Τι σημαίνει το né στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης né στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του né στο Ιταλικό.

Η λέξη στο Ιταλικό σημαίνει ούτε, ούτε, ΒΑ, κανένας, από αυτόν, ούτε, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, τι θα έλεγες να, που έχει πολλές γνώσεις, άχαρος, άκομψος, επιφυλακτικός, διαθέσιμος, με το τσουβάλι, ανοιχτός προς συζήτηση, κοινός, μισοτελειωμένος, στις ειδήσεις, στα νέα, χωρίς λόγο, όσο τραβάει η όρεξη σου, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, ενδεχομένως, ή, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, ποιος ξέρει;, δεν ξέρω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, δεν με αγγίζει, συνεπάγεται ότι, το προφανές, δε με νοιάζει, με τίποτα, με την καμία, με τίποτα, σκασίλα μου!, και;, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, Τι ξέρεις εσύ;, δεν έχω ιδέα, και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, τι με νοιάζει εμένα;, με μεγάλη μου χαρά, που παρανομεί συστηματικά, που παραβαίνει το νόμο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ακριβώς, είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας, απογοητευτικός, πάει πολύς καιρός από, δίνω δεκάρα, δίνω μία, απογοητεύω, αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ, κανείς, κανένας, περλέ γκρίζος, γνώστης, γνώστρια, ούτε πιο... ούτε πιο..., ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, αβάσιμος, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, γάμα το, ασυναρτησία, που περιφρονεί συμβάσεις και κανόνες, πηγαίνω πρίμα, ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος, Τι θα έλεγες...;, Τι λες;, αράπης, οποιοσδήποτε από τους δύο, κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο, Καλό, ε;, αρκετά, συνοδευτικός, Τι λες;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης né

ούτε

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Né lui né lei capirono cosa stava accadendo.
Ούτε εκείνος, ούτε εκείνη κατάλαβαν τι συνέβαινε.

ούτε

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La lezione non era né ricca di contenuti né coinvolgente.
Η διάλεξη δεν ήταν κατατοπιστική ούτε πολύ διασκεδαστική.

ΒΑ

abbreviazione maschile (nord-est) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κανένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sto cercando una penna. Ne hai viste?
Ψάχνω ένα στυλό. Έχεις δει κανένα;

από αυτόν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ούτε

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
A me non piacciono i pomodori, e nemmeno a lui.

όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Indossa qualunque dei due vestiti - sembrano tutti e due carini.
Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία.

τι θα έλεγες να

(suggerimento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che ne dici di andare al cinema stasera?
Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σινεμά απόψε;

που έχει πολλές γνώσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo studente universitario era molto esperto.
Ο μεταπτυχιακός φοιτητής ήταν πολύ μορφωμένος.

άχαρος, άκομψος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi farebbe piacere che mia mamma non indossasse dei vestiti così sciatti e fuori moda.

επιφυλακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non voglio più patatine di questo pacco. Chi ne vuole le prenda pure.

με το τσουβάλι

(informale) (μεταφορικά)

Di giovani aspiranti attrici ce n'è a bizzeffe a Hollywood.
Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι.

ανοιχτός προς συζήτηση

(idiomatico)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κοινός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισοτελειωμένος

locuzione aggettivale (idiomatico) (κάτι λείπει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στις ειδήσεις, στα νέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς λόγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όσο τραβάει η όρεξη σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi chiedermi quante più cose ti piacciono ma io non risponderò alle tue domande.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che io sappia, la banca ha approvato il prestito. Il capo è nel suo ufficio, per quanto ne so.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενδεχομένως

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ή

(διάζευξη: ή το ένα ή το άλλο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
O mi ami o no!
Ή μ' αγαπάς ή δε μ' αγαπάς!

Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποιος ξέρει;

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per quel che ne sai, potrebbe essere sposato e avere tre figli.

δεν ξέρω

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È inutile che tu me lo chieda, non lo so! Non conosco la soluzione di quel complicato problema di matematica!

