Τι σημαίνει το restare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης restare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του restare στο Ιταλικό.
Η λέξη restare στο Ιταλικό σημαίνει παραμένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, μένω, μένω, παραμένω, μένω, συνεχίζω να υπάρχω, παραμένω, ακολουθώ, μένω, παραμένω, μένω, άφωνος, εξασθενώ, πάω χαμένος, κλονίζομαι, παίζω, μένω αχρησιμοποίητος, που δεν ξέρει τι να πει, δεν κλείνω, μένω σοβαρός, μένω κοντά σε κπ/κτ, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, μένω εντός χώρου, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, παθαίνω σοκ, δεν χάνω το χαμόγελό μου, κρατιέμαι καλά, μένω σταθερός στις απόψεις μου, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, επικοινωνώ, μένω στη γραμμή (μου), μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, μένω ακίνητος, παραμένω θετικός, μένω ακίνητος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, μένω στη επιφάνεια, παραμένω ανώνυμος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, δεσμεύομαι, είμαστε ενωμένοι, μένουμε ενωμένοι, μένω πίσω, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, το βουλώνω, κρύβομαι, γίνομαι ένα, δεν μπαίνω, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, μένω, μένω πίσω, μένω ξύπνιος, κάθομαι, παραμένω, δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, κάθομαι, υποχωρώ, απομακρύνομαι, μένω σε απόσταση, μένω δίπλα σε κπ, αίσθηση σκοπού, μένω ξύπνιος, μένω ακίνητος, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, γκαστρώνω, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατώ επαφή, μένω συντονισμένος, δεσμεύομαι από κτ, μένω πίσω, τα φέρνω βόλτα, δεν απομακρύνομαι, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, είμαι κολλημένος, μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ, περιμένω, αλληλουποστηρίζομαι, μένω/παραμένω μαζί, μένω πίσω, ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό, μένω πιστός σε κπ, μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει, συγκεντρώνω, ενημερώνομαι, μου λείπει, είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ, παραμένω στο σπίτι, είμαι προσκολλημένος, αναμένω στο ακουστικό μου, διατηρώ ενότητα, περιμένω, μένω ενωμένος, δεν βγάζω λέξη για κτ, συλλαμβάνω, παρακολουθώ, ακολουθώ, μένω, προχωρώ, συνεχίζω, απλώνομαι, χαράσσω κτ σε κτ, χαράζω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης restare
παραμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il conto rimane in essere. Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ. |
μένω, παραμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lui è uscito mentre lei è rimasta a casa. Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι. |
απομένω, μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono rimaste tre fette di pizza. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sappiamo che il suo mandato è terminato ma speriamo che lei resti ancora per un periodo. Maria sperava di poter restare anche dopo la scadenza del suo visto. Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της. |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vorrei che tu restassi. Θέλω να μείνεις. |
παραμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu vai avanti; io resto indietro. Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω. |
συνεχίζω να υπάρχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono felice e voglio restarlo. |
ακολουθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pilota rimase in testa. |
μένω, παραμένω(in un luogo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bar chiudeva alle 3 del mattino ma alcuni avventori si trattennero fuori ancora per un po'. Το μπαρ έκλεισε στις 3:00 το πρωί αλλά μερικοί θαμώνες χαζολογούσαν απέξω για λίγη ώρα. |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stai qui e non muoverti. Μείνε εδώ και μην κουνηθείς. |
άφωνος(formale) (μεταφορικά: από έκπληξη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξασθενώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω χαμένος(informale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se quella bottiglia del latte avanza, la prendo io. |
κλονίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La notizia del fallimento della società sbigottì Imogen. Η Ίμοτζεν κλονίστηκε όταν έμαθε για τη χρεοκοπία της εταιρείας. |
παίζω(teatro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rappresentano "Aspettando Godot" per tutta la settimana. |
μένω αχρησιμοποίητοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mio fratello ha comprato una bicicletta che non usa più e resta inutilizzata in garage. |
που δεν ξέρει τι να πει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κλείνωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'addetta alla reception mi ha chiesto di restare in linea mentre parlava con il dott. Simpson. |
μένω σοβαρόςverbo intransitivo (έκφραση προσώπου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quando ha detto di essere vergine non sono riuscito a restare serio. Fu difficile rimanere impassibile quando feci quello scherzo ai miei colleghi. |
μένω κοντά σε κπ/κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando saremo al concerto resta vicino a me, non voglio che tu ti perda. |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφήverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per restare in contatto, mia cugina Andrea ci mandava pacchi dal Sud America. Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική. |
μένω εντός χώρουverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli studenti devono sempre restare entro i confini della scuola durante il giorno. |
κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi sono stato a casa perché non mi sentivo bene. |
παθαίνω σοκ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sono rimasto scioccato quando ho trovato tua moglie nuda nel mio letto. |
δεν χάνω το χαμόγελό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατιέμαι καλά(μεταφορικά) Hai visto il vecchio signor Smith ultimamente?Si mantiene in forma! Non dimostra affatto più di 70 anni. |
μένω σταθερός στις απόψεις μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επικοινωνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ciao. Non dimenticarti di restare in contatto! Anche se sono passati dieci anni da quando hanno lavorato insieme, i due colleghi sono rimasti in contatto. Αντίο! Να τα λέμε! |
μένω στη γραμμή (μου)verbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cercherà di farti arrabbiare, ma tu devi restare calmo. State tutti calmi finché non arriva la polizia! Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία! |
μένω ακίνητος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Resta immobile o la foto verrà mossa. |
παραμένω θετικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μένω ακίνητος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μένω στη επιφάνεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julia è riuscita a restare a galla aggrappandosi a un tronco. |
παραμένω ανώνυμοςverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando rispondo a un sondaggio preferisco restare anonimo. Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος. |
παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μουverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vi preghiamo di rimanere seduti finché l'autobus non si fermerà completamente. Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς. |
δεσμεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαστε ενωμένοιverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il paese deve restare unito se vogliamo superare questi tempi difficili. |
μένουμε ενωμένοιverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Resteremo uniti qualsiasi cosa accada. |
μένω πίσωverbo intransitivo (μεταφορικά) Il corridore è rimasto indietro dopo il ventiduesimo chilometro della maratona a causa delle sue gambe stanche. |
καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρησηverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το βουλώνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρύβομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La polizia mi sta cercando così resterò nascosto sulle montagne. |
γίνομαι έναverbo intransitivo (μεταφορικά: ένωση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Incorpora il liquido agli ingredienti secchi finché non restano uniti. |
δεν μπαίνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρακαλώ μην εισέρχεστε! Το οίκημα αποτελεί ιδιωτική περιουσία. |
είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότηταverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Resterò in attesa per afferrarti se cadi. Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις. |
μένωverbo intransitivo (σε κάποιον ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mamma, posso restare a dormire a casa di Annie stasera? Μαμά, να κοιμηθώ στην Άννα απόψε; |
μένω πίσωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non studio due ore ogni sera rischio di rimanere indietro con lo studio. Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου. |
μένω ξύπνιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siamo rimasti svegli tutta la notte a chiacchierare. Μείναμε ξύπνιοι όλη νύχτα μιλώντας μεταξύ μας. |
κάθομαι, παραμένωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se rimani nei paraggi dopo i titoli di coda riuscirai a vedere la scena extra del film. |
δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζωverbo intransitivo (per la notte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non preoccuparti se resto fuori tutta la notte, la festa finirà tardi |
μπλέκομαι, μπερδεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I fili si aggrovigliavano di continuo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το γατάκι έπαιζε με το κουβάρι και τελικά μπλέχτηκε σε αυτό! Ας μην μπερδευόμαστε με τις μικρολεπτομέρειες του σχεδίου μας τώρα. |
μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fuori era freddo e c'era vento, così decidemmo di restare a casa. Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι. |
κάθομαιverbo intransitivo (cosa inutilizzata, non a posto) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποχωρώ, απομακρύνομαιverbo intransitivo (λόγω ντροπής) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il gatto rimase in disparte quando cercai di accarezzargli la testa. |
μένω σε απόσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση. |
μένω δίπλα σε κπverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αίσθηση σκοπούsostantivo femminile (μτφ: κατεύθυνση ζωής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω ξύπνιος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La festa era così noiosa che ho dovuto lottare per restare sveglio. Ho fatto fatica a restare sveglio durante quella lezione noiosa. |
μένω ακίνητοςverbo intransitivo Mi aspettavo che il gatto corresse via e invece è rimasto immobile. Le guardie di Buckingham Palace sono addestrate per rimanere immobili, anche se i turisti le provocano. |
παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Resterai contrario al giro di vite alla stampa da parte del governo? |
