Τι σημαίνει το o στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης o στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του o στο Ιταλικό.

Η λέξη o στο Ιταλικό σημαίνει Ο, ή, Ο, -, ή, είτε, ή, Δ, ή αλλιώς, ή εναλλακτικά, αναίσθητος, ή/και, δακτύλιος κυκλικής διατομής, είσοδος/έξοδος, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, κορνιζαρισμένος, μετονομάζω, όντως, πράγματι, πόιντερ, φιλανθρωπική συνεισφορά, φιλανθρωπική προσφορά, περίπου, σχεδόν, καπούτ, πάπαλα, διαζευκτικός, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, περίπου δέκα, τελικά, περίπου, χοντρικά, κάπως, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, δηλαδή, σε κάποιο βαθμό, κάποια άλλη στιγμή, βρέξει χιονίσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, περίπου, πάνω κάτω, λίγο πολύ, κατά προσέγγιση, περίπου, κάπου εδώ κοντά, όπου να' ναι, περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, ή παραπάνω, ή περισσότερο, βρέξει χιονίσει, είμαι δεν είμαι έτοιμος, είτε έτσι είτε αλλιώς, ή πιο συγκεκριμένα, ή, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, ζήτημα ζωής και θανάτου, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, στο μέλλον, είτε το πιστεύεις είτε όχι, είτε σ' αρέσει είτε όχι, λίγο πάνω, λίγο κάτω, ή όχι, μια-δυο φορές, ο ένας ή ο άλλος, αδελφική σχέση, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, ξίδια, νοκ άουτ, συμβιβαστής, μπερές, σύρμα, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, αεικίνητος, φρυγανιά σικάλεως, τέχνη απόδρασης, χρήστης, χτύπημα νοκ άουτ, ζήτημα ζωής και θανάτου, έθιμο του Χαλοουίν, φάρσα ή κέρασμα, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια, αντίδραση πάλης ή φυγής, παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα, κορώνα ή γράμματα, περίπου, υπόψιν, υπόψιν, συγκρουόμενος, όλα ή τίποτα, στρίβω κέρμα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, αναζητώ, ψάχνω, αφήνω ξερό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάποτε, ίσως και ποτέ, σε λίγο, με οποιοδήποτε τρόπο, ανεξαρτήτως, περίπου, το καλό που σου θέλω, φάρσα ή κέρασμα, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, δυσκίνητος, μπατάλικος, μουσικό mashup, χτύπημα νοκ άουτ, fight-or-flight. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης o

Ο

sostantivo femminile (alfabeto) (γράμμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non capisco se questa è una o "o" uno zero.
Δε μπορώ να ξεχωρίσω αν αυτό είναι όμικρον ή μηδέν.

ή

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le isole sono conosciute come Falkland, o Isole Malvine.
Τα νησιά είναι γνωστά ως Νήσοι Φώκλαντ ή Νήσοι Μαλβίνες.

Ο

sostantivo maschile (chimica: ossigeno) (συντομογραφία: χημεία κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il simbolo dell'ossigeno nelle formule chimiche è O.
Το σύμβολο του οξυγόνου στους χημικούς τύπους είναι το Ο.

-

congiunzione (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Torno tra due o tre minuti.
Επιστρέφω σε δυο-τρία λεπτά.

ή

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Vuoi quello verde o quello blu?
Θέλεις το πράσινο ή το μπλε;

είτε, ή

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Dovresti o chiamarlo o mandargli un'e-mail.
Θα έπρεπε είτε να του τηλεφωνήσεις είτε να του στείλεις ένα email.

Δ

abbreviazione (ovest) (συντομογραφία: Δύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ή αλλιώς, ή εναλλακτικά

congiunzione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scegli prosciutto e uova, oppure prosciutto e formaggio.
Επίλεξε ζαμπόν και αυγά ή αλλιώς ζαμπόν και τυρί.

