Τι σημαίνει το mandare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mandare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mandare στο Ιταλικό.

Η λέξη mandare στο Ιταλικό σημαίνει στέλνω, στέλνω, εκπέμπω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, παραπεμπτικό, προωθώ, μεταφέρω, μεταδίδω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω, ρίχνω, στέλνω, στέλνω, ταχυδρομώ, αποστέλλω, εμβάζω, το χωνεύω, μπουρδουκλώνω, τα σκατώνω, σκατώνω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, διαχείριση, διοίκηση, τα σκατώνω, καταστρέφω, στέλνω, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, στέλνω, μεταδίδω, πετάω, απομακρύνω κτ τρίβοντάς το, χαλάω, καταστρέφω, δεν μεταδίδομαι, τρολάρισμα, βγάζω στον αέρα, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, κόβω, προκαλώ το χάος, φέρνω χάος, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, ρίχνω κπ στη στενή, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, στέλνω μήνυμα, βάζω κπ σε δίλημμα, δημιουργώ πρόβλημα, κατενθουσιάζω, δίνω πόδι σε κπ, απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω, γκαζώνω, εξοργίζω, εξαγριώνω, παραπλανώ, φουντάρω, συνταξιοδοτώ, απομακρύνω, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, στέλνω φιλάκια, καλώ, φωνάζω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, ρίχνω κάτω, προωθώ, διώχνω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, χώνω μέσα, ξεφορτώνομαι, συνταξιοδοτώ, ξοδεύω, σπαταλώ, διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, στέλνω κπ να μαθητεύσει, κάνω χαλάστρα, βγάζω σε βοσκή, κατενθουσιάζω, δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ, στέλνω μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο, περνάω κτ στο γρήγορο, προωθώ, ματαιώνω, ακυρώνω, σπάω, σπάζω, εκτοξεύω, εκτινάσσω, στέλνω στο νοσοκομείο, στέλνω τέλεξ σε κπ, απωθώ, εκδιώκω, απολύω, μεταδίδω ταυτόχρονα, μεταδίδω, ανεβάζω στη σκηνή, χώνω κπ μέσα, ζαβλακώνω, αποπέμπω, διώχνω, στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ, στέλνω φιλάκια σε κπ, μαρσάρω, καταστρέφω, διαχείριση, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, μεταδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mandare

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mandato il messaggio all'amico.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σας αποστέλλω τα παρακάτω έγγραφα, όπως μου ζητήσατε.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La moglie di John l'ha mandato al negozio a prendere il latte.

εκπέμπω, στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La stazione radio sta mandando un segnale.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σήμα.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per spedire l'e-mail, clicca semplicemente.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, spedisca il pacco per posta aerea.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dacci un segno, o Signore!

παραπεμπτικό

(έγγραφο)

Ili mio medico mi ha mandato da un chirurgo.
Ο γιατρός μου έδωσε ένα παραπεμπτικό για έναν χειρούργο.

προωθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (baseball: corridore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grazie a quella battuta, ha mandato il corridore in casa base.

μεταφέρω, μεταδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fammi sapere il tuo indirizzo email e ti manderò la relazione.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (in scuola, istituto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'hanno mandata in una delle migliori scuole del paese.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha messo la palla nell'angolo in alto a destra della rete.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando arriviamo ti mando una cartolina.

στέλνω

(percorso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha instradato le auto lungo una strada alternativa per evitare il luogo dell'incidente.
Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος.

ρίχνω

(figurato: uno sguardo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy ha lanciato uno sguardo a Helen.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose ha mandato la sua assistente a ritirare il pacco.
Η Ρόουζ έστειλε τη βοηθό της να ασχοληθεί με την παραλαβή.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάπου ή σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il generale ha mandato altri soldati in battaglia.
Ο στρατηγός έστειλε και άλλους στρατιώτες στη μάχη.

