Τι σημαίνει το obbligato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης obbligato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obbligato στο Ιταλικό.
Η λέξη obbligato στο Ιταλικό σημαίνει αναγκάζω, υποχρεώνω, υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό, καταβάλλω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, υποχρεώνω, αναγκάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, δεσμεύω, κρατάω κπ δεμένο, επιτακτικός, αναγκαστικά, καταναγκαστικά, σου είμαι υπόχρεος, ομπλιγκάτο, ομπλιγκάτο, ομπλιγκάτο, υποχρεωτικά, υπόχρεος, αιχμάλωτος, δέσμιος, υποχρεωμένος, βεβιασμένος, αναγκαστικός, αναγκαστικός, αναγκάζω, υποχρεώνω, υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, επιτάσσω, εξωθώ κπ σε κτ, επιβάλλω κτ σε κπ, αναγκάζω, υποχρεώνω, σπρώχνω κπ σε κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης obbligato
αναγκάζω, υποχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beth non voleva mangiare nulla, ma i suoi genitori la costrinsero. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια. |
υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπόverbo transitivo o transitivo pronominale (χρηματικά ποσά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ως εγγύηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piacerebbe molto lavorare all'estero, ma le mie responsabilità familiari mi costringono a restare in questo paese. |
υποχρεώνω, αναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini non fanno le faccende di casa di propria volontà, bisogna obbligarli. |
αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La minaccia del licenziamento costrinse (or: obbligò) Tricia a raccontare ciò che aveva realmente visto. |
αναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qualcuno ti ha obbligato a portare questo pacco? |
δεσμεύω(per legge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il contratto vincola il firmatario alle suddette clausole. Το συμβόλαιο δεσμεύει τον υπογράφοντα να τηρήσει τις παραπάνω προϋποθέσεις. |
κρατάω κπ δεμένοverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sua compatta rete di amici e colleghi obbliga Tom a restare all'università. |
επιτακτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναγκαστικά, καταναγκαστικάaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σου είμαι υπόχρεοςinteriezione (desueto: ringraziamento) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομπλιγκάτοsostantivo maschile (musica) (ζαργκόν: μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ομπλιγκάτοaggettivo (musica) (ζαργκόν: μουσική) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ομπλιγκάτοaggettivo (musica) (ζαργκόν: μουσική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υποχρεωτικάaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il gatto domestico è un carnivoro obbligato: deve mangiare carne per sopravvivere. |
υπόχρεοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αιχμάλωτος, δέσμιοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alla riunione del personale, il capo non la smetteva più di predicare alla platea obbligata. |
υποχρεωμένοςaggettivo (να κάνει κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tina fu obbligata a tenere un discorso alla conferenza del mattino. Η Ρίτα ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει στο συνέδριο εκείνο το πρωί. |
βεβιασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il prigioniero ha fatto una confessione forzata ma non stava in piedi in tribunale. Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο. |
αναγκαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pilota ha fatto un atterraggio forzato su un aeroporto diverso perché l'aeroplano era quasi a secco. Ο πιλότος έκανε αναγκαστική προσγείωση σε ένα άλλο αεροδρόμιο γιατί το αεροπλάνο είχε σχεδόν ξεμείνει από καύσιμα. |
αναγκαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I candidati si salutarono in modo forzato. |
αναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suo padre l'ha obbligato a portar fuori la spazzatura. Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια. |
υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comportamento di Daniel ha costretto sua madre a porgere le scuse al posto suo. Η συμπεριφορά του Ντάνιελ ανάγκασε τη μητέρα του να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του. |
υποχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tribunale ha obbligato il padre a pagare un assegno mensile di mantenimento al figlio. |
επιτάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante il servizio di leva molti giovani furono obbligati all'azione militare. |
εξωθώ κπ σε κτ
La polizia costrinse il sospettato a confessare il crimine. |
επιβάλλω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale I miei colleghi mi costrinsero a fare la presentazione. |
αναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo fu costretto ad accettare il trattato. |
σπρώχνω κπ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Greg non voleva rubare nel negozio ma i suoi compagni di classe l'hanno costretto a farlo. |
αναγκάζω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un gruppo di ragazze più grandi ha costretto con la forza Lea a consegnare il denaro del pranzo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obbligato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του obbligato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.