Τι σημαίνει το bello στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bello στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bello στο Ιταλικό.

Η λέξη bello στο Ιταλικό σημαίνει περίτεχνος, ομορφιά, ωραίος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, ωραίος, υπέροχος, όμορφος, ωραίος, καλός, ωραίος, όμορφος, καλός, καθαρός, καθαρός, ωραίος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, γοητευτικός, ωραίος, ωραίος, όμορφος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, ωραίος, ωραίος, όμορφος, χαριτωμένος, ωραίος, όμορφος, καλός, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, καλός, ωραίος, φίλε, φιλαράκι, πολύτιμος, καλός, ωραίος, καλός, ωραίος, όμορφος, καλός, καλός, ωραίος, ευχάριστος, φίλε, όχι και..., εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, ελκυστικός, γοητευτικός, ωραίος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, άνετος, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, ωραίος, γενναιόδωρος, χάλι, ομορφιά, ωραίο, καλό, όμορφος, εμφανίσιμος, αισθητικά ευχάριστος, αρκετά δύσκολος, κοινός, πολύ γοητευτικός, μακάρι να, στη μέση, πολύ καλός για να είναι αληθινός, φιλαράκο, στολίζομαι, καλλωπίζομαι, φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον, ωραία, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, αμάν, τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!, η καλύτερη στιγμή της ζωής σου, η ομορφιά είναι υποκειμενική, Σούπερ!, είμαι τόσο καλός όσο λένε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bello

περίτεχνος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La decorazione su questo orologio francese è molto bella.

ομορφιά

aggettivo (enfatico, ironico) (ειρωνικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È una bella verruca.

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che vista meravigliosa sul mare!
Τι ωραία (or: όμορφη) θέα στη θάλασσα!

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tua figlia è stupenda.
Η κόρη σου είναι ωραία (or: όμορφη) κοπέλα.

ωραίος, υπέροχος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata una giornata meravigliosa.
Ήταν μια ωραία μέρα.

ωραίος, καλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi sarà una bella giornata. Non c'è nemmeno una nuvola in cielo!
Σήμερα θα είναι μια ωραία ημέρα. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό!

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene è un bel ragazzo.
Ο Γιουτζίν είναι ωραίος άντρας.

καλός

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa casa ha bisogno di una bella pulita.

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha una bella pelle.

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho scritto la bozza di un saggio, ora devo scriverlo in bella copia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κατά λάθος πέταξα την καθορογραμμένη εργασία μου στα σκουπίδια!

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il cavaliere pensava che la sua fanciulla fosse molto bella.
Ο ιππότης νόμιζε ότι η δεσποσύνη του ήταν πολύ ωραία (or: όμορφη).

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tua figlia è molto carina con quel vestito.
Η κόρη σου είναι πολύ χαριτωμένη με αυτό το φόρεμα.

γοητευτικός, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un bell'uomo.
Είναι γοητευτικός (or: ωραίος) άνδρας.

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi fiori sono davvero molto belli.
Τι ωραία λουλούδια!

όμορφος, ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una ragazza bella, la nostra Angie.

όμορφος, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαριτωμένος

aggettivo (πράγμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pilar teneva in mano un bell'orsacchiotto imbottito.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κρατούσε ένα χαριτωμένο αρκουδάκι.

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ecco una bella foto del lago al tramonto.
Αυτή είναι μια ωραία φωτογραφία της λίμνης το ηλιοβασίλεμα.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ultimamente il tempo è davvero piacevole.
Τελευταία έχουμε πολύ καλό καιρό.

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

aggettivo (estetica, rivolto a persone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma guarda un po'! Che bel giovanotto che sei diventato!

καλός, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi il tempo è bello.
Ο καιρός είναι καλός (or: ωραίος) σήμερα.

φίλε, φιλαράκι

interiezione (appellativo, peggiorativo) (ειρωνικό, καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ascolta, bello, perché non ti fai i fatti tuoi?
Άκου, φιλαράκι, γιατί δεν κοιτάς τη δουλειά σου;

πολύτιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sophie conservava dei cari ricordi del suo periodo a Parigi.
Η Σόφι είχε ανεκτίμητες αναμνήσεις από την περίοδο που ήταν στο Παρίσι.

