Τι σημαίνει το oltre στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oltre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oltre στο Ιταλικό.

Η λέξη oltre στο Ιταλικό σημαίνει πάνω από, περισσότερο από, πέρα από, παραπέρα, περισσότερο, πέρα, πάνω, πέρα από, πάνω από, πέρα από, πέρα από, μακριά από, πάνω από, πάνω από, πέρα από, περισσότερο από, πάνω από, στον επόμενο, πάνω από, πάνω από, μετά, προς τα πάνω, πάνω από, πάνω από, -, έξω από, πέρα από, πάνω από, εκτός από κτ, εκτός από, πέρα από, εκτός από, πέρα από, πέρα από, εκτός από, παραπάνω, με ακραίες τιμές, περνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, καθυστερημένος, αργοπορημένος, εκτός ορίων, πέραν αμφιβολίας, ακατανόητος, εξωστρεφής, υπερβολικός, ακραίος, εκτός, εκτός από, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, καθώς και, καθώς επίσης, μετά το κλείσιμο, εκτός ορίων, υπέρμετρα, και, υπερβάλλων ζήλος, πέρα από κτ, υπέρ το δέον, το κερασάκι στην τούρτα, το παρακάνω, τεντώνομαι υπερβολικά, πηδώ στην άλλη μεριά, σκαρφαλώνω πάνω από κτ, περνάω από δίπλα, προεξέχω, δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις, πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις, ξεπερνάω, πάνω από τον προϋπολογισμό, έξω από τα κυβικά μου, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, περνάω, ξεπερνάω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, που δεν κάνει το κάτι παραπάνω, εκτός ορίων, προχωρώ παραπέρα, πέρα από κάθε προσδοκία, συν, δεν καταλαβαίνω κτ, περνάω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oltre

πάνω από, περισσότερο από, πέρα από

preposizione o locuzione preposizionale (χρόνος)

L'hotel non può fermare prenotazioni oltre le settantadue ore.
Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να κρατήσει τα δωμάτια πέραν των εβδομήντα δύο ωρών.

παραπέρα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voleva andare al paese vicino e poi ancora oltre.

περισσότερο, πέρα, πάνω

Nick non voleva spendere oltre i venti dollari.

πέρα από, πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

La soluzione al problema va oltre il mio campo di conoscenza.
Η λύση στα προβλήματά σου είναι πέρα από (or: πάνω από) τις γνώσεις μου.

πέρα από

(απόσταση)

Si vedevano delle nuvole al di là delle montagne.
Σύννεφα φαίνονταν πέρα από τα βουνά.

πέρα από, μακριά από

preposizione o locuzione preposizionale

È cambiata al di là di ogni immaginazione a causa di tutto lo stress nella sua vita.
Όλα τα άγχη που πέρασε στη ζωή της την άλλαξαν τόσο που πια δεν αναγνωρίζεται.

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

Lui è oltre l'età pensionabile secondo la sua azienda.
Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.

πάνω από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oltre il 40% dei votanti respinge.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους δεν συμφωνούν.

πέρα από

περισσότερο από

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dicono che oltre 2000 persone muoiono di infarto ogni anno.

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il dizionario contiene più di 300.000 termini. Mia figlia ha oltre 60 bambole di porcellana nella sua collezione.

στον επόμενο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

A Rio de Janeiro la temperatura va oltre i 40 gradi d'estate.
Η θερμοκρασία στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς το καλοκαίρι.

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono un po' dopo la farmacia adesso.
Είμαι λίγο μετά το φαρμακείο τώρα.

προς τα πάνω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La traduttrice ha corretto il preventivo al rialzo quando il cliente ha chiesto del lavoro in più.

πάνω από

locuzione aggettivale

Nel Regno Unito devi avere più di diciotto anni per comprare alcolici. Si stima che a queste elezioni l'affluenza possa essere maggiore dell'80%.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές.

πάνω από

Questo prodotto non dovrebbe essere usato a temperature di trenta gradi o più.
Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς.

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È passato davanti alla farmacia.
Πέρασε το φαρμακείο.

έξω από, πέρα από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Temo che questa richiesta sia al di fuori delle mie competenze.

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

Non riuscivo a sentire il telefono oltre il rumore del ristorante.

εκτός από κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oltre all'articolo in sé includerò una bibliografia completa.
Εκτός απ' την ίδια την εργασία, έχω συμπεριλάβει και πλήρη βιβλιογραφία.

εκτός από, πέρα από

preposizione o locuzione preposizionale

Non c'è nessuno in casa a parte me e il cane.
Δεν είναι κανείς στο σπίτι εκτός από (or: πέρα από) εμένα και τον σκύλο μου.

