Τι σημαίνει το grande στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grande στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grande στο Ιταλικό.

Η λέξη grande στο Ιταλικό σημαίνει κεντρικός, τεράστιος, σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα, μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος, τεράστιος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, τέλεια, ευγενής, ξακουστός, μεγάλος, άρχοντας, ευγενής, που συνηθίζει να κάνει κάτι, τεράστιος, σημαντικός, μεγαλώνω, ψηλώνω, ακριβώς, μεγάλος, μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, μεγάλος, πλατιά, μεγάλος άνδρας, μεγάλος, αγνός, καθαρός, φίνος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγαλύτερος, δυνατός, μεγάλος, δυνατός, έντονος, βαρύς, μεγάλος, ενήλικος, ενήλικας, ενήλικος, θρύλος, ευρύχωρος, πολύτιμος, ανεκτίμητος, δεξιοτέχνης, βιρτουόζος, γίνομαι πιο, επιμελώς, εκτιμώ, σέβομαι, τέλεια, φίνα, τζιτζί, παντρεύομαι, μεγαλύτερος, πολύ δημοφιλής, επιτυχία, πολύ μεγάλος, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, διαπρεπής, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος, αρκετά μεγάλος, καλόκαρδος, εξαιρετικά, με ενθουσιασμό, με εγκαρδιότητα, πόσο μεγάλο;, σε μεγάλο βαθμό, έκπληκτα, χονδρικώς, σε υπόληψη, με πολύ κόπο, με μεγάλη προσοχή, με σκληρή δουλειά, σε μεγάλη αφθονία, ο μισός από κτ, στον ορίζοντα, που φέρει την ευθύνη, σε αύξουσα σειρά, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, τέλεια, υπέροχα, τέλεια!, φανταστικά!, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, έμπειρος άντρας, πιάνω την καλή, υπερκατάστημα, αρχηγός, πολλαπλότητα, μεγάλο αφεντικό, μεγάλες επιχειρήσεις, κλοπή μεγάλης αξίας, πληθώρα, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, μεγάλη καρδιά, μεγάλη απόσταση, μεγάλος ζωγράφος, άθλημα που έχει τηλεθέαση, έντονος πονοκέφαλος, μεγάλη προσπάθεια, μεγάλη επιτυχία, απάτη, κοροϊδία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grande

κεντρικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ballo si terrà nella sala grande.
Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού.

τεράστιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
uno tsunami è una grande onda causata da un terremoto o da un vulcano.
Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο.

σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα

sostantivo maschile

È uno dei grandi della storia.

μεγάλος

aggettivo (αριθμός, πλήθος κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fuori dalla porta c'era una grande folla.
Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.

πολύ μεγάλος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aveva una grande passione per le Highlands scozzesi.
Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.

τεράστιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il party è stato un grande successo.
Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.

τεράστιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La morte di lei è stata un grande colpo per lui.
Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La Nona di Beethoven è uno dei grandi pezzi musicali della sua epoca.
Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Churchill fu uno dei grandi leader britannici.
Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας.

τέλεια

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei stato grande.
Τα πήγες πολύ καλά.

ευγενής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È pieno di pensieri grandiosi.

ξακουστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Proveniva da una famiglia importante.

μεγάλος

aggettivo (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La città ha un grande stadio.
Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο.

άρχοντας, ευγενής

sostantivo maschile (noblità: Spagna, Portogallo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που συνηθίζει να κάνει κάτι

sostantivo maschile (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marco è un grande a raccontare storie.

τεράστιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλώνω

aggettivo (informale: adulto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il ragazzo vuole fare il pompiere quando sarà grande.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.

ψηλώνω

aggettivo (altezza)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tuo fratellino si sta facendo davvero grande!

ακριβώς

(άρνηση: με ουσιαστικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non è stato un gran pranzo - solo un po' di spuntini.
New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός.

μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno comprato una grande casa.
Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι.

μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il grandioso hotel dominava il panorama della città.
Το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο κυριαρχούσε στον ορίζοντα της πόλης.

μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλατιά

aggettivo (sorriso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Ντάνυ χαμογέλασε πλατιά προς το κοινό.

μεγάλος άνδρας

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Napoleone è stato un grande della storia, certo non in termini di statura

μεγάλος

aggettivo (cifra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un trilione è un numero molto grande.
Το τρισεκατομμύριο είναι πολύ μεγάλος αριθμός.

αγνός, καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini hanno gridato con grande gioia quando sono stati bagnati con l'acqua.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα μάτια της φωτίστηκαν από αισθήματα αγνής χαράς όταν άκουσε τα νέα.

φίνος

aggettivo (αργκό, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È davvero stupendo, è proprio il migliore!
Είναι απίθανος, απλά δεν υπάρχει.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia educazione ha una grande influenza sulle mie idee circa la povertà.
Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια.

μεγαλύτερος

(fratelli, sorelle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia sorella più grande è sempre cattiva con me.
Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.

δυνατός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'attore ha fatto una grande interpretazione.
Η ερμηνεία του ηθοποιού ήταν δυνατή.

μεγάλος, δυνατός, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli avvenimenti hanno provocato grandi emozioni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

βαρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un forte consumatore di droga.

μεγάλος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È pieno di grandi pretese su quello che ha intenzione di fare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πολιτικοί είναι όλο μεγάλες δηλώσεις λίγο πριν τις εκλογές.

ενήλικος, ενήλικας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gli adolescenti non vedono l'ora di diventare adulti.
Οι έφηβοι ανυπομονούν να γίνουν ενήλικοι.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η Σίντυ έχει τρία ενήλικα παιδιά.

