Τι σημαίνει το comune στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comune στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comune στο Ιταλικό.

Η λέξη comune στο Ιταλικό σημαίνει κοινός, κοινόχρηστος, δημόσιος, κοινόχρηστος, συλλογικός, γενικός, κοινός, κοινότητα, δήμος, κοινός, κοινός, δήμος, κοινός, δήμος, κοινός, αυτόνομος δήμος, κοινός, συνηθισμένος, κοινόχρηστος, κοινός, συνήθης, συνήθης, μέσος, κοινός, κοινός, κοινός, κοινός, κοινώς αποδεκτός, κοινός, διαδεδομένος, κοινός, συνηθισμένος, δημαρχείο, συμβούλιο, γενικός, καθημερινός, κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός, λούμπεν, κοινός, μέσος, συνήθης, ευρέως διαδεδομένος, κοινή γλώσσα, κλισέ, κοινοτοπία, κοινοτοπία, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, ασυνήθιστος, αδιάφορος, με κοινή αποδοχή, κοινός, σε καθημερινή χρήση, το παλιό κλισέ, κοινός πολίτης, σπάρος, στελλάρια, ναυτεργάτης, μύγα, στραμώνιο, μακρύ κοινοτικό οίκημα, αποδεκτή σημασία, αποδεκτή έννοια, κοινό όφελος, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα, ομαδικός τάφος, ευτελές μέταλλο, κοινή πεποίθηση, κοινός παρονομαστής, κοινή έκφραση, κοινή πρακτική, συχνή αιτία, κοινή αιτία, κοινή λογική, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, ευρύ κοινό, συνεργασία, ενότητα, αλληλεγγύη, κοινό έδαφος, κοινή συμφωνία, κοινός άνηθος, κοινός εχθρός, παγοβούτι, επικρατούσα άποψη, κοινός όρος, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, παραδοσιακή άποψη, κοινή δράση, ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, κοινός φίλος, σουβλόπαπια, κοινός αγώνας, γλαύκα η Μεγάσκωψ, κοινό μπάνιο, κοινόχρηστο μπάνιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comune

κοινός, κοινόχρηστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qualcuno ha rubato tutte le merende dalla scorta comune dell'ufficio.

δημόσιος, κοινόχρηστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giardino pubblico è situato dietro alla biblioteca.

συλλογικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra opinione comune è che ci serve un nuovo leader.

γενικός, κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il comune buon senso suggerisce che questo è il giusto modo di agire.
Η κοινή λογική λέει ότι αυτή είναι η σωστή διαδικασία.

κοινότητα

sostantivo femminile (comunità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo aver abbandonato la scuola andai a vivere in una comune.

δήμος

(centro urbano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nostre case dividono uno steccato comune.
Τα σπίτια μας έχουν κοινό φράχτη.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan e Karen sono stati presentati da un amico comune.
Ένας κοινός φίλος του Νταν και της Κάρεν τους σύστησε.

δήμος

(ente amministrativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il comune ha iniziato a perseguire i tossicodipendenti.

κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non c'è cura per il comune raffreddore.
Δεν υπάρχει καμία θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα.

δήμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conosce i nomi latini e i nomi comuni di tutte le erbe che usa.
Οι γλάροι είναι συνηθισμένο θέαμα στις παραθαλάσσιες πόλεις της Βρετανίας.

αυτόνομος δήμος

sostantivo maschile

Il paese è stato riconosciuto come comune dal 1842.
Η κωμόπολη αποτελεί αυτόνομο δήμο από το 1842.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia mi ha trattato come un comune criminale.

συνηθισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il crimine è un evento comune nelle grandi città.
Το έγκλημα είναι σύνηθες φαινόμενο στις πόλεις.

κοινόχρηστος

aggettivo (χρήση από πολλούς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'auto è una proprietà condivisa (or: comune) di Glenn e Dan. Ogni affittuario ha la sua camera da letto e l'uso della cucina, del bagno e del salotto comuni.
Το αυτοκίνητο είναι κοινή περιουσία της Γκλεν και του Νταν. Κάθε ένοικος έχει το δικό του δωμάτιο και χρησιμοποιεί την κοινόχρηστη κουζίνα και το κοινόχρηστο μπάνιο και καθιστικό.

κοινός, συνήθης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνήθης, μέσος, κοινός

(αντιπροσωπευτικός, τυπικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe si riteneva un ragazzo comune.
Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Linda ed Emily sono diventate amiche grazie alla loro passione condivisa per la salsa.
Η Λίντα και η Έμιλυ έγιναν φίλες χάρη στην κοινή τους αγάπη για τη σάλσα.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il governo lavora per il bene comune.
Η κυβέρνηση εργάζεται για το δημόσιο συμφέρον.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan e Sarah gestivano in comune il club.
Ο Νταν και η Σάρα ήταν από κοινού οι αρχηγοί του ομίλου.

κοινώς αποδεκτός

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa tazza è fatta di banale plastica.

διαδεδομένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È un'opinione abbastanza comune in questa parte del mondo.

κοινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una comune scatola di attrezzi, niente di speciale.

συνηθισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'immagine convenzionale del diavolo è quella di un uomo con le corna e un forcone.

