Τι σημαίνει το mai στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mai στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mai στο Ιταλικό.
Η λέξη mai στο Ιταλικό σημαίνει ποτέ, ποτέ, μα ποτέ, ποτέ, ποτέ, ουδέποτε, ποτέ, ποτέ, ποτέ, γιατί, σχεδόν, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, γιατί, αδιάκοπος, ασταμάτητος, πώς και...;, διαχρονικός, αλάνθαστος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, ποτέ ξανά, σχεδόν ποτέ, και αν, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, σπάνια... και αν, ποτέ, περισσότερο από ποτέ, του αγίου ποτέ, ποτέ, σχεδόν ποτέ, ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα, ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ποτέ πριν, ποτέ, ποτέ ξανά, σχεδόν ποτέ, όσο δεν πάει άλλο, διαρκώ για πάντα, αν ποτέ, χωρίς γυρισμό, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, πώς και, κάλλιο αργά παρά ποτέ, Πώς και έτσι;, Μην τα παρατάς!, όχι πάλι, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, ποιος να το 'λεγε;, Έλα!, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, Ποτέ ξανά!, γιατί στο καλό, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, ποτέ δε σταματώ, διαρκώ για πάντα, συνεχίζω επ'άπειρον, που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται, κάτι που δεν ξέρω, ίσως και ποτέ, Πώς κι έτσι;, τι να πεις, τι στην ευχή, αντέχω/κρατάω για πάντα, κινούμαι,μετακινούμαι, που δεν έχει συμμετάσχει σε διεθνή αθλητική οργάνωση, ξεκάρφωτος, άσχετος, δύσκολος, πότε, γιατί, για δες, μέδεν, φίλος στα εύκολα, ποιος, κάνω κτ διαχρονικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mai
ποτέavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei mai stato a New York? Έχεις πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη; |
ποτέavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non sono mai stato in Cina. Audrey non mente mai. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω πάει ποτέ στην Κίνα. |
μα ποτέ(εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono mai, dico mai, stato a Parigi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω πει ποτέ μου ψέματα. |
ποτέ(enfatico) (εμφατικός τύπος, καθομ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sposare quello sfigato? Mai e poi mai! Να παντρευτώ αυτόν τον βλάκα; Ποτέ! |
ποτέ, ουδέποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quella sera Bob non è mai uscito di casa. |
ποτέavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ποτέavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ποτέlocuzione aggettivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I Beatles sono stati uno dei gruppi più famosi di sempre. Οι Μπιτλς ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα που υπήρξαν ποτέ. |
γιατί
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Perché sorridi così? Γιατί χαμογελάς έτσι; |
σχεδόν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του. |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
γιατί
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Perché questa minestra è già fredda? Γιατί κρύωσε ήδη η σούπα; |
αδιάκοπος, ασταμάτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un vento irrequieto soffiava tra gli alberi. |
πώς και...;(informale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Come mai i tuoi cappelli sono tutti neri? Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου; |
διαχρονικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλάνθαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ
|
ποτέ ξανάlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σχεδόν ποτέavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non bevo quasi mai di mattina. Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί. |
και ανcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In questa parte del paese, se proprio nevica, lo fa solo per qualche giorno all'anno. Σε αυτό το τμήμα της χώρας χιονίζει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, και αν. |
ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non avevo mai visto un cane così brutto in vita mia! Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί! |
σπάνια... και ανlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ho quasi mai tempo di rilassarmi e leggere un libro. Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν. |
ποτέavverbio (figurato, informale: mai) (ιδιωματισμός) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stai sognando! - sarà finito nell'anno del mai. |
περισσότερο από ποτέlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le tue storie d'avventura mi fanno più che mai venir voglia di viaggiare. Dopo aver trascorso il weekend con lui, mi piace più che mai. Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. Έχοντας περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ. |
του αγίου ποτέ(ιδιωματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ποτέavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è mai stato così felice come il giorno che si è finalmente licenziato da quel lavoro tremendo. |
σχεδόν ποτέavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dopo essere stata aggredita e derubata Miriam non usciva quasi mai di casa. |
ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si lamentava senza posa delle nuove regole. |
ποτέ ξανάavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono sicuro che non oserà mai più fare una cosa simile. |
ποτέ ξανά, ποτέ πρινavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come mai prima d'ora le donne scelgono sempre di più di rimanere single. |
ποτέ, ποτέ ξανάavverbio (mai più) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non ti scorderò mai e poi mai. |
σχεδόν ποτέavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non mangio quasi mai gelato, ma due o tre volte l'anno me lo concedo. |
όσο δεν πάει άλλο(livello, grado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Έλενα το διασκέδασε όσο δεν πάει άλλο στο πάρτυ. |
διαρκώ για πάνταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio amore per te non morirà mai. |
αν ποτέcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Passa pure, se mai ti andasse di fare quattro chiacchiere. |
χωρίς γυρισμόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha lasciato il Paese per non tornare più. Suo figlio partì per la guerra e non tornò mai più. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. |
τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi decidere, se vuoi andare al concerto è ora o mai più. |
πώς καιavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come mai non sei al lavoro oggi? Πώς και δεν είσαι στη δουλειά; |
κάλλιο αργά παρά ποτέinteriezione (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πώς και έτσι;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Μην τα παρατάς!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Forza ragazzi, potete ancora vincere la partita! Non mollate mai! |
όχι πάλιinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adesso basta! Ti ho già detto che la salsa di pomodoro è difficile da togliere dalle camicie bianche! |
ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ποιος να το 'λεγε;interiezione (sorpresa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eh, è proprio interessante. Chi l'avrebbe mai detto! |
Έλα!(idiomatico) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ehi, chi l'avrebbe mai detto! Alla fine siamo riusciti ad arrivare in tempo! |
Να περνάς καλά, Καλά να περνάςinteriezione (colloquiale) (με ειρωνική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ποτέ ξανά!interiezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
γιατί στο καλό(colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αληθινός άντρας, σωστός άντραςsostantivo maschile (μεταφορικά) Un vero uomo non ha paura di dimostrare i propri sentimenti in pubblico. |
ποτέ δε σταματώverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La stupidità di quel conduttore radiofonico non finisce mai di sorprendermi. |
διαρκώ για πάνταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensavo che la lezione non sarebbe finita mai. |
συνεχίζω επ'άπειρονverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεταιaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι που δεν ξέρω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν ήξερα τον κανόνα ότι δεν κάνει να τρώμε ποπ κορν στο γραφείο. |
ίσως και ποτέcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου. |
Πώς κι έτσι;avverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vi siete lasciati? E come mai? Χωρίσατε; Πώς κι έτσι; |
τι να πειςinteriezione (ironico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τι στην ευχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mi hai ancora detto cosa diavolo stai facendo qui. |
αντέχω/κρατάω για πάντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il suo amore per lei è imperituro, non la dimenticherà mai. |
κινούμαι,μετακινούμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovresti muoverti di più e non stare seduto di fronte al pc tutto il giorno! |
που δεν έχει συμμετάσχει σε διεθνή αθλητική οργάνωσηlocuzione aggettivale (sport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκάρφωτος, άσχετος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me ne stavo seduta lì e questo ragazzo sconosciuto mi chiese di andare via con lui. |
δύσκολος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Josie era una bambina a cui non andava mai bene niente e incline a fare i capricci. |
πότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando te l'ha dato? Non l'ho mai visto prima. |
γιατίlocuzione avverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
για δες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέδενlocuzione aggettivale (cavallo) (άλογο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La cavalla non aveva mai vinto una corsa e alla sua prima gara in pochi hanno puntato su di lei. |
φίλος στα εύκολα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποιοςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Chi sarà mai alla porta? Ποιος να είναι στην πόρτα; |
κάνω κτ διαχρονικόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mai στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mai
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.