Τι σημαίνει το male στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης male στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του male στο Ιταλικό.

Η λέξη male στο Ιταλικό σημαίνει άσχημα, κακά, κακό, άσχημα, κακά, άσχημα, κακό, άσχημα, άσχημα, άσχημα, κακός, επιβλαβής, βλαβερός, απαίσια, άθλια, απαράδεκτα, κακό, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, βλάβη, άσχημα, σοβαρά, άσχημα, κάτι κακό, συμφορά, άτακτα, ανυπάκουα, στραβά, άσχημα, τραυματισμός, λάθος, λάθος, πόνος, ασθένεια, αρρώστια, πόνος, κακό, πόνος, άρρωστος, αταίριαστος, ελλιπώς ενημερωμένος, κακή πράξη, σαπίζω, αρρωσταίνω, ξινίζω, βρίζω, κακομεταχειρίζομαι, περιλούζω, ανοργάνωτος, ασυντόνιστος, παρεξηγώ, τραυματίζομαι σε κτ, μελανιάζω, καμώματα, μουχλιασμένος, άψητος, σάπιος, πονάνε τα πόδια μου, όχι άσχημος, όχι κακός, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, που πονάει, που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλά, που τον έστειλαν σε λάθος μέρος, παραπληροφορημένος, για καλό και για κακό, τι και αν, ευτυχώς, θα έχει άσχημη κατάληξη, Όχι και άσχημα!, ανάρμοστο πάντρεμα, κακή συμπεριφορά, πόνος στα κόκκαλα, άξονας του κακού, σωστό και λάθος, πάω από το κακό στο χειρότερο, κακολογώ, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο, ξεριζώνω το κακό, ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος, δεν το ήθελα, είμαι αταίριαστος, κάνω κακό σε κπ, στραβώνω, κάνω κτ κακό, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, νοσώ, πάω κατά διαόλου, δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι, τραυματίζομαι, χτυπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης male

άσχημα, κακά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi spiace che le cose ti stiano andando male.
Λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα για σένα.

κακό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molte persone religiose credono nei concetti del bene e del male.
Πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι πιστεύουν στις έννοιες του καλού και του κακού.

άσχημα, κακά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Suono il piano molto male.
Παίζω πιάνο πολύ άσχημα.

άσχημα

avverbio (psicologicamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ray stava male per via dell'incidente che aveva causato.

κακό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha scelto il minore dei mali.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πολίτες υπέφεραν πολλά δεινά, κατά τη διάρκεια της κρίσης.

άσχημα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bambini si comportano male quando sono stanchi.
Τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα όταν είναι κατάκοπα.

άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I reclusi del carcere tailandese erano trattati duramente.
Τους κρατούμενους στην Ταϋλανδέζικη φυλακή τους συμπεριφέρονταν άσχημα.

άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ero stanco e sono andato male all'esame.
Ήμουν κουρασμένη και τα πήγα άθλια στο διαγώνισμα.

κακός, επιβλαβής, βλαβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fumare ti fa male.
Το κάπνισμα είναι βλαβερό για σένα.

απαίσια, άθλια, απαράδεκτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È molto carina ma si veste davvero male.
Είναι πολύ όμορφη, αλλά ντύνεται χάλια.

κακό

sostantivo maschile (figurato)

Il predicatore mise in guardia la congregazione dai poteri del male.
Ο ιεροκήρυκας προειδοποίησε το ποίμνιό του ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

πρόβλημα, δεινό, βάσανο

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cupo poeta soffriva di un male dell'anima.

βλάβη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue ammise che l'infedeltà del marito le aveva fatto molto male.

άσχημα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il vecchio indossava sempre abiti che gli stavano male. Siamo stati male informati dalla compagnia assicurativa.

σοβαρά, άσχημα

avverbio (informale: seriamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È innamorato di brutto, è proprio preso male!

κάτι κακό

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il ragazzo ha fatto del male.
Το αγόρι έκανε κάτι κακό.

συμφορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Augurò ogni male al suo nemico.

άτακτα, ανυπάκουα

(comportamento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στραβά

(programmi, piani)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho provato a fare un complimento a Julie ma lo ha preso male.
Προσπάθησα να κάνω ένα κομπλιμέντο στην Τζούλι, αλλά το πήρε στραβά.

άσχημα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sean tendeva a parlare male dei suoi vicini.
Ο Σον είχε την τάση να μιλάει άσχημα για τους γείτονές του.

τραυματισμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fortunatamente nessuno si è fatto male nell'incidente.
Ευτυχώς κανείς δεν υπέστη σωματική βλάβη στο ατύχημα.

λάθος

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si comporta male. Dovrebbe avere più rispetto per se stessa.

