Τι σημαίνει το fuori στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuori στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuori στο Ιταλικό.

Η λέξη fuori στο Ιταλικό σημαίνει έξω, έξω, έξω, άουτ, out, άουτ, out, έξω, εκτός, -, έξω, εκτός, εκτός δουλειάς, εκτός γραφείου, προς τα έξω, εκκεντρικός, ιδιόρυθμος, εκτός, έξω, εξωτερικά, φύγε, χάσου, έξω, πέρα από, έξω από, εκτός, άστοχος, το έχω χάσει, έξω, -, εκτός, έξω, -, βγαίνω, έξω από, έξω από, έξω από, αποκλείομαι, εκτός μόδας, μη διαθέσιμος, έξω από, πέρα από, έξω από, ξεπερασμένος, μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος, απόμερος, απόμακρος, ζουρλός, μουρλός, παλαβός, ξεπερασμένος, χαοτικός, εξοργισμένος, ανεστίαστος, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, που δεν είναι προσβάσιμος, που εξέχει, που προεξέχει, αναίσθητος, μουρλός, εξαρθρωμένος, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελαίνομαι, βγαίνω, βγαίνω, αποδυναμώνω, αχρηστεύω, στραγγίζω, σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο, εξωτερικός, που δεν το φτάνω, υπέργειος, σχολιασμός, σπίθα, ανασταίνω, βγαίνω, προκύπτω, παρουσιάζομαι, σκοτώνω, γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, καταβροχθίζω, σκοτώνω, ξεκάνω, ανέφικτος, ανέφικτος, ακατόρθωτος, εξωσχολικός, αποσύρομαι, βγάζω κτ τραβώντας το, βγάζω, αποκλείω, αποτελειώνω, ξεκάνω, εκτός λειτουργίας, που ξεφεύγει, εξωτερικός, ξένος, πέρα από, ξεφεύγω, δεν μεταδίδομαι, παλιομοδίτικος, αδέξιος, ακαλλιέργητος, αγύμναστος, απόμερος, αδιανόητος, σε κατάσταση αμόκ, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, θεότρελος, παλαβός, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuori

έξω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vado un attimo fuori in garage.
Πάω έξω στο γκαράζ.

έξω

avverbio (all'esterno)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bambini giocano fuori.
Τα παιδιά παίζουν έξω.

έξω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È andato fuori a fare una passeggiata.
Βγήκε έξω για μια βόλτα.

άουτ, out

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha mandato la palla fuori.

άουτ, out

avverbio (baseball, cricket)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'hanno messo fuori alla prima base.

έξω, εκτός

(assente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi spiace, il dottore è fuori.
Φοβάμαι ότι ο γιατρός λείπει αυτήν τη στιγμή.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È in carcere da un anno ma uscirà la settimana prossima.
Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα.

έξω, εκτός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi spiace, è uscito un momento.
Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό.

εκτός δουλειάς, εκτός γραφείου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi spiace, il direttore non c'è al momento.

προς τα έξω

(κατά λέξη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
È uscita dalla porta.

εκκεντρικός, ιδιόρυθμος

(colloquiale: strano)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel tizio, Howard Hughes è proprio fuori!

εκτός, έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξωτερικά

avverbio (di prigione)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il secondino chiesa al prigioniero: "Che cosa farai fuori?"

φύγε, χάσου

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fuori di qui e lasciami stare!
Φύγε κι άσε με ήσυχο!

έξω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era una notte ventosa e piovosa e poche persone erano fuori.

πέρα από, έξω από

preposizione o locuzione preposizionale

La legge di gravità è fuori discussione.
Οι νόμοι της βαρύτητας είναι πέραν αμφισβήτησης.

εκτός

preposizione o locuzione preposizionale

Purtroppo non le sarà possibile vedere il responsabile perché oggi non lavora.
Λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε να δείτε σήμερα το διευθυντή, γιατί είναι εκτός γραφείου.

άστοχος

avverbio (basket, tiro fuori canestro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giocatore di basket ha fatto un tiro fuori era fuori, così l'hanno fatto uscire.

το έχω χάσει

locuzione aggettivale (figurato, informale: non in sé) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο Καλ δυσκολευόταν να απαντήσει απλές ερωτήσεις μαθηματικών σήμερα στην τάξη. Το έχει χάσει τελείως.

έξω

avverbio (baseball)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aveva già messo fuori tre battitori.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nel tuo tema cerca di non uscire fuori dall'argomento principale.
Στην έκθεσή σου, προσπάθησε να μην απομακρυνθείς από το κύριο θέμα.

εκτός

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cosa fate qui? Dovreste essere fuori a godervi questa giornata incantevole!
Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!

-

avverbio (lontano da qui) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il responsabile sarà fuori fino a mercoledì. // Mio padre non è qui; è a Chicago.
Ο διευθυντής θα λείπει μέχρι την Τετάρτη. Ο πατέρας μου δεν είναι εδώ, λείπει στο Σικάγο.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È uscito il sole.
Ο ήλιος βγήκε.

έξω από

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quando sono uscito fuori dalla porta d'ingresso mi sono reso conto che pioveva.
Όταν βγήκα από την εξώπορτα ανακάλυψα ότι βρέχει.

έξω από

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La palla è caduta fuori dalla linea laterale e l'altra squadra ne ha preso il controllo.
Η μπάλα έπεσε εκτός της πλευρικής γραμμής και η άλλη ομάδα απέκτησε τον έλεγχο.

έξω από

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La palla cadde fuori dal campo.
Η μπάλα προσγειώθηκε έξω από το γήπεδο.

