Τι σημαίνει το maniera στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης maniera στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maniera στο Ιταλικό.
Η λέξη maniera στο Ιταλικό σημαίνει τρόπος, συνήθεια, τρόπος, τρόπος, τρόπος, όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόπο, τρόπος, τακτική, τέλεια, άψογα, ανυπόμονα, έμμεσα, αναληθώς, ανυπόστατα, ακούσια, εμφανώς, αλοφάνερα, κατά τρόπο αμφιλεγόμενο, εύστοχα, με ανθρωπιά, άβολα, ευχάριστα, απροσδόκητα, αναπάντεχα, υπεκφεύγω, αοριστολογώ, ιδιαιτέρως, κυρίως, ιδίως, επίσημα, αδιάφορα, κατά αυτό τον τρόπο, έτσι, μη ρεαλιστικά, με αδύναμα επιχειρήματα, το ίδιο, απευθείας, έτσι, νικηφόρα, σημαντικά, ουσιαστικά, έμφυτα, εγγενώς, οδυνηρά, επώδυνα, μοναδικά, παραδόξως, υγιεινά, μεταφορικά, αλληγορικά, όπως πρέπει, όπως αρμόζει, με ενθουσιασμό, με εγκαρδιότητα, άνευ όρων, πιστευτά, αμήχανα, ντροπιαστικά, σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζερα, ακατάλληλα, άπρεπα, ανακριβώς, εσφαλμένα, σε μεγάλο βαθμό, κομψά, ανεξέλεγκτα, πειστικά, αβέβαια, αμφίβολα, χωρίς να κάνω κακό, χωρίς να κάνω ζημιά, υπεροπτικά, περιφρονητικά, απαξιωτικά, αποκρουστικά, ειδεχθώς, ταπεινά, άψογα, ασυνάρτητα, ασαφώς, επιεικώς, καθαρογραμμένα, ευανάγνωστα, ακανόνιστα, ακατάστατα, υπερβολικά, υπέρμετρα, καλοπροαίρετα, καλόπιστα, με το ίδιο νόμισμα, α λα, διαφορετικά, αλλιώς, με έμμεσο τρόπο, διαφορετικά, σε δυσμένεια, καταφατικά, με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, με αυτόν τον τρόπο, φιλικά, ανεπίσημα, με σειρά, φίνα, έξοχα, λαμπρά, περίφημα, αυτόνομα, ανεξάρτητα, διασκεδαστικά, αγενώς, από τον πυρετό, παραπλανητικά, ατάραχα, άναρθρα, καθόλου κολακευτικά, αμερόληπτα, αντικειμενικά, υπογείως, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, στο πνεύμα του, με το ύφος του, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, σκέφτομαι αντισυμβατικά, αντιδρώ υπερβολικά, αντιμιλώ, χαμογελώ τσαχπίνικα, χαμογελώ ναζιάρικα, υπερσιτίζω, με χάρη, οικονομικά, ανέξοδα, ανεξάρτητα, χωριστά, χώρια, ανταγωνιστικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης maniera
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In che maniera svolgi quel compito? Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς. |
συνήθειαsostantivo femminile (modo di comporatarsi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio fratello più piccolo ha una fastidiosa maniera di stuzzicarsi i denti mentre parla. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si comportava in maniera strana. Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è più di un modo per preparare una tazza di tè. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι. |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Bob veniva deriso per il suo modo di parlare. Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του. |
όπως και να έχει, όπως να'ναι, με κάποιον τρόπο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'è modo di rendere il tuo saggio un po' più interessante? |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha finito il lavoro in modo approssimativo. Τέλειωσε τη δουλειά με πρόχειρο τρόπο. |
τακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Εάν συνεχίσεις με αυτό το στυλ, δεν θα απαντήσω σε άλλες ερωτήσεις σου. |
τέλεια, άψογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha risposto perfettamente a ogni domanda. Απάντησε τέλεια (or: άψογα) σε κάθε ερώτηση . |
ανυπόμονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
έμμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piacerebbe che tu fossi esplicito invece di dire tutto indirettamente. |
αναληθώς, ανυπόστατα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il sospetto fu falsamente accusato e messo agli arresti per giorni. |
ακούσια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il cameriere ha involontariamente rovesciato della zuppa su un cliente. |
εμφανώς, αλοφάνερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Caroline era visibilmente scossa quando apprese la notizia. |
κατά τρόπο αμφιλεγόμενο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εύστοχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Una penna è comodamente posizionata vicino ai moduli. |
με ανθρωπιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le persone dovrebbero trattare gli animali umanamente, indipendentemente dalle circostanze. |
άβολαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rosa sedeva scomodamente in una vecchia sedia di legno. |
ευχάριστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απροσδόκητα, αναπάντεχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπεκφεύγω, αοριστολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ιδιαιτέρως, κυρίως, ιδίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν πολλά πράγματα, αλλά ιδιαίτερα δείχνουν μια σύνδεση μεταξύ του οικογενειακού υποβάθρου και των ακαδημαϊκών επιδόσεων. |
επίσημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La cerimonia serviva ad introdurlo ufficialmente nell'ordine. |
αδιάφορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατά αυτό τον τρόπο, έτσιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μην το κάνεις έτσι, κάνε το κατά αυτό τον τρόπο. |
μη ρεαλιστικά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με αδύναμα επιχειρήματαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ίδιο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Una madre ama tutti i sui figli allo stesso modo. Μια μητέρα αγαπά εξίσου όλα τα παιδιά της. |
απευθείας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Πέταξα απευθείας στο Παρίσι. |
έτσι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando stiri devi passare il ferro caldo sui vestiti così. |
νικηφόρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σημαντικά, ουσιαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa soluzione si differenzia notevolmente da quella. |
έμφυτα, εγγενώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι ο Άνθρωπος είναι εγγενώς κακός. |
οδυνηρά, επώδυναavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Holly ha sbattuto il dito del piede in maniera dolorosa sul pavimento irregolare. |
μοναδικά(σαν τίποτα άλλο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παραδόξως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υγιεινάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I pasti sono preparati in maniera sana e in un ambiente pulito. |
μεταφορικά, αλληγορικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando dissi che John esplose lo intendevo in maniera figurata. |
όπως πρέπει, όπως αρμόζει
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με ενθουσιασμό, με εγκαρδιότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La folla diede il benvenuto con grande entusiasmo al gruppo musicale. |
άνευ όρων
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πιστευτάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il ragazzino disse ai compagni in modo convincente che aveva incontrato un alieno. |
αμήχανα, ντροπιαστικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sam era vestito in modo imbarazzante con abiti luminosi al funerale. |
σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζεραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fiona scosse la testa in maniera cupa e disse: "Non voglio andare". |
ακατάλληλα, άπρεπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Indossando abiti poco coprenti, Chelsea era vestita in maniera sconveniente per la chiesa. |
ανακριβώς, εσφαλμέναlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo studente rispose alla domanda in maniera impropria. |
σε μεγάλο βαθμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'auto è enormemente in sovrapprezzo. Cercherò altrove. |
κομψά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I giovani professionisti erano vestiti in maniera elegante con un completo nero. |
ανεξέλεγκτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sam rise in maniera incontrollabile quando suo fratello cadde in una pozza d'acqua. |
πειστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lawrence protestò in maniera convincente per avere un maggior controllo editoriale sugli autori. |
αβέβαια, αμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Non so se è possibile", disse Tim in modo dubbioso. |
χωρίς να κάνω κακό, χωρίς να κάνω ζημιάlocuzione avverbiale (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cucciolo fece un guaito e mi mordicchiò in maniera innocua i talloni. |
υπεροπτικά, περιφρονητικά, απαξιωτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Non uscirò mai con te", disse Susan in maniera arrogante. |
αποκρουστικά, ειδεχθώςlocuzione avverbiale (emozionalmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quell'abito è brutto in maniera atroce. |
ταπεινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άψογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I miei studenti scrivevano impeccabilmente: non ho mai visto un errore. |
ασυνάρτητα, ασαφώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il rapporto fu presentato in maniera incoerente: il relatore aveva confuso tutti i fatti e le cifre. |
επιεικώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καθαρογραμμένα, ευανάγνωσταlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Assicurati di scrivere il tuo nome in maniera leggibile così che possa leggerlo. |
ακανόνιστα, ακατάσταταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alice ha svolto il compito in maniera discontinua, facendo bene certe parti e male altre. |