δημαρχείο

(sede dell'amministrazione locale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'FBI ha avviato un'indagine per corruzione nella sede del municipio.

συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'opinione generale è che ha fatto un grosso errore.
Η γενική αίσθηση είναι ότι έκανε μεγάλο λάθος.

καθημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli incidenti stradali su questa strada sono un evento quotidiano.
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο τα δυστυχήματα σ’ αυτόν τον δρόμο.

κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ήταν ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Η Άλις πήγε στη δουλειά, έφαγε βραδινό και είδε τηλεόραση. Τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη.

λούμπεν

aggettivo (κοινωνιολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινός, μέσος, συνήθης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευρέως διαδεδομένος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La credenza diffusa che i fiori della verga d'oro causino la febbre da fieno è totalmente errata.

κοινή γλώσσα

κλισέ

(στερεοτυπία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ένα πλούσιο κορίτσι, επονομαζόμενο Ταμάρα, έχει ένα πόνυ. Δεν είναι μάλλον κοινοτοπία;

κοινοτοπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινοτοπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασυνήθιστος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδιάφορος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με κοινή αποδοχή

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il consiglio comunale ha trovato una soluzione di comune accordo per risolvere l'emergenza rifiuti.

κοινός

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia migliore amica ed io riusciamo ad andare così d'accordo perché abbiamo parecchie cose in comune.
Η καλύτερή μου φίλη και εγώ τα πάμε πολύ καλά γιατί έχουμε πολλά κοινά.

σε καθημερινή χρήση

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando i filosofi parlano di "libertà", di solito intendono qualcosa di molto diverso rispetto alla parola usata nella sua accezione comune.

το παλιό κλισέ

interiezione

κοινός πολίτης

sostantivo maschile (Gran Bretagna)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il principe scioccò tutti sposando una cittadina comune.

σπάρος

sostantivo maschile (pesce)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le abramidi comuni sono un pesce famoso tra i pescatori.

στελλάρια

sostantivo maschile (tipo di pianta) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναυτεργάτης

sostantivo maschile (χειρονακτικές εργασίες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μύγα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στραμώνιο

sostantivo maschile (δηλητηριώδες φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μακρύ κοινοτικό οίκημα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποδεκτή σημασία, αποδεκτή έννοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινό όφελος

sostantivo maschile (το καλό όλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Essere onesti gli uni con gli altri è per il bene comune.

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

sostantivo femminile (άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli scienziati sono dell'opinione comune che il Big Bang sia avvenuto 17 miliardi di anni fa.

γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Contrariamente all'opinione comune, i pinguini non vivono soltanto in condizioni di freddo estremo.

ομαδικός τάφος

sostantivo femminile

Molte vittime dell'Olocausto furono sepolte in fosse comuni.

ευτελές μέταλλο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il ferro è il metallo comune più usato in edilizia.

κοινή πεποίθηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È opinione comune che l'istruzione allarga le prospettive lavorative.

κοινός παρονομαστής

sostantivo maschile (matematica) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινή έκφραση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non puoi davvero comunicare in una lingua straniera se la tua conoscenza é limitata alle espressioni più comuni.

κοινή πρακτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È pratica comune parlare a bassa voce in biblioteca. È pratica comune darsi la mano in un incontro d'affari.

συχνή αιτία, κοινή αιτία

(causa)

Le case mal costruite sono spesso causa di liti giudiziarie.
Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές.

κοινή λογική

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Spesso basta un po' di comune buonsenso per risolvere un problema.

ελάχιστος κοινός παρονομαστής

sostantivo maschile (matematica) (μαθηματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il minimo comune denominatore delle due frazioni 1/6 e 1/4 è 12.

χαμηλότερος κοινός παρονομαστής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prima di sommare due frazioni è necessario trovare il minimo comune multiplo tra i denominatori.

ελάχιστος κοινός παρονομαστής

sostantivo maschile (matematica)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ευρύ κοινό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Generalmente la gente comune non viene inseguita dai paparazzi.

συνεργασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενότητα, αλληλεγγύη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I dipendenti delle poste hanno fatto fronte comune durante lo sciopero nazionale.

κοινό έδαφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo cominciato ad uscire insieme perché avevamo molti punti in comune nelle nostre preferenze.

κοινή συμφωνία

sostantivo maschile

κοινός άνηθος

sostantivo maschile

κοινός εχθρός

sostantivo maschile

Una vecchia tattica politica è quella di unire la popolazione creando un nemico comune.

παγοβούτι

sostantivo femminile (ornitologia) (είδος πτηνού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La strolaga comune emette un canto triste che echeggia nella notte.

επικρατούσα άποψη

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινός όρος

κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα

sostantivo maschile

παραδοσιακή άποψη

Nel medioevo era credenza diffusa che la Terra fosse piatta.

κοινή δράση

sostantivo femminile

ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινός φίλος

sostantivo maschile

Ho conosciuto mia moglie tramite un amico comune.

σουβλόπαπια

sostantivo maschile (ornitologia) (είδος πάπιας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινός αγώνας

sostantivo maschile (μεταφορικά)

γλαύκα η Μεγάσκωψ

sostantivo maschile (επίσημο: ορνιθολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινό μπάνιο, κοινόχρηστο μπάνιο

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comune στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του comune

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.