Τι σημαίνει το alzata στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alzata στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alzata στο Ιταλικό.

Η λέξη alzata στο Ιταλικό σημαίνει σηκώνω, σηκώνω, δυναμώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, τραγουδώ πιο δυνατά, σηκώνω, ανεβάζω, -, κόβω, δυναμώνω, σηκώνω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, σηκώνω, κονταίνω, ανεβάζω, αυξάνω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανεβάζω, κόβω, βάθρο, ρίχτι, ανύψωση, σήκωμα, δυνατότητα ανύψωσης, σηκωμένος, ανυψωμένος, τα κοπανάω, πίνω, υποχωρώ, οπλίζω, φεύγω, δείκτης, στραβοκοίταγμα, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, το ρίχνω στο ποτό, ανεβάζω τη θερμοκρασία, ταράζω τα νερά, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, μιλάω πιο δυνατά, το βάζω στα πόδια, βγαίνω μπροστά, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, σηκώνω τους ώμους, ανασηκώνω τους ώμους, μπεκρουλιάζω, την πέφτω σε κπ, κοιτάζω προς τα πάνω, μιλώ πιο δυνατά, ενισχύω, ξυπνάω, αυξάνω, που με κάνει να αγανακτήσω, οι φωνές, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, την κοπανάω, την κάνω, του δίνω, δέρνω, σηκώνω απότομα, ανεβάζω το ρύγχος, γίνομαι φέσι, περιστρέφομαι γύρω από κτ, σηκώνω, κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία, απομακρύνω, ανεβαίνω ένα ημιτόνιο, οξύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alzata

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo alzato l'ombrellone di sei pollici.
Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se qualcuno ha una domanda, per piacere alzi la mano.
Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση.

δυναμώνω, ανεβάζω

(suono, volume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alzeresti il volume così posso sentire?
Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω;

σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha alzato la testa quando ha sentito il suo nome.
Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του.

ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ragazzi, dobbiamo alzare il nostro livello di gioco o non vinceremo la partita.
Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ponti)

Hanno alzato il ponte levatoio per permettere alla barca di passare.

τραγουδώ πιο δυνατά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I cantanti hanno alzato le voci nell'ultimo verso.

σηκώνω, ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando un giocatore di basket parla, in genere bisogna alzare il microfono.

-

(suono, volume) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ben aveva alzato troppo la musica e i suoi vicini si lamentarono.
Ο Μπεν παραείχε δυνατά τη μουσική και οι γείτονες παραπονέθηκαν.

κόβω

verbo intransitivo (giochi di carte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Io mescolo le carte e Henry alza.

δυναμώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu alzi gli scatoloni e me li passi, io li metto in soffitta.
Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα.

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era una tale civetta da tirare sempre su il vestito ogni volta che un bell'uomo le passava davanti.

ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (prezzi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siamo stati costretti ad alzare i prezzi per coprire i costi delle materie prime.
Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών.

ανεβάζω, αυξάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: costo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il negozio ha appena tirato su i prezzi del 20%, per via dei costi in aumento.

ανεβάζω, αυξάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo alzato il volume della TV per coprire le liti dei nostri vicini.
Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alzate la mano se sapete la risposta.
Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση.

κονταίνω

(το ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω, αυξάνω

(prezzo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banca ha aumentato i tassi di interesse.

σηκώνω, ανυψώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Degli eventi sismici hanno sollevato una parte della valle.
Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sollevò il vassoio al di sopra dei bambini.
Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά.

αυξάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nostro gruppo fu accresciuto dall'arrivo di diversi ritardatari.

ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La piattaforma semovente alzava il cantante durante il concerto.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυψώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'automobile è stata sollevata così il meccanico ha potuto lavorare da sotto.
Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vuoi tagliare il mazzo o do le carte adesso?

βάθρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il coro stava in piedi su delle alzate dietro l'orchestra.

ρίχτι

sostantivo femminile (κάθετη επιφάνεια σκαλοπατιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nostra scala ha le pedate di legno laccato e le alzate dipinte color crema.
Η σκάλα μας διαθέτει λουστραρισμένα ξύλινα σκαλοπάτια και ρίχτια σε κρεμ χρώμα.

ανύψωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η σπρωξιά του Κεν έστειλε τον καναπέ μέσα από την πόρτα.

σήκωμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con un'alzata di mano il capo segnalò che era pronto.
Με μια άρση του χεριού ο ηγέτης υπέδειξε ότι ήταν έτοιμος.

δυνατότητα ανύψωσης

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La gru ha un'alzata di duecento piedi.
Ο γερανός είχε δυνατότητα ανύψωσης στα 60 μέτρα.

σηκωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανυψωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il cantante suonava su una piattaforma elevata.

τα κοπανάω

(bere molto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ieri la zia Gladys ha davvero trincato parecchio durante la festa di matrimonio.

πίνω

(alcool)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cattiva abitudine di Marco è che beve spesso.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Credi di potermi far arrendere semplicemente minacciando di farmi causa?
Νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις να υποχωρήσω απλά απειλώντας με με μήνυση;

οπλίζω

(armi da fuoco) (για όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha armato la sua pistola, pronto a sparare.
Όπλισε το πιστόλι του, έτοιμος να ρίξει.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δείκτης

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rimproverare, accusare) (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στραβοκοίταγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non alzerei mai le mani sui miei figli, non credo nelle punizioni corporali.

το ρίχνω στο ποτό

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: bere) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo la morte di sua moglie prese ad alzare il gomito troppo spesso.

ανεβάζω τη θερμοκρασία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se vuoi preparare le patate arroste in maniera corretta devi aumentare la temperatura del forno. Ho freddo; è possibile alzare la temperatura in questa stanza?
Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο;

ταράζω τα νερά

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tieni i tuoi dubbi per te e non alzare polvere.

ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας

(aste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Due collezionisti privati hanno alzato l'offerta fino a livelli assurdi.
Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα.

ανεβάζω την τιμή προσφοράς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avendo un poker in mano, ha alzato la posta, ma alla fine ha perso tutto.

μιλάω πιο δυνατά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per favore alza la voce - non riesco a sentirti bene.

το βάζω στα πόδια

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω μπροστά

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ho sentito il suo ultimo piano per diventare ricchi in poco tempo ho alzato gli occhi al cielo.

δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

σηκώνω τους ώμους, ανασηκώνω τους ώμους

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melanie chiese a Ben se c'era qualcosa che non andava, ma lui alzò le spalle.
Η Μέλανι ρώτησε τον Μπεν αν κάτι πήγαινε στραβά, αλλά εκείνος απλά σήκωσε τους ώμους του.

μπεκρουλιάζω

(πίνω υπερβολικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την πέφτω σε κπ

(ανεπίσημο, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω προς τα πάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se vuoi sentirti minuscolo, alza lo sguardo e osserva le stelle di notte.
Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα.

μιλώ πιο δυνατά

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενισχύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ήχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il megafono ha amplificato la voce del sindaco così che tutti potessero sentirlo.

ξυπνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που με κάνει να αγανακτήσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι φωνές

Non è gridando che renderai i tuoi argomenti più convincenti.

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non alzare la voce con tua madre, giovanotto.

προθυμοποιούμαι να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την κοπανάω, την κάνω, του δίνω

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δέρνω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcune persone pensano che non si dovrebbero mai prendere a scappellotti i bambini.
Μερικοί πιστεύουν πως δεν πρέπει ποτέ να δέρνεις τα παιδιά.

σηκώνω απότομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

ανεβάζω το ρύγχος

(aereo, veicolo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι φέσι

verbo intransitivo (figurato: ubriacarsi) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιστρέφομαι γύρω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (specifico, idiomatico) (περιστροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Troppo infuriata per parlare, ha girato i tacchi e se n'è andata.

σηκώνω

(uccelli) (τα φτερά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνω

(tra due persone) (κάποιον από κάποιον)

Non posso fare a meno di notare che tua madre sta cercando seminare discordia tra di noi.

ανεβαίνω ένα ημιτόνιο

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi alzare di mezzo tono quel Fa alla sedicesima battuta.

οξύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che il pezzo suonerebbe meglio se alzassi di un semitono quella nota.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alzata στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.