πάλι, ξανά, ακόμα, άλλος, αράζω, στήριγμα, υπόλοιπος, λοιπός, κατάλοιπος, παιδί, παιδαρέλι, μωρό, αγκυροβολώ, βρώσιμος, φαγώσιμος, εκλέπτυνση, καυτός, αγέννητος, άληκτος, μη εστεμμένος, ασχημάτιστος, που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια, πολύ καλύτερος, άλλος, ακόμα ένας, ακόμα καλύτερος, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ακόμα εδώ, προς επιβεβαίωση, χαλασμένος, ξανά και ξανά, και ακόμα περισσότερο, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, ακόμα και τώρα, όχι ακόμα, ξανά, πάλι, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, φοιτητής, φοιτήτρια, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, πάω ένα βήμα παραπέρα, τρώω άλλη μια μερίδα, παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός, ζωντανεύω, ζωντανεύω, δεν έχει εκκολαφθεί, ακόμα καλύτερος, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο, πολύ λιγότερο, ακόμα καλύτερα, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ακόμα περισσότερο, σανίδα σωτηρίας, άπειρος, ακόμα ένας, ανεκπλήρωτος, στο μέλλον, μελλοντικά, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα, κι άλλο!, ανκόρ!, πλωτή άγκυρα, κι άλλοι, πιο πολλοί, άλλη μία φορά, αλυσίδα, είμαι αγκυροβολημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ancora
ακόμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi sento ancora peggio di come appaio. Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω. |
άγκυραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ancora della nave era più piccola di quanto si credeva. Η άγκυρα του πλοίου ήταν μικρότερη από το αναμενόμενο. |
ακόμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non aveva fatto colazione, ma non aveva ancora fame. Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε. |
ακόμαavverbio (in frasi negative) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non posso parlargli; non siamo stati ancora presentati. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα. |
ακόμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non c'è ancora. Δεν έχει έρθει ακόμα. |
ακόμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Con delicatezza ancora maggiore disse che non intendeva mangiare oltre. Με ακόμα μεγαλύτερη λεπτότητα είπε ότι δεν θα έτρωγε τίποτα άλλο. |
στήριγμαsostantivo femminile (figurato: che rende stabile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il reddito fisso e l'atteggiamento materno di Nancy erano un'ancora per tutta la famiglia. Το σταθερό εισόδημα της Νάνσι και η μητρική της φροντίδα ήταν ένα στήριγμα για όλη την οικογένεια. |
άγκυραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nate ha gettato l'ancora verso il fondo dell'oceano. |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mio marito non stava ascoltando, perciò dovetti raccontare la storia di nuovo. |
άλλος ένας, κι άλλος ένας(ulteriore) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vorrei un'altra tazza di caffè, per favore. Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. |
επιπρόσθετος(παραπάνω από το κανονικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε. |
ακόμα(interrogativa) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siamo già arrivati? Φτάσαμε ή ακόμα; |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Θέλεις άλλο γάλα; |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ho solo un'altra cosa da fare. Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω. |
πάλι, ξανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Che divertente! Facciamolo di nuovo! // Oddio! L'ho fatto un'altra volta! Πλάκα είχε αυτό! Ας το ξανακάνουμε. Ωχ, όχι! Το ξαναέκανα. |
ακόμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho ancora un altro morso di zanzara. Έχω άλλο ένα τσίμπημα από κουνούπι. |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο; |
αράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capitano ha ancorato la barca vicino alla battigia. Το πλοίο αγκυροβόλησε κοντά στην ακτή. |
στήριγμαsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Bebe è stata l'ancora di salvezza di Dexter quando la madre di quest'ultimo è morta. |
υπόλοιπος, λοιπός, κατάλοιπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παιδί, παιδαρέλι, μωρόsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non ci si può aspettare che un bambino capisca il mercato azionario. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις; |
αγκυροβολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nave si è ancorata a Port Arthur. |
βρώσιμος, φαγώσιμοςaggettivo (φρούτο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non so se quella mela è commestibile: guarda le ammaccature che ha. |
εκλέπτυνση(τρόποι, συμπεριφορά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καυτός(υπερβολικά ζεστός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Servite il caffè caldo. |
αγέννητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il bambino non ancora nato si sviluppa nel grembo materno. |
άληκτοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη εστεμμένοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασχημάτιστοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντιαaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli hanno dato solo tre mesi di vita ma lui resiste ancora. |
πολύ καλύτερος(superiore) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vino francese è buono, ma quello californiano è molto meglio. |
άλλοςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ti darò un'altra possibilità. |
ακόμα έναςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
