Τι σημαίνει το nero στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nero στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nero στο Ιταλικό.

Η λέξη nero στο Ιταλικό σημαίνει μαύρος, μαύρο, μαύρος, σκοτεινός, μελανός, μαύρα, μαύρο, μαύρο, μαύρος, μαύρος, μαύρος, μαύρη, μελανός, μαύρος, σκυλάραπας, κατάμαυρος, μελάνι, μελαγχολικός, πρησμένος, κακός, μελαγχολικός, μαυρίζω, γυαλίζω, κάτω από το τραπέζι, κάτω από το τραπέζι, πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων, μαύρος άνθρακας, φαγέσωρας, κάτω από το τραπέζι, ασπρόμαυρος, κατάμαυρος, μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων, παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα, ασπρόμαυρα, μαύρο φραγκοστάφυλο, κόρακας, μπιμπίκι, λαχανίδα, κάνω δεύτερη δουλειά, μαυρισμένο μάτι, βόθρος, Λονδρέζικο ταξί, μαύρο φίδι, τσάι πέκοε, μαυρισμένο μάτι, ασπρόμαυρη φωτογραφία, μαύρο φασόλι, μαύρη αρκούδα, μαύρη τρύπα, μπλακ χιούμορ, πέπερι, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια, μαύρο χιούμορ, μαύρη αγορά, απογοήτευση, μαύρη τουλίπα, αδέρφι, ασπρόμαυρο, ραλλίδα, μπακαλιάρος, γερούλι, μαύρο ψωμί, μαύρος κύκνος, μαύρος, μαύρο σύννεφο, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, διατυπώνω κτ γραπτώς, κατατροπώνομαι, ασπρόμαυρος, οψιδιανός, σκούρος, σκοτεινός, σκουρόχρωμος, σκοτεινόχρωμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περλέ γκρίζος, γραπτώς, ασπρόμαυρος, κατάμαυρο χρώμα, κακή διάθεση, μαύρο πιπέρι, ασπρόμαυρο φίλμ, ασπρόμαυρη τηλεόραση, μαυρομάτικο φασόλι, μαύρη τρύπα, απρόοπτο, Αφρικανός, με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο, κατατροπώνομαι, επιβεβαιώνω, ξεκάθαρος, κατράμι, ρητά,κατηγορηματικά,απερίφραστα, μελάνι, κάνω δεύτερη δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nero

μαύρος

aggettivo (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stava bene nel vestito nero.
Της πήγαινε το μαύρο της φόρεμα.

μαύρο

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il mio colore preferito è il nero.
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο.

μαύρος, σκοτεινός

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom era di umore nero dopo che il suo capo lo aveva rimproverato.

μελανός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La condanna era un marchio nero sulla sua fedina.

μαύρα

(in lutto)

La vedova ha vestito il nero per anni.
Η χήρα φόρεσε τα μαύρα για έναν χρόνο.

μαύρο

sostantivo maschile (colorante nero) (απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura vuole tingersi di nero i capelli.

μαύρο

sostantivo maschile (abbigliamento di colore nero)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Stai bene col nero.

μαύρος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nina intervista diversi comici di colore nel suo podcast.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τρεις μαύρες γυναίκες περπατούσαν στον δρόμο.

μαύρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le pareti della fabbrica erano annerite di fuliggine.

μαύρος, μαύρη

(φυλή)

ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εκείνος ο πολιτικός είναι δημοφιλής τόσο στους μαύρους, όσο και στους λευκούς.

μελανός, μαύρος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ombre nere spaventarono la bambina.

σκυλάραπας

(usato spregiativamente) (προσβλητικό: αφρικανός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατάμαυρος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το τρίχωμα της γάτας ήταν κατάμαυρο.

μελάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il calamaro ha schizzato dell'inchiostro sul suo aggressore.
Το καλαμάρι πέταξε μελάνι σε αυτόν που του επιτέθηκε.

μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le cattive notizie mi hanno messo di umore triste.

πρησμένος

aggettivo (livido)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'occhio del pugile è gonfio a causa di un gancio destro infertogli dall'avversario.

κακός, μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qual è il motivo per cui sei di umore così cupo stamattina?
Τι σου έφερε τόσο μελαγχολική διάθεση σήμερα το πρωί;

μαυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I soldati si sono anneriti il volto prima della missione.

γυαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lustrascarpe ha lucidato di nero le scarpe.

κάτω από το τραπέζι

avverbio (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτω από το τραπέζι

avverbio (figurato: illegale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'impresario edile paga i suoi lavoratori a giornata sottobanco.

πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων

(formale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I lavoratori delle miniere di carbone sono soggetti ad antracosi a causa dell'inalazione di polvere di carbone.

μαύρος άνθρακας

φαγέσωρας

(pelle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάτω από το τραπέζι

avverbio (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασπρόμαυρος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La famiglia non poteva permettersi un nuovo televisore, così guardava i programmi su un vecchio schermo in bianco e nero.

κατάμαυρος

aggettivo (colore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yolanda ha i capelli nero corvino.
Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι.

μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων

avverbio (pagamento illecito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per quel lavoro sono stato pagato in nero.

παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα

locuzione aggettivale (figurato: persona all'antica)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ασπρόμαυρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Preferisco le foto in bianco e nero.

μαύρο φραγκοστάφυλο

sostantivo maschile

La ricetta richiede una tazza di ribes neri.
Η συνταγή περιλαμβάνει μια κούπα μαύρα φραγκοστάφυλα.

κόρακας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπιμπίκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pulisciti il viso con un asciugamano caldo per sbarazzarti dei punti neri.