υπερβολικά, υπέρμετρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καλοπροαίρετα, καλόπισταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με το ίδιο νόμισμα(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il Manchester United ha segnato un gol al secondo minuto, poi il Liverpool ha risposto con la stessa moneta quattro minuti dopo. |
α λα(formale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando si arrabbia dice un sacco di parolacce, alla maniera di Gordon Ramsay. Βρίζει πολύ όταν είναι θυμωμένος, σαν τον Γκόρντον Ράμσεϊ. |
διαφορετικά, αλλιώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dobbiamo affrontare il problema in un altro modo. |
με έμμεσο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quello che sto cercando indirettamente di chiederti è se ti andrebbe di uscire con me stasera. |
διαφορετικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Così non va bene. Dobbiamo affrontare il problema in un altro modo. |
σε δυσμένεια(λόγω σφάλματος, κακής συμπεριφοράς) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταφατικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando gli fu chiesto se risiedesse a Chicago, il convenuto rispose affermativamente. |
με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'insegnante è sempre stata giusta e corretta e ha sempre trattato tutti i suoi studenti allo stesso modo. |
με αυτόν τον τρόποavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Se lo fai in questo modo, ci vorrà di più che a farlo nell'altro. Αν το κάνεις μ' αυτόν τον τρόπο θα πάρει περισσότερο χρόνο απ' το να το κάνεις με τον άλλο τρόπο. |
φιλικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avevo litigato con mio cugino, ma ora siamo di nuovo in rapporti amichevoli. |
ανεπίσημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φίνα, έξοχα, λαμπρά, περίφημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτόνομα, ανεξάρτηταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διασκεδαστικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In maniera buffa, gli ospiti presero la madre di Joe per sua moglie. |
αγενώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rod reagì in modo rude quando lo criticai per il suo vizio di bere. |
από τον πυρετό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραπλανητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ατάραχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άναρθραlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καθόλου κολακευτικά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αμερόληπτα, αντικειμενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lui tratta tutti in modo equo. |
υπογείως(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si sta comportando in modo subdolo: esce con la ragazza del suo migliore amico all'insaputa di quest'ultimo. |
με τον ίδιο τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mia mamma non cucina mai le lasagne nello stesso modo e ogni volta sono diverse dalle precedenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο. |
με τον ίδιο τρόπο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho provato a dipingere i girasoli nello stesso modo di Van Gogh. Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ. |
στο πνεύμα του, με το ύφος του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è un artista proprio originale perché dipinge alla maniera di Van Gogh. |
αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξηverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'arrivo della lettera che mi offriva un lavoro è avvenuto in maniera inaspettata. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυναverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι αντισυμβατικά
|
αντιδρώ υπερβολικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντιμιλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαμογελώ τσαχπίνικα, χαμογελώ ναζιάρικαverbo intransitivo (χαριεντισμός: κυρίως γυναίκες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερσιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με χάρη(κίνηση) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Maneggiava il fucile sena esitazioni, come una professionista. Χειρίστηκε το πυροβόλο με άνεση, σαν επαγγελματίας. |
οικονομικά, ανέξοδα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gestiscono le loro spese di casa in maniera molto efficiente. |
ανεξάρτητα, χωριστά, χώριαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I due laboratori hanno annunciato i loro risultati indipendentemente. Τα δύο εργαστήρια ανακοίνωσαν ανεξάρτητα τα αποτελέσματά τους. |
ανταγωνιστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Non mi farò battere da te", disse Sam con tono competitivo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maniera στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.