Τι σημαίνει το così στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης così στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του così στο Ιταλικό.
Η λέξη così στο Ιταλικό σημαίνει πράγμα, μαραφέτι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μαραφέτι, μαραφέτι, μαντζαφλάρι, το πώς το λένε, μαντζαφλάρι, μαραφέτι, μαραφέτι, μαραφέτι, μαραφέτι, μαραφέτι, ο πώς τον λένε, ο πώς τον είπαμε, πως τον λένε, τόσος, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, τόσο, τόσο, κατά αυτό τον τρόπο, έτσι, τόσο, ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως, πολύ, πολύ, τόσο, έτσι, έτσι, έτσι, τόσο, τόσο, τόσο, έτσι, τόσο, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, τέτοιος, έτσι, με αυτόν τον τρόπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης così
πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non sono sicuro che cosa sia questo. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα. |
μαραφέτι(colloquiale: oggetto generico) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (colloquiale: oggetto indeterminato) |
μαραφέτιsostantivo maschile (colloquiale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαραφέτι, μαντζαφλάριsostantivo maschile (colloquiale) (πράγμα χωρίς όνομα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
το πώς το λένεsostantivo maschile (colloquiale) (καθομ: άγνωστο πράγμα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαντζαφλάρι, μαραφέτιsostantivo maschile (informale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μου φέρνεις σε παρακαλώ από το ντουλάπι εκείνο το μαραφέτι (or: μαντζαφλάρι) που ανοίγουμε το κρασί; |
μαραφέτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua azienda fa un congegno che segue le perturbazioni. |
μαραφέτι(καθομ: συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαραφέτιsostantivo maschile (colloquiale: oggetto generico) (άγνωστη συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαραφέτιsostantivo maschile (colloquiale: oggetto generico) (άγνωστη συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο πώς τον λένε, ο πώς τον είπαμεsostantivo maschile (colloquiale) (καθομ: ξεχασμένο όνομα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πως τον λένεsostantivo maschile (persona di cui non si ricorda nome) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Oggi pomeriggio ho incontrato di nuovo il tizio. Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα. |
τόσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È così tanto tempo che non ti vedevamo! Πάει τόσος καιρός από τότε που σε είδαμε τελευταία φορά. |
έτσι, με αυτόν τον τρόποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non possiamo andare avanti così. Se lo fai così, otterrai un risultato migliore. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Αν το κάνεις με αυτόν τον τρόπο, θα έχεις καλύτερο αποτέλεσμα. |
τόσο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devi proprio essere così fastidioso? |
τόσο(με επίθετο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non ho mai visto una torta così bella! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομορφιά. |
κατά αυτό τον τρόπο, έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μην το κάνεις έτσι, κάνε το κατά αυτό τον τρόπο. |
τόσο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è che il mio cane sia così aggressivo, ma la sua mole spaventa la gente. |
πολύavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è così facile imparare una nuova lingua dopo i cinquant'anni. Δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθεις μία ξένη γλώσσα μετά τα πενήντα. |
πολύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il film non era così bello. Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή. |
τόσοavverbio (πριν από επίθετο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non riesco a credere di aver dormito così profondamente. Ίσως δεν το πιστέψεις, αλλά έκανε όντως τόση ζέστη. |
έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lei è un gentiluomo, le auguro di restare così per tutti gli anni a venire. Είσαι κύριος. Μακάρι να παραμείνεις έτσι για πάντα. |
έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quella macchina è più bella della tua. È così! Αυτό το αυτοκίνητο είναι πιο ωραίο από το δικό σου. Έτσι είναι! |
έτσι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando stiri devi passare il ferro caldo sui vestiti così. |
τόσοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non arriverai mai così lontano con i tuoi studi. |
τόσοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Posso suonare l'oboe così forte. |
τόσοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'acqua nel fiume è profonda così. |
έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Completa l'esercizio così. |
τόσοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era così arrabbiato che si è dimenticato di mangiare la cena. Ήταν τόσο θυμωμένος που ξέχασε να φάει. |
έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se fai così ti fai solo male. Se traduci la frase in quel modo, nella lingua d'arrivo suona strana. |
με αυτόν τον τρόποavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se lo fai in questo modo, ci vorrà di più che a farlo nell'altro. Αν το κάνεις μ' αυτόν τον τρόπο θα πάρει περισσότερο χρόνο απ' το να το κάνεις με τον άλλο τρόπο. |
τέτοιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La gente così mi dà fastidio. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνονται πολύ ενοχλητικοί. |
έτσι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Basta girare la maniglia in questo modo (or: così) e la porta si dovrebbe aprire. |
με αυτόν τον τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του così στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του così
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.