Τι σημαίνει το altro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης altro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του altro στο Ιταλικό.
Η λέξη altro στο Ιταλικό σημαίνει άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλος, άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, άλλος, άλλος, επιπρόσθετος, ακόμη, επιπρόσθετος, δεύτερος, άλλος, άλλος ένας, αλλαγμένος, εναπομείναν, σίγουρα, οπωσδήποτε, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, στο εξωτερικό, εγγυητής, εγγυήτρια, κάτι άλλο, οτιδήποτε άλλο, συνάνθρωπος, παρενδυσία, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, απλωμένος, ένθετος, ίσος, ισότιμος, διαζευκτικός, από άλλον κόσμο, σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο, ακόμα ένας, μόλις έχει αρχίσει, σε κίνηση, παραθετικός, κανείς άλλος, επιπλέον, επιπροσθέτως, επίσης, ακόμα, τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα, κάπως, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, κάθε άλλο παρά, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ακριβώς απέναντι, όσο τίποτε άλλο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τις προάλλες, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, από την μία μέρα στην άλλη, από το ένα άκρο στο άλλο, διαφορετικά, αλλιώς, σε σειρά, διαφορετικά, με άλλον τρόπο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακριβώς το αντίθετο, μεταξύ άλλων, τίποτα άλλο εκτός από, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, από μέρα σε μέρα, είτε έτσι είτε αλλιώς, εν τω μεταξύ, κάθε άλλο, πού αλλού, παρά, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, μεταξύ άλλων, στο μέλλον, από την άλλη, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, ο ένας ή ο άλλος, ασφαλώς, βεβαίως, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, συγκατηγορούμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης altro
άλλοςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Non quella maglia, quell'altra. Όχι αυτό το πουκάμισο, το άλλο. |
άλλος ένας, κι άλλος ένας(ulteriore) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vorrei un'altra tazza di caffè, per favore. Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ. |
άλλοςaggettivo (alternativa, differenza) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Non posso indossare quel vestito rosa! Hai qualcos'altro? Δε μπορώ να φορέσω αυτό το ροζ φόρεμα! Κάτι άλλο δεν έχεις; |
άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è un'altra soluzione al problema? Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα; |
άλλοςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Quanta altra gente viene? Πόσοι ακόμα θα έρθουν; |
άλλοςaggettivo (aggiunta, misura maggiore) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Prendo le mele, ma cos'altro hai? Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις; |
άλλος ένας, κι άλλος έναςpronome (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prima Alfie ha mangiato un biscotto, poi ne ha mangiato un altro. Πρώτα, ο Αλ έφαγε ένα μπισκότο, μετά έφαγε ακόμα ένα (or: ακόμη ένα). |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ho solo un'altra cosa da fare. Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω. |
άλλοςaggettivo (όχι ο ίδιος) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Questa è tutta un'altra storia. Αυτή είναι εντελώς διαφορετική (or: μια εντελώς διαφορετική) υπόθεση. |
άλλοςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) In altri tempi lo si faceva diversamente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι το έκαναν διαφορετικά. |
άλλοςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I gemelli sono così simili che non riesco a distinguere l'uno dall'altro. |
επιπρόσθετος(παραπάνω από το κανονικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε. |
ακόμη
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα ήθελα ένα καλό αυτοκίνητο και πολλά πράγματα ακόμη. |
επιπρόσθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avremo bisogno di altro personale per terminare questo progetto. // Un altro vantaggio del nuovo forno è il fatto di essere autopulente. Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ. |
δεύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorrei un'altra tazza di tè, per cortesia. |
άλλος, άλλος έναςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Questa guerra sembra un nuovo Vietnam. |
αλλαγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εναπομείνανaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί; |
σίγουρα, οπωσδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που δε μοιάζει με τίποτε άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο εξωτερικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγγυητής, εγγυήτριαsostantivo maschile (diritto) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κάτι άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam voleva gamberetti per cena ma si è dovuta accontentare di qualcos'altro. Ο Σαμ ήθελε γαρίδες για βραδινό, αλλά έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι άλλο. |
οτιδήποτε άλλοpronome (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ti serve qualcos'altro? Vuoi che prenda qualcos'altro nei negozi? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά; |
συνάνθρωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
παρενδυσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Indossa qualunque dei due vestiti - sembrano tutti e due carini. Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία. |
ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Certo, puoi andare. Ασφαλώς, μπορείς να πηγαίνεις. |
κάτι άλλο, κάτι ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Desideri qualcos'altro da bere? Θα ήθελες να πιεις κάτι ακόμα; |
απλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ένθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I tavoli annidati possono essere riposti in poco spazio. |