θρύλος

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Einstein è un gigante nel campo della fisica.
Ο Άινσταϊν είναι ένας θρύλος στον τομέα της φυσικής.

ευρύχωρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia auto nuova è spaziosa per essere un'utilitaria.

πολύτιμος, ανεκτίμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo cimelio inestimabile apparteneva alla mia bisnonna.
Αυτό το πολύτιμο κειμήλιο ανήκε στην προγιαγιά μου.

δεξιοτέχνης, βιρτουόζος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrea è un virtuoso del pianoforte.

γίνομαι πιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con la pubertà crescerà.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

επιμελώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

τέλεια

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ce la fai stasera? Grande!

φίνα, τζιτζί

interiezione (complimento) (παλαιό, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grande! Hai vinto il nuovo gioco del Signore degli Anelli!
Τέλεια! Πήρες το καινούριο παιχνίδι του Άρχοντα των Δακτυλιδιών!

παντρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ieri Tom e Rachel si sono sposati in chiesa.

μεγαλύτερος

aggettivo (superlativo) (σε μέγεθος, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tokyo è una delle città più grandi del mondo.
Το Τόκιο είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο.

πολύ δημοφιλής

locuzione aggettivale (μεγάλη δημοτικότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτυχία

(μεγάσλη απήχηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ μεγάλος

Irene ha comprato una scatola di fazzoletti extra large.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαπρεπής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel camion è troppo grande per passare sotto il ponte. Questi vestiti di seconda mano sono troppo grandi per me.
Το φορτηγό είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει κάτω από τη γέφυρα. Αυτά τα ρούχα που δανείστηκα μου είναι πολύ μεγάλα.

αρκετά μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai solo 15 anni, non sei grande abbastanza per avere una carta di credito

καλόκαρδος

locuzione aggettivale (figurato: buono, generoso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαιρετικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le recensioni in grande maggioranza negative hanno tenuto il pubblico lontano dallo spettacolo.
Οι εξαιρετικά αρνητικές κριτικές είχαν ως αποτέλεσμα να μην έρθει κόσμος στο έργο.

με ενθουσιασμό, με εγκαρδιότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La folla diede il benvenuto con grande entusiasmo al gruppo musicale.

πόσο μεγάλο;

avverbio (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando grande è la nave da crociera?
Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο;

σε μεγάλο βαθμό

avverbio (positivo, informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκπληκτα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La vittoria inaspettata della sua squadra lo lasciò a bocca aperta con grande sorpresa.

χονδρικώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho cinque gatti quindi compro il cibo per loro in grande quantità dal magazzino.

σε υπόληψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Molte persone in tutto il mondo tengono in grande considerazione la regina Elisabetta II.

με πολύ κόπο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με μεγάλη προσοχή

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I chirurghi devono effettuare le operazioni a cuore aperto con grande cautela. L'anziana donna camminava con grande attenzione sul marciapiede ghiacciato.
Οι χειρούργοι πρέπει να κάνουν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς με μεγάλη προσοχή. Η ηλικιωμένη γυναίκα περπάτησε με μεγάλη προσοχή στο παγωμένο πεζοδρόμιο.

με σκληρή δουλειά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλη αφθονία

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ο μισός από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου.

στον ορίζοντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που φέρει την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αύξουσα σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

verbo transitivo o transitivo pronominale (slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλεια, υπέροχα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Riusciamo a incontrarci domani alle 14? Perfetto!
Μπορείτε να με δείτε αύριο στις δύο το μεσημέρι; Τέλεια!

τέλεια!, φανταστικά!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Puoi venire sabato? Magnifico!
Θα μπορέσεις να έρθεις το Σάββατο; Τέλεια!

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

(ironico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμπειρος άντρας

sostantivo maschile

I grandi statisti sono rispettati da tutti coloro che ci lavorano insieme.

πιάνω την καλή

sostantivo maschile (figurato, informale) (βγάζω πολλά χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanno fatto un colpaccio l'anno scorso comprando palazzi di appartamenti.

υπερκατάστημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il grande negozio di mobili sta facendo degli sconti sui divani.

αρχηγός

sostantivo maschile (colloquiale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολλαπλότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλο αφεντικό

sostantivo maschile (ironico, informale) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Oggi il grande capo farà un'ispezione.

μεγάλες επιχειρήσεις

sostantivo femminile

Ci si aspetta che le grandi aziende mantengano la capacità dell'America di competere nel mercato mondiale.

κλοπή μεγάλης αξίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληθώρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pare che gli idioti siano sempre in grande abbondanza.

μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση

sostantivo femminile

C'è una forte domanda per le utilitarie, signore.

μεγάλη καρδιά

sostantivo maschile (μεταφορικά)

Si sa che è una donna dal cuore grande, che aiuta la gente in difficoltà. I volontari dell'ospedale hanno un cuore grande.

μεγάλη απόσταση

sostantivo femminile

Kane ha segnato un magnifico goal da una grande distanza.

μεγάλος ζωγράφος

sostantivo maschile (pittura) (του παρελθόντος)

Rembrandt e Leonardo da Vinci si contano tra i grandi maestri.

άθλημα που έχει τηλεθέαση

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La mia idea del fare allenamento è di accendere la TV e guardare lo sport di grande popolarità.

έντονος πονοκέφαλος

Potresti spegnere la musica? Mi sta facendo venire un mal di testa insopportabile.

μεγάλη προσπάθεια

μεγάλη επιτυχία

Gli spaghetti al ragù di Max sono stati un grande successo con la sua ragazza.

απάτη, κοροϊδία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le grandi masse saranno più facilmente vittime di una grande bugia che di una piccola.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grande στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του grande

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.