λαχανίδα

(Brassica oleracea sabauda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli esperti dicono che il cavolo verza è il cibo più sano che ci sia.
Οι ειδικοί λένε πως η λαχανίδα είναι η πιο υγιεινή τροφή που υπάρχει.

κάνω δεύτερη δουλειά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαυρισμένο μάτι

sostantivo maschile

Nick aveva un occhio nero dopo essere stato colpito dalla palla da baseball.

βόθρος

sostantivo maschile (per raccolta acque reflue)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Λονδρέζικο ταξί

sostantivo maschile (specifico: Londra)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαύρο φίδι

sostantivo maschile (φίδι Β. Αμερικής)

τσάι πέκοε

sostantivo maschile (είδος τσαγιού)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαυρισμένο μάτι

sostantivo maschile (από μπουνιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo la rissa aveva un occhio nero.

ασπρόμαυρη φωτογραφία

sostantivo femminile (διαδικασία)

Si è specializzato nella fotografia in bianco e nero.

μαύρο φασόλι

sostantivo maschile

I fagioli neri col riso sono un tipico piatto di parecchi paesi dell'America Latina.

μαύρη αρκούδα

(Αμερική)

μαύρη τρύπα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il buco nero è presumibilmente lo stadio finale di sviluppo di una stella di grande massa.

μπλακ χιούμορ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πέπερι

sostantivo maschile (pianta) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pianta del pepe nero appartiene alla famiglia delle Piperacee.

ασπρόμαυρη ταινία

sostantivo maschile

Adoro guardare i film muti: quei vecchi film in bianco e nero senza audio.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

sostantivo maschile

I miei si ricordano ancora quando l'unico tipo di televisore esistente era il televisore in bianco e nero.

φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια

sostantivo maschile (pianta)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Abbiamo piantato due file di fagioli dall'occhio nero in giardino.

μαύρο χιούμορ

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαύρη αγορά

sostantivo maschile

Sebbene sia illegale, molta gente acquista merci al mercato nero. Le statistiche economiche ufficiali non considerano il giro d'affari del mercato nero.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

απογοήτευση

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαύρη τουλίπα

sostantivo maschile

αδέρφι

sostantivo maschile (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασπρόμαυρο

sostantivo maschile (monocromaticità)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Chiese alla regista perché avesse scelto di girare il suo film in bianco e nero.
Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη.

ραλλίδα

sostantivo maschile (uccello)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπακαλιάρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γερούλι

sostantivo maschile (tipo di pianta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο ψωμί

μαύρος κύκνος

sostantivo maschile

μαύρος

sostantivo maschile

μαύρο σύννεφο

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dice sempre di tutto ai suoi sottoposti ogni volta che fanno il minimo errore.

διατυπώνω κτ γραπτώς

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: scrivere)

Adesso che abbiamo trovato un accordo sui termini, mettiamoli nero su bianco.

κατατροπώνομαι

verbo (figurato, informale: perdere) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il partito del primo ministro è stato massacrato alle elezioni locali.

ασπρόμαυρος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οψιδιανός

locuzione aggettivale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκούρος, σκοτεινός, σκουρόχρωμος, σκοτεινόχρωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I capelli neri come il carbone ricadevano delicatamente sulle spalle della donna.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

aggettivo (opinioni semplicistiche)

Non ci sono mezze sfumature qui, è o bianco o nero.

περλέ γκρίζος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'ospite indossava un abito elegante color grigio perla.

γραπτώς

(κυριολεκτικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non credetti alla notizia che era morto finché non lo lessi nero su bianco sul giornale. Il testamento dice chiaramente nero su bianco che tutti i soldi spettano a me.

ασπρόμαυρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fotografia in bianco e nero mostrava una sorprendente quantità di dettagli.

κατάμαυρο χρώμα

sostantivo maschile (colore)

Queste magliette sono ora disponibili in nero corvino.

κακή διάθεση

sostantivo maschile

μαύρο πιπέρι

sostantivo maschile (spezia)

Aggiungete una macinata di pepe nero.

ασπρόμαυρο φίλμ

sostantivo femminile

Tutti i nostri vecchi filmini erano su pellicola in bianco e nero.

ασπρόμαυρη τηλεόραση

sostantivo femminile

μαυρομάτικο φασόλι

sostantivo maschile (legume) (συνήθως πληθυντικός)

Nel Sud degli Stati Uniti è tradizione mangiare fagioli dall'occhio nero a Capodanno per avere fortuna nell'anno che verrà.

μαύρη τρύπα

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απρόοπτο

sostantivo maschile (teoria su eventi inaspettati)

Αφρικανός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vuoi provare un po' della mia gelatina di ribes nero fatta in casa?
Θέλεις να δοκιμάσεις λίγη χειροποίητη μαρμελάδα με γεύση μαύρο φραγκοστάφυλο που έφτιαξα;

κατατροπώνομαι

verbo (figurato, informale: perdere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nella partita di oggi la squadra è stata massacrata con un 6-0.

επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκάθαρος

(figurato: senza compromesso) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A te la cosa sembra tutto bianco o tutto nero, ma è più complicato di così.
Η κατάσταση μπορεί να σου φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά βασικά είναι πιο περίπλοκη.

κατράμι

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ρητά,κατηγορηματικά,απερίφραστα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vogliamo mettere nero su bianco i termini dell'offerta, in modo che non ci sia confusione.

μελάνι

sostantivo maschile (zoologia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω δεύτερη δουλειά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra compagnia paga così poco che metà del personale fa un secondo lavoro in nero.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nero στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.