Τι σημαίνει το accettare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης accettare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accettare στο Ιταλικό.
Η λέξη accettare στο Ιταλικό σημαίνει αποδοχή, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια, συμφωνώ με κτ, δέχομαι, παίρνω, αποδέχομαι την προσφορά, συμφωνώ, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, συναινώ, συγκατατίθεμαι, δέχομαι, αποδέχομαι, συναινώ σε κτ, δέχομαι, δέχομαι, παραλαμβάνω, δέχομαι, το χωνεύω, δέχομαι, αναλαμβάνω, συμφωνώ, προσχωρώ σε κτ, εγκρίνω, δέχομαι, αποδέχομαι, εγκρίνω, αποδέχομαι, επιτρέπω, το τρώω, το χάβω, κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe, δέχομαι, αποδέχομαι, συναινώ σε κτ, παίρνω απόφαση, δέχομαι, πικρή αλήθεια, αποδοχή, αποδέχομαι την κριτική, αναλαμβάνω την ευθύνη, συμφωνώ με τους όρους, συμφωνώ με όλα, πιάνω δουλειά, δέχομαι συμβουλές, είμαι σε άρνηση, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, δέχομαι μια πρόκληση, παίρνω ό,τι έμεινε, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, αρνούμαι να αποδεχτώ, συμφωνώ να κάνω κτ, δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις, αντέχω να κάνω κτ, παραχωρώ, συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτ, συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, αρνούμαι να απόδεχτώ, πείθω κπ για κτ, αρνούμαι, αρνιέμαι, συμφωνώ, κλειστός, δέχομαι κτ αντί πληρωμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης accettare
αποδοχήverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Accettare la tua stretta di mano è un segno di fiducia. |
παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψηverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non era pronta ad accettare le mie idee. |
δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλιαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ex campione ha accettato la sconfitta. |
συμφωνώ με κτ
Lei è convinta che tutti accetteranno il suo progetto non appena lo avranno compreso. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (pagamenti) (ως πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per la merce accettiamo pagamenti in contanti e con carta di credito. Δεχόμαστε μετρητά και πιστωτικές κάρτες σαν πληρωμή για το εμπόρευμα. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi rifiuto di accettare i tuoi soldi. Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
αποδέχομαι την προσφοράverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dici che fai questo lavoro per sole 20 sterline? Bene, accetto la tua offerta. Θα αναλάβεις τη δουλειά μόνο για 20 δολάρια; Υπέροχα! Αποδέχομαι την προσφορά σου! |
συμφωνώ, δέχομαι(λέω ναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli ho chiesto di venire alla festa e lui ha accettato. Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riesce ad accettare che lui sia sposato con qualcun altro adesso. Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με κάποια άλλη πλέον. |
αποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (approvare qualcuno) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suo padre non ha mai davvero accettato il suo ragazzo. Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε ποτέ τον φίλο της. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (in dono) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando un ospite offre un pasto, è educato accettare. Όταν ο οικοδεσπότης σου σού προσφέρει ένα γεύμα, είναι ευγενικό να το δεχθείς. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (forma di pagamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accettate le carte di credito? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (pagamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accetti trecento sterline per questo tavolo? |
συναινώ, συγκατατίθεμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo una lunga discussione con mia figlia, alla fine ho accettato e ho lasciato che facesse come voleva. |
δέχομαι, αποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (rispondere affermativamente) (απαντώ θετικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha accettato l'invito alla festa. Δέχτηκε (or: Αποδέχτηκε) την πρόσκληση για το πάρτι. |
συναινώ σε κτ(peggiorativo) (επίσημο) Se non ti opponi a ciò che sta accadendo vuol dire che lo accetti. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito sconfitto ha accettato i termini di resa incondizionata. Ο ηττημένος στρατός δέχθηκε τους όρους παράδοσης. |
δέχομαι(credere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riesco ad accettare la tua scusa. Non ha alcun senso. Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική. |
παραλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (prendere) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha accettato la consegna dal corriere. Παρέλαβε το φορτίο από τον διανομέα. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accettiamo nuovi soci solo a primavera. |
το χωνεύω(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I manifestanti chiedevano che i prigionieri fossero rilasciati, ma il governo non acconsentì. |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση ήταν το πρώτο του λάθος. |
συμφωνώ(formale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aspettiamo che Peter acconsenta prima di attivare il piano. |