καλός, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato un bel tiro in porta.

καλός

aggettivo (καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi sarà una bella giornata primaverile: caldo con poche nuvole.
Σήμερα θα είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, ζεστή με λίγα σύννεφα.

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quella è una bella macchina nuova!

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le previsioni del tempo sono buone per domani.
Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός.

καλός, ωραίος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha fatto una presentazione brillante.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi non ha fatto troppo caldo ma c'è stato il sole: davvero molto piacevole.

φίλε

(informale) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Come va, amico?
Φίλε (or: Φιλαράκι), τι κάνεις;

όχι και...

aggettivo (επιλογή κατάλληλου επιθέτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È un bel livido quello che ti sei fatta.
Τι μελανιά είναι αυτή που έχεις;

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

aggettivo (estetica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel Collie di razza pura è un cane stupendo.

ελκυστικός, γοητευτικός

aggettivo (rivolto a persone) (φυσική ομορφιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lei è carina, ma sua sorella è ancora più bella.
Είναι ελκυστική (or: γοητευτική), αλλά η αδερφή της είναι ακόμα πιο όμορφη.

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nuova ragazza di Garrett è carina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κοπέλα σου είναι νόστιμη.

ωραίος, όμορφος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quella casa è bella a vedersi, ora che è stata dipinta di fresco.
Εκείνο το σπίτι είναι ωραίο τώρα που βάφτηκε.

άνετος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La squadra aveva un vantaggio rassicurante durante la partita.
Η ομάδα είχε άνετο προβάδισμα στον αγώνα.

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

aggettivo (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai tenuto un ottimo discorso.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

ωραίος

aggettivo (ironico) (ειρωνικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bel dottore è lei! Mi si è perforata l'appendice e lei mi ha dato un'aspirina!
Ωραίος γιατρός είσαι! Έσπασε η σκωληκοειδίτιδά μου και εσύ μου έδωσες ασπιρίνη!

γενναιόδωρος

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ha dato una generosa porzione di patate.

χάλι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che brutto livido che ti sei fatto; che è successo?
Τι χάλι μελανιά είναι αυτή; Τι έγινε;

ομορφιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il bello ha più valore del brutto?

ωραίο, καλό

sostantivo maschile (cosa positiva)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il bello di questo lavoro è l'orario breve.

όμορφος, εμφανίσιμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αισθητικά ευχάριστος

Mi piace quel giardino: trovo bello esteticamente il contrasto tra le curve e le linee dritte. Ciò che riteniamo esteticamente piacevole dipende da ciò che ci hanno insegnato essere alla moda.

αρκετά δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wow! Quel test era piuttosto difficile.
Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο.

κοινός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ γοητευτικός

locuzione aggettivale (figurato, informale)

μακάρι να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarebbe bello se parlassimo di cosa ti infastidisce.
Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί.

στη μέση

locuzione avverbiale (informale)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ καλός για να είναι αληθινός

locuzione aggettivale (espressione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φιλαράκο

sostantivo maschile (ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se non la smetti di parlare, caro mio, finirà male!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου!

στολίζομαι, καλλωπίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelle onde hanno un bell'aspetto per i surfisti. Quel pesce ha un bell'aspetto!

ωραία

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Che bello! Gelato gratis!

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hai una nuova macchina? Fantastico!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

αμάν

interiezione (informale, ironico)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Che gioia! Mio marito mi ha lasciato tutti i piatti da lavare!

τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!

interiezione (τρυφερότητα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Guarda il gattino che si accoccola al bambino. Che bello!

η καλύτερη στιγμή της ζωής σου

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Spesso ripenso a quel periodo e credo che sia stato il migliore della mia vita. // Nancy sta passando il periodo più bello della sua vita in Italia.

η ομορφιά είναι υποκειμενική

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σούπερ!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Wow! Stai proprio bene!

είμαι τόσο καλός όσο λένε

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bello στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.