ακόμα καλύτεροςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο(ακολουθεί επίθετο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli episodi di questa stagione di "Amore o desiderio" in TV sono ancora meno interessanti di quelli della stagione precedente. |
ακόμα εδώ(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προς επιβεβαίωση
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
χαλασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ξανά και ξανά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I ginnasti e i pattinatori artistici devono allenarsi provando ripetutamente lo stesso programma. Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά. |
και ακόμα περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άλλη μια φοράlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti applaudirono e il gruppo uscì a suonare ancora una volta. Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει. |
άλλη μια φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άλλη μια φοράavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per favore, può ripetere di nuovo la domanda? |
πάλι από την αρχή, από την αρχήavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Quella smorfia era troppo buffa, ti prego falla di nuovo. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμα και τώραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ancora oggi ci sono persone che credono che lo sbarco sulla luna fu un falso. |
όχι ακόμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non padroneggio ancora bene lo spagnolo. Δεν μιλάω ακόμα άπταιστα ισπανικά. |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non ci credo, sei arrivato di nuovo in ritardo! È arrivato ancora una volta in ritardo con scuse ancor più frivole. Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα. |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροavverbio (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In genere questa strada è molto trafficata e lo è ancora di più nelle ore di punta. |
ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) È rimasta un sacco di torta, ne vuoi ancora un po'? |
πάω ένα βήμα παραπέραverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quest'anno la squadra ha fatto ancora di più e ha vinto entrambi i trofei locali. |
τρώω άλλη μια μερίδαverbo riflessivo o intransitivo pronominale (cibo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel budino era delizioso. Posso servirmi di nuovo? Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ; |
παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστόςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'antico detto "chi risparmia non teme il bisogno" è vero ancora oggi. |
ζωντανεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζωντανεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν έχει εκκολαφθείlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακόμα καλύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Vuoi ancora un po' di tè? |
άλλη μια φορά, ακόμα μια φοράavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha ancora una volta fallito l'esame. Mio figlio si è dimenticato ancora una volta di rifare il letto. Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του. |
ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η επαγρύπνηση είναι ακόμα πιο απαραίτητη τώρα απ' ό,τι πριν από δύο χρόνια. Αν το κάνεις αυτό για εκείνη, θα σε αγαπήσει ακόμα περισσότερο. |
πολύ λιγότεροavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se lei mi piacesse ancora meno, non mi piacerebbe affatto! |
ακόμα καλύτεραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Suona la chitarra meglio ancora di quanto immaginassimo inizialmente. Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε. |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότεροavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακόμα περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Piangere di fronte a lei lo mise in imbarazzo, ma la cosa la fece innamorare ancora di più. Ντράπηκε που έκλαψε μπροστά της, αλλά αυτό την έκανε να τον αγαπήσει ακόμα περισσότερο. |
σανίδα σωτηρίαςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Quella strada è l'ancora di salvezza della città e deve essere lasciata aperta nonostante la neve. |
άπειροςsostantivo femminile (figurato: che non si conosce ancora) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα. |
ακόμα έναςpronome (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Per favore, posso averne ancora uno? |
ανεκπλήρωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο μέλλον, μελλοντικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμαlocuzione avverbiale (di tempo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bambina chiese a sua madre se poteva continuare a giocare fuori ancora un po'. |
κι άλλο!, ανκόρ!interiezione (a concerti, spettacoli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Il pubblico si alzò in piedi ad applaudire e gridare: "Bis!" Τα μέλη του ακροατηρίου σηκώθηκαν όρθια και χειροκροτούσαν. «Κι άλλο!» φώναζαν. |
πλωτή άγκυραsostantivo femminile |
κι άλλοι, πιο πολλοί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι). |
άλλη μία φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλυσίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ponte della nave è scivoloso, stai quindi attento a non inciampare sulla catena dell'ancora. |
είμαι αγκυροβολημένοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) C'era un peschereccio all'ancora nella baia. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ancora στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ancora
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.