ταχυδρομώ, αποστέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inviate il vostro pagamento entro trenta giorni nella busta allegata.
Στείλτε την πληρωμή σας εντός τριάντα ημερών μέσα στον εσώκλειστο φάκελο.

το χωνεύω

(μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπουρδουκλώνω

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα σκατώνω

(colloquiale) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκατώνω

(colloquiale) (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια

Nathan si è rovinato la media quando si è scordato i compiti per casa.

διαχείριση, διοίκηση

(affari: gestione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gestire un'impresa familiare non è sempre facile.
Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση.

τα σκατώνω

(colloquiale) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταστρέφω

(economicamente) (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio bisnonno è stato un uomo ricco fino a quando il crollo della borsa del 1929 non lo ha rovinato.
Ο προπάππος μου ήταν πλούσιος μέχρι που τον κατέστρεψε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929.

στέλνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho chiesto più volte a Walter di parlare ma continua a liquidarmi.

οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli affari sono stati danneggiati dalla crisi economica.
Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho letto l'e-mail di Ken e ho subito replicato con una e-mail arrabbiata.

μεταδίδω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutte le reti trasmetteranno il dibattito.
Όλα τα δίκτυα θα μεταδώσουν τη συζήτηση.

πετάω

(χάνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scommetto che sprecherà questa opportunità proprio come ha fatto l'ultima volta.

απομακρύνω κτ τρίβοντάς το

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν μεταδίδομαι

(radio, TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quella trasmissione mi piaceva, ma non la mandano più in onda da anni e non la posso vedere più.

τρολάρισμα

(social media: comportamento offensivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω στον αέρα

verbo transitivo o transitivo pronominale (pubblicità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'unico mio compito per oggi è fare una domanda di lavoro.

κόβω

(μεταφορικά: δεν μεταδίδω πια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ το χάος, φέρνω χάος

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo sciopero dei treni mi sta mandando all'aria il mio piano di viaggio.

αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: fuorviare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fabbricò una prova falsa per mettere l'investigatore fuori strada.

θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'azienda ha deciso di mandare in pensione i vecchi modelli, che non piacevano più alla clientela.

ρίχνω κπ στη στενή

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il giudice mandò Elmer in galera per aver spacciato per la strada.

τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω

(colloquiale, figurato) (μτφ: κάνω κπ έξαλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi stai mandando al manicomio!

στέλνω μήνυμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω κπ σε δίλημμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργώ πρόβλημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

κατενθουσιάζω

(θετικό συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω πόδι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνω, διώχνω, ξαποστέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γκαζώνω

(motori) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com'è possibile che il motore vada su di giri da solo?

εξοργίζω, εξαγριώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corruzione lampante del governo fece inferocire i cittadini.

παραπλανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φουντάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ: καταβυθίζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνταξιοδοτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli agricoltori riuscirono a mandare via i ladri per un po', ma alla fine quelli tornarono.

τρέπω σε φυγή, εκδιώκω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manda via quel cane prima che ti mangi il cibo.
Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου.

στέλνω φιλάκια

verbo transitivo o transitivo pronominale

καλώ, φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta molto male, credo che dovremmo far chiamare i suoi genitori che lo portino a casa.

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(volgare) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα

(μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή)

ρίχνω κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il grosso cane era così eccitato che è corso verso il ragazzino e l'ha buttato per terra.

προωθώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nuova legge è stata sospinta dalla paura di un'immigrazione di massa.
Ο νέος νόμος προωθήθηκε για να αποτραπεί το φαινόμενο των μαζικών μεταναστεύσεων.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli invasori stranieri cacciarono gli indigeni dai loro villaggi.
Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hai completamente rovinato la presentazione del lavoro.
Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης.

χώνω μέσα

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnno è stato arrestato di nuovo. Questa volta lo manderanno senz'altro in gattabuia.