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non lo metto in discussione. Per quanto ne so, ci potrebbero anche essere gli alieni su Marte.

δεν με αγγίζει

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La stampa ha scritto ogni genere di fandonie sulla donna impegnata in politica, ma a lei non ha fatto né caldo né freddo. Non ci ha minimamente badato.

συνεπάγεται ότι

(espressione)

το προφανές

sostantivo maschile (figurato: problema volutamente ignorato)

δε με νοιάζει

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Non puoi uscire vestito così." "Non mi interessa."
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

με τίποτα, με την καμία

interiezione (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neanche per idea, Joe, non ti presto la macchina.

με τίποτα

interiezione (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vuoi che venga con te in discoteca? Neanche per idea! Odio ballare.
Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό!

σκασίλα μου!

interiezione (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se vuoi rovinarti la vita abbandonando la scuola, a me che cosa me ne frega?
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

και;

Ah, guadagni più di me? E chi se ne importa?

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(colloquiale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D: "Chi ha mangiato i miei biscotti?" R: "Io che ne so? Sono appena arrivata".

Τι ξέρεις εσύ;

(προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω ιδέα

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

(ironico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι με νοιάζει εμένα;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με μεγάλη μου χαρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που παρανομεί συστηματικά, που παραβαίνει το νόμο

sostantivo femminile (informale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Metti nella scodella un uovo solo, né più né meno. Dal testamento la figlia ricevette né più né meno di quanto andò al figlio.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aggiungi una pinta d'olio, né più né meno.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απογοητευτικός

locuzione aggettivale (figurato, informale: deludente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάει πολύς καιρός από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne è passato di tempo dall'ultima volta che ci siamo fermati un po' insieme. (Or: Sono secoli che non ci fermiamo un po' insieme.)
Πάει πολύς καιρός από τότε που βρεθήκαμε όλοι μαζί.

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(colloquiale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non me ne frega niente di cosa pensi!
Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι.

απογοητεύω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κανείς, κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nessuno dei due ragazzi capì cosa stava accadendo.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο παιδί δεν κατάλαβε τι συνέβαινε.

περλέ γκρίζος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'ospite indossava un abito elegante color grigio perla.

γνώστης, γνώστρια

(κάποιου θέματος)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il ricercatore se ne intende molto del ciclo di vita del batterio E.Coli.
Ο ερευνητής έχει πολλές γνώσεις για τον κύκλο ζωής των βακτηρίων E.coli.

ούτε πιο... ούτε πιο...

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo cavallo corre veloce tanto quanto quello, né più né meno.
Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il trattamento ortodontico mi ha causato dolore né più né meno dell'altra volta.

αβάσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per quanto ne so, i caffè della città chiudono prima delle nove di sera.

γάμα το

(volgare: sprezzo) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
'fanculo. Ce ne restiamo tutti a casa visto che non siamo in grado di prendere una decisione.

ασυναρτησία

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που περιφρονεί συμβάσεις και κανόνες

sostantivo femminile (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω πρίμα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Accetterò la tariffa giusta, né più né meno.

Τι θα έλεγες...;

(για κτ, να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che ne diresti di guardare un film stasera?

Τι λες;

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αράπης

sostantivo maschile (offensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacciono entrambi i libri. Sarei contento sia con l'uno che con l'altro.
Μου αρέσουν και τα δύο βιβλία. Θα ήμουν ευχαριστημένη με οποιοδήποτε από τα δύο.

κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steve e David? Stasera non va al cinema nessuno dei due. // Quale gonna mi piace? Nessuna delle due!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Στιβ και ο Ντέιβιντ; Κανείς από τους δυο δεν θα πάει σινεμά απόψε.

Καλό, ε;

(enfatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά

interiezione (αγανάκτηση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Basta! Non voglio sentire altro!
Φτάνει (or: Αρκεί)! Δε θέλω να ακούσω άλλο.

συνοδευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Τι λες;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του né

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.