αναίσθητος

(pugilato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ή/και

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

δακτύλιος κυκλικής διατομής

sostantivo maschile (meccanica: guarnizione ad anello)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il disastro della navetta spaziale Challenger risultò essere dovuto a un difetto nella guarnizione ad anello nel razzo booster.

είσοδος/έξοδος

abbreviazione (interfaccia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Indossa qualunque dei due vestiti - sembrano tutti e due carini.
Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία.

κορνιζαρισμένος

(foto, quadri, ecc.)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Trudy ha appeso alcune stampe incorniciate alle pareti.
Η Τρούντι κρέμασε μερικές κορνιζαρισμένες αφίσες στους τοίχους.

μετονομάζω

(κάποιον/κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comune ha rinominato la via "Palm Boulevard".

όντως, πράγματι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πόιντερ

(cane)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φιλανθρωπική συνεισφορά, φιλανθρωπική προσφορά

περίπου, σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il progetto è terminato? - Quasi. Devo solo sistemare un paio di cose.

καπούτ, πάπαλα

aggettivo (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαζευκτικός

(με δύο επιλογές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La questione è spesso presentata come o l'uno o l'altro: o si accetta entusiasti tutte le tecnologie o si resta indietro con i tempi.
Το θέμα διατυπώνεται, συχνά, ως διαζευκτική επιλογή: είτε αποδέχεσαι πρόθυμα κάθε είδους τεχνολογία είτε είσαι παλιομοδίτης.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Userò praticamente lo stesso metodo di George per fare questi cambiamenti.

περίπου δέκα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tra una decina di giorni avrò finito tutti gli esami.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alla fine ha deciso di comprare la macchina verde.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

περίπου, χοντρικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oggi Martin ha lavorato all'incirca otto ore.
Ο Μάρτιν δούλεψε περίπου οχτώ ώρες σήμερα.

κάπως

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan studiò la parete rocciosa e decise che l'avrebbe scalata in un modo o nell'altro.

αργά ή γρήγορα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se continuerai a fare la vita del criminale prima o poi finirai in prigione!

δηλαδή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi dispiace. Vale a dire che non lo farò più.
Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω.

σε κάποιο βαθμό

avverbio

Devi ammettere che la colpa è in parte anche tua.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

κάποια άλλη στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βρέξει χιονίσει

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che piova o tiri vento, noi domani si va in spiaggia!

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vorrei poterlo aiutare in qualche modo perché merita di riuscirci.

περίπου, πάνω κάτω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Beh, penso che questo sia più o meno tutto, quindi chiudiamo qui la discussione.

λίγο πολύ

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Più o meno, ho deciso di ritardare la mia iscrizione al college di un anno.
Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

κατά προσέγγιση, περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Più o meno qui tanto tempo fa c'era una fattoria.

κάπου εδώ κοντά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπου να' ναι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Chiama ogni giorno alla stessa ora; in effetti dovrebbe chiamare più o meno adesso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά.

περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il contenitore poteva contenere circa un litro d'acqua.
Το δοχείο χωρούσε περίπου (or: κατά προσέγγιση) ένα λίτρο νερό.

με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή παραπάνω, ή περισσότερο

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci vorranno due ore o più per guidare attraverso Chicago.

βρέξει χιονίσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La maratona si farà con la pioggia o con il sole, ma sarà rimandata in caso di fulmini.

είμαι δεν είμαι έτοιμος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pronto o no, devo fare l'esame finale oggi.

είτε έτσι είτε αλλιώς

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ή πιο συγκεκριμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ή

(διάζευξη: ή το ένα ή το άλλο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
O mi ami o no!
Ή μ' αγαπάς ή δε μ' αγαπάς!

ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Andremo alla partita, che piova o no.
Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει.

ζήτημα ζωής και θανάτου

(κρίσιμη κατάσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi per la nostra squadra o la va o la spacca.

τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi decidere, se vuoi andare al concerto è ora o mai più.

στο μέλλον

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In futuro, voglio imparare a suonare il pianoforte.
Θέλω να μάθω να παίζω πιάνο στο μέλλον.