ξεφορτώνομαι

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riesco a mandare via la depressione che mi affligge. // È riuscita a spazzare via tutti i suoi dubbi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε μπορώ να ξεφορτωθώ την κατάθλιψη που νιώθω. Κατάφερε να ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες της.

συνταξιοδοτώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensavano che fosse troppo vecchio per quel lavoro, per questo lo mandarono in pensione.

ξοδεύω, σπαταλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει

(con un cenno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέλνω κπ να μαθητεύσει

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: binding out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori mandarono il ragazzo a lavorare come apprendista da un calzolaio perché imparasse un mestiere.

κάνω χαλάστρα

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era invidioso e godeva nel mandare all'aria i loro programmi ogni volta che poteva.
Ήταν κακεντρεχής και του άρεσε να κάνει χαλάστρα στα σχέδιά τους όποτε μπορούσε.

βγάζω σε βοσκή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aspettiamo che si riscaldi un po' prima di mandare la mandria al pascolo.

κατενθουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (θετικό συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέλνω μήνυμα με ερωτικό περιεχόμενο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω κτ στο γρήγορο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προωθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha avanzato la sua carriera guadagnandosi clienti.
Προώθησε την καριέρα του κερδίζοντας πελάτες.

ματαιώνω, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κακός καιρός ματαίωσε τα σχέδια του Τομ.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah frantumò la finestra per entrare nell'edificio.
Η Σάρα έσπασε το παράθυρο για να μπει στο κτίριο.

εκτοξεύω, εκτινάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di baseball ha mandato in orbita la palla.

στέλνω στο νοσοκομείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'incidente ha mandato Mary all'ospedale per settimane.

στέλνω τέλεξ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il capo di Gratchen le chiese di mandare un telex ad un cliente.

απωθώ, εκδιώκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo dovuto scacciare i lupi che minacciavano le pecore.
Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα.

απολύω

(lavoro) (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marco è stato allontanato dall'esercito a causa degli errori da lui commessi.
Ο Μάρκο απολύθηκε από τον στρατό εξαιτίας των λαθών που έκανε.

μεταδίδω ταυτόχρονα

La gara verrà trasmessa in simultanea su tre diversi canali televisivi.

μεταδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στην τηλεόραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uno dei canali più importanti trasmetterà la gara in diretta.

ανεβάζω στη σκηνή

verbo transitivo o transitivo pronominale (teatro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era il momento di mandare in scena l'atto successivo.
Ήρθε η ώρα να ανέβει η επόμενη πράξη επί σκηνής.

χώνω κπ μέσα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Il giudice dovrebbe sbattere l'omicida in galera e buttar via la chiave!
Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί!

ζαβλακώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il medico ha dato a Jim alcuni farmaci che lo fanno sballare, ma questo non sembra migliorare le sue condizioni.

αποπέμπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: spodestare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli elettori tendono a mandare a casa più i politici che tradiscono la moglie piuttosto che quelli che prendono mazzette.

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: congedare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha buttato fuori gli squatter.
Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες.

στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il medico mandò l'assistente a prendere un po' di acqua calda.

στέλνω φιλάκια σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαρσάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È necessario mandare su di giri il motore facendo proprio tutto questo rumore?

καταστρέφω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo clima orribile ha senz'altro mandato all'aria i nostri programmi per il prossimo fine settimana.

διαχείριση

(casa: gestione) (σπιτιού, νοικοκυριού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'uomo badava ai bambini e a mandare avanti la casa.
Φρόντιζε τα παιδιά και το νοικοκυριό του σπιτιού.

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

(volgare) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Bob dispiaceva di aver mandato a puttane la vacanza a tutti per essersi ammalato.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Contavo su di lui per fare i calcoli correttamente, ma ha fatto un casino.
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

μεταδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le notizie locali sono mandate in onda alle sei ogni giorno lavorativo.
Τα τοπικά νέα μεταδίδονται στις έξι το απόγευμα τις καθημερινές.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mandare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του mandare

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.