Τι σημαίνει το meno στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meno στο Ιταλικό.

Η λέξη meno στο Ιταλικό σημαίνει χτυπώ, δέρνω, χτυπώ, βαρώ, δέρνω, χτυπάω, ο λιγότερος, λιγότερος, λιγότερο, μείον, πλην, λιγότερος, λιγότερος, μείον, μείον, πλην, χωρίς, πριν, λιγότερος, μείον, λιγότερος, παρά, παρά, μείον, πλην, παύλα, λιγότερο, λιγότερο, λιγότερο, λιγότερος, σέρνω από τη μύτη, ευθέως, κωλυσιεργία, υπεκφυγή, τα μασάω σε κπ, υπεκφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meno

χτυπώ, δέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: picchiare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dammi i soldi che hai in tasca o ti meno!

χτυπώ, βαρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ralphie finalmente ebbe la sua vendetta quando picchiò il bullo della scuola.

δέρνω, χτυπάω

(κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

ο λιγότερος

(superlativo)

λιγότερος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cena ci saranno meno persone di quante immaginassi.
Θα είναι λιγότερα άτομα στο δείπνο από ό,τι περίμενα.

λιγότερο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Richard si allena meno di Audrey.
Ο Ρίτσαρντ γυμνάζεται λιγότερο από την Ώντρεϋ.

μείον, πλην

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dieci meno cinque fa cinque.
Πέντε από δέκα μας κάνει πέντε.

λιγότερος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per la lezione si presentò meno di una dozzina di persone .
Λιγότερα από δώδεκα άτομα ήρθαν στην διάλεξη.

λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai meno lavoro di me.
Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα.

μείον

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Durante l'inverno la temperatura esterna era di meno dieci gradi.

μείον, πλην

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Paul ha preso B meno nel test.

χωρίς, πριν

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'anello è stato venduto per 5 milioni di dollari, meno le tasse.
Το δαχτυλίδι πουλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς (or: πριν) τους φόρους.

λιγότερος

aggettivo (μόνο πληθυντικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho meno dolci di te.
Έχω λιγότερα γλυκά από εσένα.

μείον

avverbio (aritmetica)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Otto meno tre fa cinque.
Οχτώ μείον τρία κάνει πέντε.

λιγότερος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce ne sono meno di prima.
Υπάρχουν λιγότερα εδώ σε σχέση με παλιά.

παρά

preposizione o locuzione preposizionale (tempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono le tre meno cinque.
Είναι τρεις παρά πέντε.

παρά

(orario) (για ώρα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono le tre meno venti del pomeriggio.

μείον, πλην

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quattro meno tre è uguale a uno.
Τέσσερα μείον τρία ίσον έξι.

παύλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'indirizzo e-mail di Mary è "mary trattino smith chiocciola email punto com".
Το email της Μαίρης είναι mary παύλα smith παπάκι email τελεία com.

λιγότερο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fatto che sia giovane non la rende certo meno adatta per questo lavoro.

λιγότερο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Anche se disapprovo ciò che hai fatto, non significa che ti voglio meno bene.

λιγότερο

avverbio (superlativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei è quella che ha riso meno. Questo è il nostro gelato meno popolare.

λιγότερος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prezzo è cinquanta dollari e non prenderò meno.
Η τιμή είναι πενήντα δολάρια, και δε δέχομαι λιγότερα.

σέρνω από τη μύτη

(μεταφορικά)

ευθέως

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non ha menato il can per l'aia e mi ha detto subito che cosa pensava.

κωλυσιεργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπεκφυγή

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smettila di menare il can per l'aia: sto perdendo la pazienza. Dì semplicemente "sì" o "no"!

τα μασάω σε κπ

(ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπεκφεύγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Smettila di menare il can per l'aia e dimmi il motivo vero!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του meno

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.