λάθος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hai scritto male quella parola.
Έγραψες αυτήν τη λέξη λανθασμένα.

πόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aveva un dolore alla gamba dopo la partita.
Μετά τον αγώνα, ένιωθε έναν πόνο στο πόδι.

ασθένεια, αρρώστια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa malattia ha ucciso tre persone il mese scorso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση.

πόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κακό

Conosco la differenza tra giusto e sbagliato.

πόνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Laura si lamentava per il dolore a un dente.
Η Λώρα παραπονιόταν για πόνο σε ένα από τα δόντια της.

άρρωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν μπορώ να έρθω στο γραφείο σήμερα. Είμαι άρρωστη. Η Μαρία πήγε το άρρωστο κουτάβι στον γιατρό.

αταίριαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελλιπώς ενημερωμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κακή πράξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σαπίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cadavere iniziò a putrefarsi prima che qualcuno lo trovasse.

αρρωσταίνω

(contrarre malattia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'è la possibilità che ti ammali mentre sei all'estero.
Υπάρχει η πιθανότητα να αρρωστήσεις ενώ θα είσαι στο εξωτερικό. Αρρωσταίνει όταν βλέπει αίμα.

ξινίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se lasciate il latte in un luogo caldo, si inacidisce.

βρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κακομεταχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιλούζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non è che devi insultare Jack tutto il tempo solo perché vi siete lasciati.

ανοργάνωτος, ασυντόνιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli attacchi disorganizzati dell'esercito non avevano possibilità di successo.

παρεξηγώ

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ogni volta che i genitori di John cercavano di aiutarlo lui equivocava pensando che volessero rendergli la vita difficile.
Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη.

τραυματίζομαι σε κτ

ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα.

μελανιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μην μου τραβάς το χέρι έτσι. Μελανιάζω εύκολα.

καμώματα

(καθομιλουμένη, μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il bambino mise su una tale scenata che alla fine dovemmo tornare a casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν ξανακάνεις τέτοια καμώματα δεν θα σε φέρω άλλη φορά στο πάρκο.

μουχλιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Non dovresti mangiare quelle fragole se sono ammuffite.

άψητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I clienti si lamentarono con il cameriere perché le loro bistecche non erano cotte a sufficienza.

σάπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πονάνε τα πόδια μου

(κούραση)

όχι άσχημος, όχι κακός

interiezione (va bene)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Come sta andando il nuovo lavoro?" "Non c'è male, grazie"

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pensavo che avrei odiato il nuovo lavoro, ma dopo tutto non è così male.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

που πονάει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Άουτς! Σε παρακαλώ μην αγγίζεις τη μελανιά στο χέρι μου. Πονάει πολύ.

που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλά

locuzione aggettivale (indumenti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που τον έστειλαν σε λάθος μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραπληροφορημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

για καλό και για κακό

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prometto di starti vicino nella buona e nella cattiva sorte.

τι και αν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che problema c'è se ogni tanto bevo una birra?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Meno male che sono andato in pensione prima che cambiassero tutte le mansioni del mio lavoro!

θα έχει άσχημη κατάληξη

Όχι και άσχημα!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάρμοστο πάντρεμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κακή συμπεριφορά

Il bambino è stato mandato in camera sua come punizione per il suo cattivo comportamento.

πόνος στα κόκκαλα

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia madre soffre di dolori alle ossa: non riesce a muovere le gambe da quanto le fanno male.

άξονας του κακού

sostantivo maschile (διεθνής πολιτική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σωστό και λάθος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάω από το κακό στο χειρότερο

verbo intransitivo (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da quando ho comprato quel libro sull'autostima la mia vita è andata di male in peggio.

κακολογώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non dovresti parlare male di qualcuno che non è presente. Non sta bene parlare male dei morti.

αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω

verbo intransitivo (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Purtroppo tutte le nostre provviste sono andate a male per via dell'umidità

την έχω άσχημα, την πατάω, τρώω πακέτο

verbo intransitivo (colloquiale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questi bambini se la passano male vivendo in un quartiere così degradato.

ξεριζώνω το κακό

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν το ήθελα

(για κάτι αρνητικό που προκάλεσα)

είμαι αταίριαστος

verbo intransitivo

κάνω κακό σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

στραβώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (situazione: farsi difficile) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κτ κακό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου

νοσώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il paziente sta male da un mese.

πάω κατά διαόλου

(figurato, informale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli affari hanno cominciato ad andare a rotoli da quando la miniera di carbone è stata chiusa.

δεν αισθάνομαι καλά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stavo cominciando a sentirmi male così ho bevuto tanto succo d'arancia per la vitamina C.

τραυματίζομαι, χτυπάω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si è trattato di un piccolo incidente, nessuno si è fatto male.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του male στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του male

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.