εκτός από, πέρα από

preposizione o locuzione preposizionale

Oltre ai soldi Ralph voleva anche un lavoro.
Εκτός από (or: Πέρα από) χρήματα, ο Ραλφ ήθελε επίσης μια δουλειά.

πέρα από, εκτός από

Oltre a questo non so che dire.
Πέρα από (or: Εκτός από) αυτό, δεν ξέρω τι να πω.

παραπάνω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho lavato i piatti, ma oltre a questo nient'altro.
Έπλυνα τα πιάτα αλλά δεν έκανα τίποτα άλλο.

με ακραίες τιμές

(oltre ogni limite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla osservava il corteo che passava.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(emotivamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscivo a superare la mia delusione per il fatto che il viaggio era stato cancellato.

καθυστερημένος, αργοπορημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Avrei dovuto consegnare il mio saggio ieri e adesso sono oltre la scadenza.
Υποτίθεται πως θα παρέδιδα το δοκίμιό μου χτες. Τώρα πλέον είναι καθυστερημένο.

εκτός ορίων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La città era oltre il limite per gli studenti del collegio.

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La teoria dell'evoluzione è scientificamente al di là di ogni dubbio.

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La teoria quantistica era al di là delle capacità di comprensione di Simon. È oltre ogni comprensione che cosa ci trovi lei in lui!
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

εξωστρεφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικός, ακραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτός, εκτός από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Non c'erano altre candidature, a parte quelle interne ricevute in precedenza. Il ristorante era deserto, a parte una coppia seduta a un tavolo vicino alla finestra.
Δεν υπήρχαν αιτήσεις, εκτός από τις εσωτερικές που ελήφθησαν νωρίτερα. Εκτός από ένα ζευγάρι που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, το εστιατόριο ήταν έρημο.

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questa è oltre ogni dubbio la canzone migliore del CD.

καθώς και, καθώς επίσης

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho le qualifiche da voi richieste e, oltre a ciò, ho diversi anni di esperienza.
Διαθέτω τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας.

μετά το κλείσιμο

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è consentito ai bar di vendere alcolici dopo l'orario di chiusura.

εκτός ορίων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Durante la guerra molte spiagge erano acceso vietato per i civili.
Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες.

υπέρμετρα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

και

Il nostro vicino ha portato una torta e anche del succo di frutta per tutti.
Ο γείτονάς μας έφερε κέικ καθώς και χυμό για όλους.

υπερβάλλων ζήλος

(επιδεικνύω)

πέρα από κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'atleta si allena due ore al giorno, e ciò oltre agli allenamenti con i compagni di squadra.
Ο αθλητής προπονείται 2 ώρες την ημέρα πέρα από την εξάσκηση που κάνει με τους συμπαίκτες του.

υπέρ το δέον

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Va sempre ben oltre ciò che ci si aspetta da lei.
Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν.

το κερασάκι στην τούρτα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα.

το παρακάνω

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ti avevo già messo in guardia per la tua disobbedienza, ma questa volta hai proprio esagerato!

τεντώνομαι υπερβολικά

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

Per prendere la corda, Daniel si è spinto troppo oltre ed è caduto.

πηδώ στην άλλη μεριά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαρφαλώνω πάνω από κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω από δίπλα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προεξέχω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tetto sporge oltre il portico di circa un metro.
Η οροφή προεξέχει από τη βεράντα κατά ένα μέτρο περίπου.

δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compagnia aerea ha accettato troppe prenotazioni del volo e alcuni passeggeri sono stati costretti a prendere il volo successivo.

πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνάω

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per avere successo devi andare ben oltre quello che si aspetta il cliente.

πάνω από τον προϋπολογισμό

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξω από τα κυβικά μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, ξεπερνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo andare oltre i 5.000 piedi prima di accamparci.
Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il missile è andato oltre il bersaglio.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei si è recata oltre il confine.

ξεπερνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: un'abitudine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard ha superato il vizio di succhiarsi il pollice.
Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του.

που δεν κάνει το κάτι παραπάνω

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτός ορίων

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La cannoniera sparò dei colpi di avvertimento nei confronti di un peschereccio che si era spinto oltre il limite.

προχωρώ παραπέρα

verbo intransitivo (μεταφορικά)

Se tutti hanno capito passiamo oltre.
Αν το κατάλαβαν όλοι, ας προχωρήσουμε παραπέρα.

πέρα από κάθε προσδοκία

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συν

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La casa ha molti armadi oltre a dello spazio aggiuntivo nella soffitta.

δεν καταλαβαίνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti questi discorsi sull'economia vanno al di là della mia comprensione.

περνάω κτ πάνω από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fantino fece saltare il proprio cavallo oltre il cancello.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oltre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.