Τι σημαίνει το di στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης di στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του di στο Ιταλικό.

Η λέξη di στο Ιταλικό σημαίνει από, του, του, από, του, από, του, του, από, του, να, κατά τη διάρκεια, από, ο, από, του, κατά, από, από, για, από, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, από, με, από, για, φτιαγμένος από, σε, -, για, σε, με, σε σχέση με κπ/κτ, του, από, στην, στις, πρεσβευτικός, σχετικά με, έχει κάτι, σχετικά με, λέω, λέω, είπα, λέω, λέω, λέω, σχολιάζω, λέω, σα να λέω, λέω, καταλαβαίνω, λέω, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, λέω, λέω, υποθέτω, λέω, λέω, στη μόδα, της μόδας, δίπλα σε, την ημέρα, τη μέρα, εποχής, του, εκ μέρους, εκ μέρους, από την πλευρά, τόσος, ο λιγότερος, πολύτιμος, κορυφαίος, άτακτος, χαρισματικός, ταλαντούχος, γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο, τρελός, θαλάσσιος, που λιώνει, αξιοσημείωτος, σημαντικός, πολύτιμος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ασήμαντος, υποβόσκων, ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος, βασικός, επινοητικός, εφευρετικός, που κάνει αντίθεση, βιαστικός, πρόχειρος, αναξιόπιστος, διαπεραστικός, οξύς, δριμύς, κατ' όνομα, συμπαγής, δυναμικός, μαχητικός, μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, πολύτιμος, ανεκτίμητος, αναίσθητος, λιπόθυμος, επικριτικός, καλύτερος, ανεκτικός, επίκαιρος, διάφορος, ποικίλος, εκλεκτό φαγητό, επαρχιακός, τοπικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης di

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lei è più intelligente di lui.
Είναι πιο έξυπνη από εκείνον. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβεις τα Πορτογαλικά από το να τα μιλήσεις.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Amleto è un'opera teatrale di Shakespeare.
Ο Άμλετ είναι ένα έργο του Σέξπιρ.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
È un'amica del mio vicino.
Είναι φίλη του γείτονά μου.

από

preposizione o locuzione preposizionale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La mia macchina nuova è molto più veloce della precedente.
Το καινούριο μου αμάξι είναι πολύ πιο γρήγορο από το παλιό.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Non conosco bene gli scritti di Peirce.
Δεν είμαι εξοικειωμένος με τα γραπτά του Πιρς.

από

preposizione o locuzione preposizionale

La conca è fatta di plastica.
Αυτό το μπολ είναι φτιαγμένο από πλαστικό.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La parte posteriore della stanza era silenziosa.
Το πίσω μέρος του δωματίου ήταν ήσυχο.

του

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
L'economia è la causa della crisi.
Η οικονομία είναι η αιτία της κρίσης.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tutti i mobili sono di pino.
Όλα τα έπιπλα είναι φτιαγμένα από πεύκο.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Abbiamo fatto in bicicletta una distanza di quarantotto chilometri.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η απόσταση των 30 μιλίων μας φάνηκε υπερβολική.

να

preposizione o locuzione preposizionale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La segretaria è stanca di battere a macchina.
Η γραμματέας βαρέθηκε να δακτυλογραφεί.

κατά τη διάρκεια

preposizione o locuzione preposizionale (durante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La strada è rumorosa di giorno, ma molto tranquilla di notte.
Ο δρόμος είναι πολύβουος την ημέρα αλλά πολύ ήσυχος τη νύχτα.

από

preposizione o locuzione preposizionale

Fu privato della libertà.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στερήθηκε τη σειρά του.

ο

preposizione o locuzione preposizionale (εμφατικός τύπος)

Quello scemo di un idraulico ha lasciato una chiave inglese nel tubo.
Αυτός ο ανόητος ο τεχνίτης άφησε ένα κλειδί στο σωλήνα.

από

preposizione o locuzione preposizionale

I colleghi di John lo fanno sentire uno di loro.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La duchessa era una donna di grande raffinatezza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι άθρωπος της ησυχίας.

κατά

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le emissioni di CO2 si sono ridotte del 5% nel corso degli ultimi tre anni.

από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le donne di Parigi sono belle.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ετικέτα στο μπουκάλι του κρασιού έγραφε: "Προϊόν από την Ισπανία".

από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
C'è una città a nord di qui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νότια της πόλης υπάρχει μια αχανής λίμνη.

για

preposizione o locuzione preposizionale

Vorrei parlarti del tuo futuro.
Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου.