προσχωρώ σε κτ(επίσημο: απόφαση, σύμβαση κλπ) |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Λέσλυ ποτέ δεν θα εγκρίνει την ιδέα του καπνίσματος μέσα σε εστιατόρια. |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In questa scuola prendiamo solo gli studenti più intelligenti. |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Rich ci vollero anni per riuscire ad accettare la morte del padre. |
εγκρίνω, αποδέχομαι, επιτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda non tollera l'uso dei telefoni cellulari al lavoro. Η εταιρία δεν εγκρίνει τη χρήση κινητών τηλεφώνων στη δουλειά. |
το τρώω, το χάβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω swipe right, κάνω δεξί swipeverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno accettato l'offerta dell'azienda di finanziare ulteriori esercitazioni. Δέχτηκαν την προσφορά της εταιρείας να πληρώσουν για επιπλέον εκπαίδευση. |
αποδέχομαι(informale: accettare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato difficile fare i conti con la morte tragica dei miei genitori. |
συναινώ σε κτ(formale) (επίσημο) Lucy acconsentì al piano, ma poi cambiò idea. |
παίρνω απόφασηverbo transitivo o transitivo pronominale (uno shock) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Paul è davvero bellissimo, sto ancora cercando di superare il fatto che mi abbia chiesto di uscire. |
δέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πικρή αλήθειαsostantivo femminile |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποδέχομαι την κριτική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνω την ευθύνη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ με τους όρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le due aziende hanno accettato le condizioni e il contratto è stato siglato. |
συμφωνώ με όλαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo amore è cieco, accetta qualunque cosa. |
πιάνω δουλειάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lei aveva così tanto bisogno di soldi che accettò un lavoro come cameriera in un brutto bar. |
δέχομαι συμβουλές
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È una donna molto indipendente e non accetta consigli da nessuno. |
είμαι σε άρνηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τα πράγματα όπως έρχονταιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι μια πρόκλησηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω ό,τι έμεινε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando si prenota una vacanza all'ultimo minuto, il più delle volte bisogna accontentarsi dell'hotel. |
στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compagnia aerea ha accettato troppe prenotazioni del volo e alcuni passeggeri sono stati costretti a prendere il volo successivo. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι να αποδεχτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non accettava il fatto che la sua malattia fosse incurabile. Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη. |
συμφωνώ να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I genitori di Olivia hanno acconsentito a lasciarla andare alla festa. |
δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντέχω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se accetti di aspettare altri 10 minuti, ti accompagno a casa. |
παραχωρώ(specifico: elezioni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il candidato alla fine accettò i risultati dell'elezione. |
συμφιλιώνω κπ με κτ, εξοικειώνω κπ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Quando Maria riuscì a far accettare ai suoi figli la sua nuova relazione, andarono tutti d'accordo con il suo fidanzato. Όταν η Μαρία έκανε τα παιδιά της να αποδεχτούν τη νέα σχέση της, τα πήγαιναν πλέον πολύ καλά με τον νέο της σύντροφο. |
συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω(formale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Disse che non aveva mai acconsentito a sposare l'uomo. Είπε πως δε συμφώνησε (or: συγκατατέθηκε) ποτέ να παντρευτεί τον άντρα αυτόν. |
αρνούμαι να απόδεχτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ragazze snob non accettano uomini che non provengano da famiglie ricche. Αυτές οι στρίγγλες αρνιόνταν να αποδεχτούν όποιον δεν είχε πλούσιους γονείς. |
πείθω κπ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale Pur avendoci provato in tutti i modi non è riuscito a convincerla. Όσο σκληρά και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την πείσει για την ιδέα του. |
αρνούμαι, αρνιέμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Volevo pagare con carta di credito ma mi hanno detto di no. Ήθελα να πληρώσω με πιστωτική κάρτα, αλλά αρνήθηκαν. |
συμφωνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Più di 120 pazienti hanno accettato di far parte della sperimentazione clinica. Περισσότεροι από 120 ασθενείς δηλώθηκαν για την κλινική μελέτη. |
κλειστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Antonia è contraria all'idea. |
δέχομαι κτ αντί πληρωμήςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il proprietario del negozio di alcolici non aveva il denaro che doveva, e così quelli hanno accettato un pagamento in whisky. Ο ιδιοκτήτης της κάβας δεν είχε τα χρήματα που χρωστούσε γι' αυτό πλήρωσε σε ουίσκι. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accettare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του accettare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.