αποκλείομαι

locuzione aggettivale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La gita alla spiaggia è fuori questione, ma abbiamo ancora tempo per dello shopping.
Η βόλτα στην παραλία δεν παίζει, αλλά προλαβαίνουμε να πάμε για ψώνια.

εκτός μόδας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I jeans cadenti sono fuori moda quest'anno.

μη διαθέσιμος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non puoi parlargli. Non c'è.

έξω από, πέρα από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Temo che questa richiesta sia al di fuori delle mie competenze.

έξω από

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al di fuori della chiesa, nessuno condivide questa idea.

ξεπερασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Quel modo di dire è datato, nessuno lo usa più.

μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giudice furioso rigettò la domanda di un ulteriore rinvio presentata dall'avvocato.

απόμερος, απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζουρλός, μουρλός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Devi essere impazzito per lasciare una ragazza deliziosa come Michelle.

ξεπερασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαοτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξοργισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανεστίαστος

(οπτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν είναι προσβάσιμος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά.

που εξέχει, που προεξέχει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi si stringe il cuore nel vedere quei poveri bambini con le costole sporgenti.

αναίσθητος

(pugilato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουρλός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George è pazzo a pensare che qualcuno possa seguire i suoi piani strampalati.
Ο Τζορτζ είναι μουρλός, εάν νομίζει ότι ο κόσμος θα συμφωνήσει με το παράτολμο σχέδιό του.

εξαρθρωμένος

(medicina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός, μουρλός

(colloquiale) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È bello vestirsi bene e uscire per una serata in città.
Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non uscire senza la giacca, fuori fa freddo.

αποδυναμώνω, αχρηστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La terribile caduta ha immobilizzato l'atleta.

στραγγίζω

(un liquido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαλίζω, βγάζω με αιχμηρό αντικείμενο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai attenzione con quel bastone o caverai un occhio a qualcuno.

εξωτερικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giudice disse ai membri della giuria di non lasciar influenzare la loro decisione da fattori esterni.

που δεν το φτάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La scatola di biscotti sul ripiano più alto della credenza era irraggiungibile dal bambino.

υπέργειος

(λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχολιασμός

(TV)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σπίθα

(figurato: idee, proposte) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Macinare idee non rientra tra i talenti di Lily: non è una molto creativa.

ανασταίνω

(figurato: idea) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω

(per fare [qlcs]) (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Usciamo stasera! Potremmo andare al cinema.

προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Purtroppo è sorto un problema e non potrò partecipare all'incontro di questo pomeriggio.

σκοτώνω

(για έντομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω

(figurato, colloquiale) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aveva un dente malato che andava estratto.
Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει.

καταβροχθίζω

(informale: divorare) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio padre è in grado di spazzolare una pizza intera tutta d'un fiato.

σκοτώνω, ξεκάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gira voce che sia stato eliminato dalla mafia per aver rubato soldi al casinò.
Λέγεται ότι τον ξέκανε η μαφία επειδή έκλεψε λεφτά από το καζίνο.

ανέφικτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Possedere una casa è un traguardo irraggiungibile per molte persone.

ανέφικτος, ακατόρθωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con il mio stipendio, una Ferrari nuova è impossibile. Al momento, la cura di un comune raffreddore rimane impossibile.
Με το μισθό μου μια καινούρια Φεράρι είναι κάτι ανέφικτο. Μέχρι τώρα, θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα παραμένει ανέφικτη.

εξωσχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποσύρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È troppo tardi per ritirarsi una volta che si è firmato un contratto.

βγάζω κτ τραβώντας το

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vuoi vivere più a lungo, elimina lo stress dalla tua vita.
Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La confraternita femminile più esclusiva del campus esclude solitamente la maggior parte di chi fa domanda.
Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους.

αποτελειώνω, ξεκάνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sicario fu assoldato per eliminare il boss mafioso.

εκτός λειτουργίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Έπεσε ο σέρβερ. Πρέπει να ξαναδοκιμάσετε αργότερα.

που ξεφεύγει

aggettivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La conversazione divagante coprì musica, viaggi, sport e molti altri argomenti.

εξωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I condizionamenti esterni hanno forti effetti su Jenny.

ξένος

(formale)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πέρα από

ξεφεύγω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν μεταδίδομαι

(radio, TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quella trasmissione mi piaceva, ma non la mandano più in onda da anni e non la posso vedere più.

παλιομοδίτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un vestito corto nero non sarà mai fuori moda.
Ένα μικρό μαύρο φόρεμα δεν είναι ποτέ ξεπερασμένο.

αδέξιος, ακαλλιέργητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγύμναστος

locuzione aggettivale (persone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essere fuori forma può causare parecchi problemi di salute.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το να είναι κανείς αγύμναστος μπορεί να δημιουργήσει ή να επιδεινώσει διάφορα προβλήματα υγείας.

απόμερος

(luogo) (μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il cottage è abbastanza isolato, i primi vicini stanno a due miglia.
Αυτό το εξοχικό σπίτι είναι εντελώς απομονωμένο: οι κοντινότεροι γείτονες βρίσκονται δυο μίλια μακριά.

αδιανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε κατάσταση αμόκ

(φρενήρης, αλλόφρονας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Due cani in fuga giravano incontrollati per le strade del paese.

παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεότρελος, παλαβός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vuoi uscire a ballare sulla neve? Sei pazzo.

αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'opera è stata un successo inconfutabile.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuori στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του fuori

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.