είτε το πιστεύεις είτε όχι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che tu lo creda o no, ho appena vinto il jackpot della lotteria nazionale!

είτε σ' αρέσει είτε όχι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγο πάνω, λίγο κάτω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono stato fuori casa per tre mesi, qualche giorno di più qualche giorno di meno.
Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω.

ή όχι

congiunzione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια-δυο φορές

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο ένας ή ο άλλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδελφική σχέση

(di fratelli)

Quale figlio unico non ho mai goduto della compagnia di un fratello.

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

sostantivo maschile (pugilato) (μποξ: η τελική γροθιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il pugile vinse con un colpo del knockout.

ξίδια

(αργκό, μτφ: ποτό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Un poliziotto mi ha chiesto se avevo del liquore in questo sacchetto di carta.

νοκ άουτ

sostantivo maschile (pugilato)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un KO terminò l'incontro.

συμβιβαστής

(που λύνει προβλήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπερές

sostantivo maschile (copricapo scozzese con pon pon)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύρμα

(παγίδας, νάρκης κλπ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης

(università) (1η λυκείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεικίνητος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

φρυγανιά σικάλεως

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέχνη απόδρασης

sostantivo femminile (ταχυδακτυλουργία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρήστης

sostantivo maschile (χρησιμοποιεί κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χτύπημα νοκ άουτ

sostantivo maschile (boxe)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il pugile è in coma dopo un KO sul ring.

ζήτημα ζωής και θανάτου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Uscire in fretta da una casa in fiamme è una questione di vita o di morte.

έθιμο του Χαλοουίν

(Halloween)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
"Dolcetto o scherzetto" è l'unica cosa che mi piace di Halloween.

φάρσα ή κέρασμα

(Halloween)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντίδραση πάλης ή φυγής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κορώνα ή γράμματα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περίπου

(approssimativamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'erano circa quindici persone nel nostro gruppo.
Το γκρουπ μας είχε γύρω στα δεκαπέντε άτομα.

υπόψιν

(negli indirizzi postali)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi inviarmi una lettera presso mia madre, penserà lei a farmela avere.

υπόψιν

preposizione o locuzione preposizionale (negli indirizzi)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συγκρουόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

όλα ή τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per questo esame finale o la va o la spacca.

στρίβω κέρμα

verbo (figurato: tirare la monetina)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia è alla ricerca di un pericoloso criminale evaso di prigione.

αφήνω ξερό

(καθομιλουμένη: λιποθυμία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il portiere si è scontrato con l'attaccante e gli ha fatto perdere conoscenza.
Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

aggettivo (opinioni semplicistiche)

Non ci sono mezze sfumature qui, è o bianco o nero.

κάποτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sistemerò il bagno prima o poi, ma non ho voglia di farlo oggi.
Θα φτιάξω την τουαλέτα κάποια στιγμή, αλλά δεν μου έρχεται να το κάνω σήμερα.

ίσως και ποτέ

congiunzione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου.

σε λίγο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbi pazienza! Prima o poi troverò il tempo per questo.

με οποιοδήποτε τρόπο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In un modo o nell'altro finirò il lavoro entro stasera.

ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περίπου

interiezione (figurato: non trattabile)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mia nuova macchina costa novecento dollari: prendere o lasciare.

το καλό που σου θέλω

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Farai come dico io, o peggio per te!
Το καλό που σου θέλω, θα κάνεις αυτό που λέω!

φάρσα ή κέρασμα

(Halloween) (σπάνιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bambini bussarono alla porta e gridarono: "Dolcetto o scherzetto?"
Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα και φώναξαν: «Φάρσα ή κέρασμα!»

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

sostantivo maschile (pugilato) (μποξ: νίκη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δυσκίνητος, μπατάλικος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουσικό mashup

χτύπημα νοκ άουτ

sostantivo maschile (pugilato)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il pugile è così bravo che di solito vince con un colpo del KO.

fight-or-flight

locuzione aggettivale

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του o στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του o

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.