ίσος, ισότιμοςaggettivo (raro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαζευκτικός(με δύο επιλογές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La questione è spesso presentata come o l'uno o l'altro: o si accetta entusiasti tutte le tecnologie o si resta indietro con i tempi. Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης. |
από άλλον κόσμοaggettivo (letteralmente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fantasmi e folletti non appartengono a questo mondo |
σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμοverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando leggo le lettere del mio amico dall'Africa mi rendo conto che viviamo in due mondi diversi. Όταν διάβασα τα γράμματα του φίλου μου από την Αφρική κατάλαβα ότι είναι σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη. |
ακόμα έναςaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
μόλις έχει αρχίσειlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε κίνησηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo la rapina in banca, andava continuamente da un posto all'altro tentando di sfuggire alla polizia. |
παραθετικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κανείς άλλοςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιπλέον, επιπροσθέτως, επίσης, ακόμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Inoltre fare questo è legale. Επιπλέον, αυτό είναι νόμιμο. |
τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Durante la notte sono spuntate altre zucchine. Και άλλα κολοκύθια είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. |
κάπωςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'ho ordinato settimane fa. Dovrebbe arrivare da un giorno all'altro. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
κάθε άλλο παρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo nuovo romanzo è tutto tranne che noioso. Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του. |
είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόποlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακριβώς απέναντι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I miei suoceri si sono trasferiti proprio di fronte a noi, il che è utile quando abbiamo bisogno di lasciare i bambini a qualcuno. |
όσο τίποτε άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suono del pianto dei bimbi mi irrita come nient'altro. |
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jan studiò la parete rocciosa e decise che l'avrebbe scalata in un modo o nell'altro. |
τις προάλλες(giorni fa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'altro giorno siamo andati a fare snowboard e ci siamo divertiti molto. Siamo ancora buoni amici: ci siamo visti per un caffè giusto l'altro giorno. |
όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από την μία μέρα στην άλληavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tempo qui è davvero imprevedibile, cambia totalmente da un giorno all'altro. |
από το ένα άκρο στο άλλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un campo da football americano misura, da un'estremità all'altra, 100 iarde. |
διαφορετικά, αλλιώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dobbiamo affrontare il problema in un altro modo. |
σε σειρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quattro ristoranti della catena sono stati chiusi uno dopo l'altro. |
διαφορετικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Così non va bene. Dobbiamo affrontare il problema in un altro modo. |
με άλλον τρόποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si accorse presto che avrebbe dovuto mantenersi in altro modo. |
με τον έναν ή τον άλλο τρόποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vorrei poterlo aiutare in qualche modo perché merita di riuscirci. |
ακριβώς το αντίθετοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi dicono di essere socialista. Tutt'altro, sono un conservatore. |
μεταξύ άλλωνavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La famiglia biologica dei canidi include, tra l'altro, cani, volpi e lupi. |
τίποτα άλλο εκτός απόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Provo solo ammirazione per chi parla più lingue. |
με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απ' τη μια στιγμή στην άλλη(ξαφνικά, απρόσμενα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από μέρα σε μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
είτε έτσι είτε αλλιώςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εν τω μεταξύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάθε άλλο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo piatto era tutt'altro che squisito. La gara non è ancora finita per niente. Το πιάτο κάθε άλλο παρά νόστιμο είναι. Ο διαγωνισμός κάθε άλλο παρά τελείωσε. |
πού αλλού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Certi americani pensano che il controllo pubblico sul sistema sanitario non sia altro che una forma di socialismo. Ορισμένοι Αμερικανοί θεωρούν ότι η αμέλεια που δείχνει η κυβέρνηση για την υγεία δεν είναι παρά σοσιαλισμός. |
που είναι πολύ διαφορετικός από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vivere in Canada è tutt'altra cosa rispetto a come è abituata a Haiti. Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή. |
μεταξύ άλλωνlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho ripulito il cassetto delle cianfrusaglie e ho trovato, tra le altre cose, il mio vecchio regolo calcolatore. |
στο μέλλον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In futuro, voglio imparare a suonare il pianoforte. Θέλω να μάθω να παίζω πιάνο στο μέλλον. |
από την άλλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Voglio davvero vedere questo film; d'altra parte piove e sono stanco. |
κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμήlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο ένας ή ο άλλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασφαλώς, βεβαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) «Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)! |
συγκατηγορούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του altro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του altro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.