γκαστρώνωverbo intransitivo (fuori dal matrimonio) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molte ragazze che restano incinte scelgono di dare il bimbo in adozione. |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφήverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Promettimi di restare in contatto con noi quando sei via. Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά. |
κρατώ επαφήverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono rimasta ancora in contatto con il mio migliore amico d'infanzia. Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια. |
μένω συντονισμένοςverbo intransitivo (radio, TV) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Torneremo subito dopo la pubblicità, non cambiate canale! Θα επιστρέψουμε μετά το διαφημιστικό διάλειμμα οπότε μείνετε συντονισμένοι! |
δεσμεύομαι από κτverbo intransitivo |
μένω πίσωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sean è inciampato all'inizio della gara ed è rimasto indietro rispetto agli altri. Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω. |
τα φέρνω βόλταverbo intransitivo (figurato: in attività, nel mercato) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I proprietari delle attività commerciali stanno avendo difficoltà a restare a galla. |
δεν απομακρύνομαιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tina ha detto ai gemelli di restare vicini mentre attraversavano la strada trafficata. |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Resta calmo e comportati come se non sapessi nulla. |
είμαι κολλημένοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La trama del romanzo non aveva senso perché diverse pagine erano rimaste appiccicate. |
μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clarkson non riusciva a tenerle il passo con il gruppo di ciclisti in testa. |
περιμένωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho aspettato 30 minuti ma Steve non si è fatto vivo. |
αλληλουποστηρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vogliamo raggiungere i nostri scopi dobbiamo tutti restare uniti come società. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας. |
μένω/παραμένω μαζίverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Restate in gruppo quando arriviamo alla stazione, altrimenti ci perdiamo. |
μένω πίσωverbo intransitivo Il corridore ha cominciato a rimanere indietro quando si è storto la caviglia dopo tre chilometri dalla partenza. |
ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό(αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω πιστός σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei è stata una buona amica che mi è sempre stata vicina sia nei momenti belli che in quelli brutti. Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα. |
μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti stai tenendo aggiornato sulle ultime notizie da Copenaghen? Μαθαίνεις όλα τα νέα από την Κοπεγχάγη; |
συγκεντρώνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερώνομαι(για κάτι, σχετικά με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leggo Vogue per tenermi informata sulle ultime tendenze della moda. |
μου λείπει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα. |
είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω στο σπίτιverbo intransitivo (ordinanza) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι προσκολλημένος(figurato) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Qualsiasi cosa accada, le persone religiose restano ancorate alle proprie credenze. Ό, τι και να συμβεί, οι θρησκευόμενοι μένουν προσκολλημένοι στα πιστεύω τους. |
αναμένω στο ακουστικό μουverbo intransitivo (telefono) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attenda in linea, ora le passo l'interno. Αναμείνατε στο ακουστικό σας, σας συνδέω αμέσως. |
διατηρώ ενότηταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se restiamo uniti avremo più possibilità di ottenere un aumento. |
περιμένωverbo intransitivo (telefono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Posso parlare con Camille?" "Resti in linea, controllo se è qui". «Μπορώ να μιλήσω στην Καμίλ;» «Περίμενε, να κοιτάξω αν είναι εδώ.» |
μένω ενωμένοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La squadra riuscì a restare unita per la vittoria. |
δεν βγάζω λέξη για κτ(figurato: riservato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è una persona amichevole: resta sempre abbottonato! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν. |
συλλαμβάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I medici stanno esaminando come mai non riesce a restare incinta. Οι γυναικολόγοι εξετάζουν γιατί δεν μπορεί να συλλάβει. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il corso è molto impegnativo e molti studenti stanno avendo difficoltà a non restare indietro. Το μάθημα είναι πολύ εντατικό και ορισμένοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να το παρακολουθήσουν. |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ho chiesto di restare per la notte. Της ζήτησα να μείνει το βράδυ. |
προχωρώ, συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovendo lavorare al ristorante tutte le sere, è difficile non rimanere indietro con gli studi. Είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα με τις σπουδές μου όταν πρέπει να δουλεύω στο εστιατόριο κάθε βράδυ. |
απλώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nebbia è rimasta sospesa sulla città per tutta la mattina. Η ομίχλη σκέπαζε την πόλη όλο το πρωί. |
χαράσσω κτ σε κτ, χαράζω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) Le ultime parole della madre restarono scolpite nel cuore di Harry per sempre. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του restare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του restare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.