Τι σημαίνει το quello στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quello στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quello στο Ιταλικό.
Η λέξη quello στο Ιταλικό σημαίνει εκείνος, εκείνος, εκείνος, ό,τι, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, -, αυτός, ένας, αυτός, αυτός, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, τοις μετρητοίς, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, ενδεχομένως, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι., αυτό είναι, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, αυτό χρειάζεται, η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα, ό,τι πρέπει, το μόνο που μπορείς να κάνεις, νόημα, δεύτερο παράπτωμα, αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα, θέμα τύχης, και άλλα, κάνε ό,τι θέλεις, κάνε ό,τι θέλεις, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, κάνω ότι μπορώ, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, παίρνω ό,τι έμεινε, αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζω, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, κτ είναι ό,τι πρέπει, ταιριάζω, που πρόκειται να εγκριθεί, πρωΐνή βάρδια, παίρνω αυτό που μου αξίζει, σαν, κατάλοιπο, απομεινάρι, -, όποιος, πάνω, αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχή, αυτός που, εκείνος που, ο,τιδήποτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quello
εκείνοςpronome (αν είναι μακρυά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ti piace quello? Non è quello che intendevo. Δεν εννοούσα αυτό. |
εκείνοςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Non sono sicuro se mi piace questo o quello. Δεν είμαι σίγουρη αν προτιμώ αυτό ή εκείνο. |
εκείνοςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Vuoi questo o quello? |
ό,τιpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ha fatto quello che gli ho detto di fare. Έκανε αυτό που του είπα να κάνει. |
σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo è il mio cappotto mentre quello è il tuo. |
-pronome (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Non mi piace la felpa blu; preferisco quella rossa. Δεν μου αρέσει το μπλε πουλόβερ. Προτιμώ το κόκκινο. |
αυτόςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Potresti pensare che sia arrabbiato dopo quello che gli hanno fatto, ma non è quello il caso. Θα νόμιζες ότι θα ήταν θυμωμένος μετά από αυτό που του έκαναν, αλλά αυτό δεν ισχύει. |
έναςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Poi quel cane è arrivato e mi è saltato addosso. Τότε, ένας σκύλος ήρθε και όρμηξε πάνω μου. |
αυτός(maschile) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
αυτός
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) La cosa che mi sorprende è che il cane trovava sempre la strada di casa. Αυτό που με εξέπληξε είναι πως ο σκύλος βρήκε το δρόμο για το σπίτι. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che io sappia, la banca ha approvato il prestito. Il capo è nel suo ufficio, per quanto ne so. Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω. |
τοις μετρητοίς(fidarsi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non prendere mai ciò che dice per quello che è: ha sempre dei secondi fini. |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασίαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So che non vuoi cambiarti, ma il mio parere, per quel che possa valere, è che quella gonna ti sta malissimo. |
ενδεχομένωςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείοcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Contribuirò a questo progetto di traduzione per quello che posso. |
Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι.(idiomatico, figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ecco quello che ci voleva! Adesso puoi essere sicuro di vincere la fiera della scienza. |
κάνε αυτό που πρέπει να κάνειςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό χρειάζεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendere un'aspirina è proprio quello che ci vuole per un forte mal di testa. Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο. |
η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδαsostantivo maschile (USA, circuiti da corsa) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ό,τι πρέπει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una settimana di vacanza al sole è proprio quello che ci voleva. |
το μόνο που μπορείς να κάνεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νόημαpronome (καθομιλουμένη,μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per quasi tutti gli studenti, quello che conta è prendere dei buon voti. Negli affari "profitto" è ciò che conta. Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος. |
δεύτερο παράπτωμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In molti sistemi giudiziari un reato è punito più severamente se lo ha commesso una persona già pregiudicata per quello stesso reato. |
αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se vai in galera perderai quello a cui tieni di più, famiglia, carriera. |
θέμα τύχης(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A volte puoi scegliere, ma di solito c'è solo quello che passa il convento. |
και άλλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνε ό,τι θέλειςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando hai finito la tua incombenza fai quello che vuoi. |
κάνε ό,τι θέλειςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Visto che hai finito il tuo lavoro fai quello che vuoi per il resto della giornata. |
αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eric ha fatto quello che poteva con il tempo a disposizione limitato per vedere il più possibile della città. |
βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il meccanico ha detto che vedrà quello che si può fare per riparare la mia auto. |
κάνω ότι μπορώverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δείχνω τον πραγματικό μου εαυτόverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω ό,τι έμεινε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando si prenota una vacanza all'ultimo minuto, il più delle volte bisogna accontentarsi dell'hotel. |
αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μια κατάσταση, ένα γεγονός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ είναι ό,τι πρέπει(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το κρύο καρπούζι είναι ό,τι πρέπει. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
που πρόκειται να εγκριθεί(progetto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρωΐνή βάρδιαsostantivo maschile (turno lavorativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non serve che tu lo pulisca: ci penseranno quelli del turno della mattina a pulirla. |
παίρνω αυτό που μου αξίζειverbo transitivo o transitivo pronominale (cattive azioni) (με αρνητική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se infrangi le regole di proposito e non rispetti l'autorità avrai quello che ti meriti. |
σαν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era un casco come quello che indossano i giocatori di football. Ήταν ένα κράνος σαν αυτό που φοράνε οι παίκτες του ράγκμπι. |
κατάλοιπο, απομεινάρι(persone) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giudice è uno dei residui di una generazione più conservatrice. Ο δικαστής είναι ένα απομεινάρι μιας πιο συντηρητικής γενιάς. |
-(molto colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Puoi fare quello che cavolo vuoi, non me ne frega niente. Μπορείς να κάνεις ότι θες ρε γαμώτο. Χέστηκα! |
όποιος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Prendi quello che ti piace di più. Διάλεξε όποιο σου αρέσει περισσότερο. |
πάνωpronome (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Laura chiese a Karen quale letto preferiva e lei scelse quello sopra. |
αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχήpronome (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Christine credeva che Richard fosse quello giusti, ma lui alla fine l'ha scaricata. Η Κριστίν πίστευε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν η αδελφή ψυχή της. Στο τέλος, όμως, αυτός την παράτησε. |
αυτός που, εκείνος πουpronome (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci sono cinque palloni; quello che è più gonfio verrà usato per la partita. Υπάρχουν πέντε μπάλες και θα χρησιμοποιηθεί για το παιχνίδι αυτή η οποία έχει περισσότερο αέρα. |
ο,τιδήποτεpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Puoi mangiare tutto ciò che è in frigo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quello στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του quello
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.