Τι σημαίνει το previsto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης previsto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του previsto στο Ιταλικό.
Η λέξη previsto στο Ιταλικό σημαίνει προβλέπω, προβλέπω, προφητεύω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, αναμένω, περιμένω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, προβλέπω, υπαγορεύω, αναμένω, προβλέπω, προβλέπω, προοιωνίζομαι, προμηνύω, προδιαγράφω, θεωρώ δεδομένο, αναμένω, περιμένω, υπολογίζω, λογαριάζω, αναμένω, περιμένω, προφητεύω, μαντεύω, συνυπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, υπολογίζω, λογαριάζω, προβλέπω, εκτιμώ, απαιτώ, προβλεπόμενος, αναμενόμενος, προσδοκώμενος, προβλεπόμενος, επιθυμητός, προγραμματισμένος, προαναγγελθείς, αναμενόμενος, έχω προγραμματίσει κτ, υπόψη, δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο, προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλον, προβλέπω το μέλλον, σημαίνω, αναμένω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, προφητεύω, αναμένω, περιμένω, απαιτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης previsto
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La proposta di legge prevede due tipi di sanzione. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per l'anno prossimo gli esperti prevedono sorti migliori per l'azienda. Οι ειδικοί προβλέπουν καλύτερη τύχη για την εταιρεία την επόμενη χρονιά. |
προφητεύω, προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non c'era alcun modo di prevedere cosa sarebbe successo. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (meteo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il meteorologo ha previsto pioggia per tutta la settimana. Ο μετεωρολόγος προβλέπει βροχή για όλη την εβδομάδα. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ditta prevede dei buoni profitti di fine anno. Η εταιρεία προβλέπει καλά κέρδη στο τέλος του χρόνου. |
προβλέπω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Betty prevedeva che Paul avrebbe ottenuto un posto a Oxford. Η Μπέττυ προέβλεψε ότι ο Πωλ θα έμπαινε στην Οξφόρδη. |
αναμένω, περιμένω(seguito da proposizione subordinata) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manager prevede che il negozio riapra a marzo, una volta terminati i lavori di ristrutturazione. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (meteo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il meteo prevede cielo sereno e temperature elevate. Το δελτίο καιρού προβλέπει καθαρό ουρανό και υψηλές θερμοκρασίες. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sensitiva affermò di prevedere il successo finanziario della cliente. Το μέντιουμ ισχυριζόταν ότι έβλεπε οικονομική επιτυχία για τον πελάτη της. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβλέπω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim non aveva previsto che l'ex moglie si sarebbe sposata di nuovo. Ο Τιμ δεν προέβλεψε πως η πρώην σύζυγός του θα ξαναπαντρευόταν όντως. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il contratto prevede che il proprietario paghi la manutenzione. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investitore ha svenduto le sue azioni perché un economista ha previsto un crollo del mercato. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'economista ha creato dei modelli statistici che possono prevedere i prezzi futuri del mercato con gran precisione. |
προβλέπω, υπαγορεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per questo reato la legge prevede il carcere. |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Περιμένω (or: πιστεύω) ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maestro di scacchi ha anticipato la mossa dell'avversario e l'ha bloccata rapidamente. Ο εξπέρ σκακιστής προέβλεψε την επόμενη κίνηση του αντιπάλου του και τον μπλόκαρε άμεσα. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Χάρη στην οξυδέρκειά του προέγνωσε (or: προέβλεψε) έγκαιρα τον κίνδυνο. |
προοιωνίζομαι, προμηνύω, προδιαγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diffusa instabilità politica era un presagio di guerra civile. Η ευρεία πολιτική αναταραχή προοιωνιζόταν εμφύλιο πόλεμο. |
θεωρώ δεδομένοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tua teoria presuppone che il tempo sia esistito all'inizio dell'universo. |
αναμένω, περιμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia si aspetta (or: si attende) disordini alla marcia di protesta. Η αστυνομία περιμένει επεισόδια στη διαδήλωση. |
υπολογίζω, λογαριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci aspettiamo che sarete qui per cena. |
αναμένω, περιμένω(κτ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο γιατρός περίμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος να έρθουν την Τρίτη, αλλά άργησαν. |
προφητεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcune persone affermano che Nostradamus ha predetto molti degli eventi più importanti nella storia del mondo. |
μαντεύω(cose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνυπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile prevedere quanto tempo servirà per la mossa. |
υπολογίζω, λογαριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non hai ponderato quanto li avrebbero offesi le tue parole. |
προβλέπω(κάτι ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli economisti fanno una previsione di crescita del PIL del 3% per il prossimo anno. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3% τον επόμενο χρόνο. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn ha previsto che la sua squadra avrebbe perso. Ο Γκλεν εκτίμησε πως η ομάδα του θα έχανε. |
απαιτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La situazione richiedeva alcune soluzioni creative. |
προβλεπόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I profitti previsti per questo trimestre sono il doppio di quelli dello scorso trimestre. |
αναμενόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) La morte della mia bisnonna è stata un evento triste, ma previsto: aveva 99 anni. |
προσδοκώμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Corinne si è irritata del fatto che il suo fidanzato non si è presentato all'orario previsto. |
προβλεπόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
επιθυμητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tiratore ha mancato il bersaglio previsto. Ο σκοπευτής έχασε τον επιθυμητό του στόχο. |
προγραμματισμένος(δρομολόγιο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Abbiamo una sosta programmata di mezz'ora per il pranzo. ΄Εχουμε μια προγραμματισμένη παύση μισής ώρας για μεσημεριανό. |
προαναγγελθείς(λόγιο) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) L'evento preannunciato ebbe luogo, la principessa si trasformò in un gatto nel suo decimo compleanno. |
αναμενόμενοςaggettivo (secondo calcoli) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έχω προγραμματίσει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fine settimana è alle porte! Che cosa avete in programma? |
υπόψη(figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bachmann disse di non avere in programma il lancio di un'altra campagna presidenziale. |
προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλονverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La veggente sosteneva di poter prevedere il futuro. |
προβλέπω το μέλλονverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Afferma di poter prevedere il futuro leggendo la mano.
Se potessi prevedere il futuro, forse mi spaventerei a morte. Υποστηρίζει ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον διαβάζοντας απλώς το χέρι σου. Αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον, μπορεί να με τρομοκρατούσε. |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comprare un'auto di solito comporta l'ottenere un prestito bancario. Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως προϋποθέτει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα. |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) MI aspetto che la nostra squadra perda di nuovo. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non prevedo di comprare un'enciclopedia in questo momento. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
προφητεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναμένω, περιμένωverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non avevo mai previsto di andare in pensione a 59 anni. Δεν περίμενα ποτέ να πάρω σύνταξη στα 59. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lavoro prevedeva che arrivasse ogni giorno alle 8.30. Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του previsto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του previsto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.