από

preposizione o locuzione preposizionale

Morì di crepacuore.
Πέθανε από ραγισμένη καρδιά.

ημέρα, μέρα

(24 ώρες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lettera ci ha messo tre giorni ad arrivare.
Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει.

ημέρα, μέρα

(της εβδομάδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Che giorno sono andato in banca? Martedì?
Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη;

από

(per via di)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
È morto per un virus tropicale.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lo conosco con il nome di battesimo.
Τον ξέρω με το μικρό του όνομα.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tutti i nostri dati provengono da fonti pubblicamente accessibili. // Ho ricevuto questo cappotto da mia madre per il mio compleanno.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La palla ha mancato la finestra per un metro.

φτιαγμένος από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questi armadi qui sono di quercia, mentre quelli là sono di pino.
Αυτά τα ντουλάπια είναι κατασκευασμένα από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι κατασκευασμένα από πεύκο.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La fascia del suo mantello era rossa.
Η ταινία στη μπέρτα του ήταν κόκκινη.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vado sempre a correre di domenica.
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

για

preposizione o locuzione preposizionale (για ερώτηση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Mi chiedeva di tua madre. Che cosa le dico?

σε, με

σε σχέση με κπ/κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josh dice di essere un cugino di terzo grado del presidente.

του

preposizione o locuzione preposizionale

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Il segreto del suo successo è l'attenzione ai dettagli.

από

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bambini sono pieni di entusiasmo.

στην, στις

(fasi del giorno) (για ώρα)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Kevin lavora di notte.
Ο Κέβιν δουλεύει το βράδυ (or: τα βράδια). Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγαίνει, πάντα, για βόλτα στις 4 μ.μ.

πρεσβευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχετικά με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che ne pensi del discorso del presidente?
Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου;

έχει κάτι

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
C'è qualcosa della sua voce che mi innervosisce.
Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.

σχετικά με

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che ne pensi del riscaldamento globale?

λέω

(comunicare) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimmi che cosa ha detto. Finalmente le ho detto quello che era successo.
Πες μου τι είπε.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dexter disse: "Ho fame". Disse che il libro era blu.
O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε.

είπα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se sei vittima di bullismo, riferiscilo al professore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι του είπες;

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io dico che è una cattiva idea.
Λέω ότι είναι κακή ιδέα.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mamma dice di smetterla di litigare o vi metterà in punizione.
Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία.

σχολιάζω, λέω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Ho un'idea migliore", disse Abi.

σα να λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Diceva cose tipo "non voglio fare questo".
Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό».

λέω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I ragazzi sono ragazzi, come dice il proverbio.

καταλαβαίνω

(al condizionale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo diresti che sono ingrassato di cinque chili?
Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά;

λέω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Diciamo che sono tre miglia da qua a là.
Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί.

αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi dirmi chi è?

καταλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È difficile dire chi è con questa luce.

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimmi esattamente come sei arrivato a questa conclusione.

λέω, υποθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Diciamo che ha ragione lui.
Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il colpevole ha deciso di dire la verità.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred ha detto col poco fiato rimasto che qualcuno aveva appena tentato di derubarlo.

στη μόδα, της μόδας

(alla moda)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In questa stagione le minigonne sono in.
Τα μίνι είναι ιν αυτή την εποχή.

δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale (κοντά σε)

Le chiavi sono là, vicino alla porta.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

την ημέρα, τη μέρα

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lavoro di giorno ma potremmo vederci di sera.

εποχής

locuzione avverbiale (γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devi aspettare un altro mese perché i lamponi siano di stagione.
Πρέπει να περιμένεις έναν ακόμη μήνα, για να έρθει η εποχή των βατόμουρων.

του

sostantivo maschile (equini: paternità)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Screaming Thunder, figlio di Screaming Eagle, ha vinto la gara di Preakness.

εκ μέρους

preposizione o locuzione preposizionale (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le porgo da parte del Senatore i migliori auguri per il successo.

εκ μέρους, από την πλευρά

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È stato carino da parte tua farmi un regalo.
Ήταν ωραίο εκ μέρους σου (or: από την πλευρά σου) να μου κάνεις ένα δώρο.

τόσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È così tanto tempo che non ti vedevamo!
Πάει τόσος καιρός από τότε που σε είδαμε τελευταία φορά.

ο λιγότερος

(superlativo)

πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel vaso è estremamente prezioso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην αφήνετε εκτεθειμένα αντικείμενα μεγάλης αξίας.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il professore è tra i massimi esperti nel campo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως.

άτακτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο δάσκαλος αναγκάστηκε να ζητήσει απ' τον άτακτο μαθητή να φύγει απ' την τάξη για να μπορέσουν οι υπόλοιποι μαθητές να κάνουν λίγη δουλειά.

χαρισματικός, ταλαντούχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Μπεν ήταν χαρισματικός ομιλητής.

γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο γεμάτος λάδια μηχανικός πάντα άφηνε μαύρες μουντζούρες στην πόρτα.

τρελός

(καθομ, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A seguito delle sue traversie Karen è diventata pazza ed è stata internata per più di un anno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δικαστήριο έκρινε πως ο δράστης ήταν παράφρων και τον έκλεισαν σε ίδρυμα.

θαλάσσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pesca senza limiti sta danneggiando la fauna marina in tutto il mondo.

που λιώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η πολική αρκούδα έπεσε μέσα στον πάγο που έλιωνε.

αξιοσημείωτος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harold teneva tutti i suoi oggetti preziosi nella cassaforte.
Ο Χάρολντ είχε όλα τα πολύτιμα υπάρχοντά του στο χρηματοκιβώτιο.

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το τραπέζι ήταν ιδιαίτερο (or: ξεχωριστό) διότι το ένα πόδι του ήταν πιο κοντό από τα άλλα, με αποτέλεσμα να κουνιέται αρκετά.

ασήμαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti prego di non seccarmi con reclami irrilevanti.
Σε παρακαλώ μη με ενοχλείς με ασήμαντα παράπονα.

υποβόσκων

(figurato)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Abigail sospettava che fosse il senso di colpa sottostante che aveva spinto Trevor a creare il fondo di beneficenza.
Η Άμπιγκεϊλ υποψιάστηκε ότι η υποβόσκουσα ενοχή του Τρέβορ ήταν αυτή που τον οδήγησε στο να ανοίξει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.

ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo tema è importantissimo.
Η ασφάλεια των παιδιών είναι η σημαντικότερη ανησυχία μας. Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας.

βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το ψωμί και το ρύζι είναι βασικά τρόφιμα.

επινοητικός, εφευρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Χωρίς ηλεκτρισμό, οι φοιτητές αποδείχτηκαν πολύ επινοητικοί.

που κάνει αντίθεση

(colori)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo starebbe bene con una sciarpa di un colore contrastante.

βιαστικός, πρόχειρος

(ενέργεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Για τέτοια προσβολή χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια τυπική συγγνώμη.

αναξιόπιστος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η οικονόμος της είναι τελείως αναξιόπιστη! Την έκλεβε για πολλά χρόνια.

διαπεραστικός, οξύς, δριμύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi è venuto uno sfogo doloroso sulla schiena.

κατ' όνομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συμπαγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le automobili compatte spesso non offrono molto spazio per le gambe.
Τα μικρά αυτοκίνητα δεν έχουν αρκετό χώρο για τα πόδια.

δυναμικός, μαχητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I loro bambini sono esuberanti ma ben disciplinati.
Τα παιδιά τους είναι δυναμικά αλλά πειθαρχημένα.

μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giudice furioso rigettò la domanda di un ulteriore rinvio presentata dall'avvocato.

αξιόλογος, αξιοσημείωτος

(σημαντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quali sono stati i film più memorabili del 2012?
Ποιες ήταν οι πιο αξιόλογος ταινίες του 2012;

πολύτιμος, ανεκτίμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo cimelio inestimabile apparteneva alla mia bisnonna.
Αυτό το πολύτιμο κειμήλιο ανήκε στην προγιαγιά μου.

αναίσθητος, λιπόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έπεσε αναίσθητος την ώρα του φαγητού και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο.

επικριτικός

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος

(superlativo) (ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa è la miglior farina esistente per fare il pane.

ανεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laggiù la gente non sembra molto tollerante. Io non ci tornerei.
Ο κόσμος εκεί δεν έδειχνε και πολύ ανοιχτόμυαλος, δεν θα ήθελα να ξαναπάω.

επίκαιρος

(θέμα, αντικείμενο συζήτησης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un saggio sulle riserve di combustibili fossili adesso sarebbe attuale.
Μια έκθεση σχετικά με τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων θα ήταν επίκαιρη αυτή τη στιγμή.

διάφορος, ποικίλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι υπάλληλοί μας κατάγονται από διάφορα έθνη.

εκλεκτό φαγητό

aggettivo (cibo, vini)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È difficile trovare gli ingredienti per alcune di queste ricette ricercate.

επαρχιακός, τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του di στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.