Τι σημαίνει το ambiente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ambiente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ambiente στο Ιταλικό.
Η λέξη ambiente στο Ιταλικό σημαίνει περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλον, κύκλος, κλίμα, περιβάλλον, μήτρα, ατμόσφαιρα, ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία, περιβάλλον, στοιχείο, παρελθόν, σκηνή, τόνοι, δωμάτιο, ατμόσφαιρα, περιβάλλον, τόπος, πλαίσιο, περιβαλλοντικό κίνημα, οικολογικό κίνημα, οικολογική καταστροφή, σπίτι, κρύος, σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο, του γούστου σου, ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, θερμοκρασία δωματίου, θερμοκρασία περιβάλλοντος, στο στοιχείο μου, ευαισθησία για το περιβάλλον, φυσικό περιβάλλον, νέοσ κόσμος, δομημένο περιβάλλον, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, Υπουργείο Περιβάλλοντος, οικιακό περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, περιβάλλον παραγωγής, περιβάλλον γραφείου, φυσικό περιβάλλον, δοκιμαστικό περιβάλλον, κοινωνικό περιβάλλον, άμεσο περιβάλλον, ευχάριστο περιβάλλον, αποκτώ αίσθηση, συνθήκες πίεσης, θερμοκρασία δωματίου, οικείο περιβάλλον, χωρητικότητα βιοτόπου, το να είναι κτ οικολογικό, φιλικός προς το όζον, εργασιακό περιβάλλον, προσαρμογή, αφομοίωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ambiente
περιβάλλονsostantivo maschile (φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ambiente sta cambiando a causa del riscaldamento globale. Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
περιβάλλονsostantivo maschile (χώρος γύρω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In molte città c'è un ambiente rumoroso. Σε πολλές πόλεις το περιβάλλον είναι θορυβώδες. |
περιβάλλονsostantivo maschile (προσωπικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La vita per lui è difficile a causa del suo ambiente familiare. Η ζωή του είναι δύσκολη εξαιτίας του οικογενειακού του περιβάλλοντος. |
κύκλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In certi ambienti gira voce che il primo ministro stia per dimettersi. |
κλίμα(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È difficile proporre nuove idee visto l'attuale clima politico. Είναι δύσκολο να προτείνεις νέες ιδέες με το τρέχον πολιτικό κλίμα. |
περιβάλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sala da pranzo ha un ambiente mediorientale e musica dal vivo. |
μήτρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'unghia cresce dalla base a partire dalla matrice. |
ατμόσφαιρα(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il posto ha un'atmosfera amichevole e rilassata e il codice di abbigliamento è informale. Το μαγαζί έχει μια φιλική, χαλαρή ατμόσφαιρα και ο κώδικας ενδυμασίας είναι το κάζουαλ ντύσιμο. |
ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιβάλλον
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ξύπνησα σ' ένα περιβάλλον που δεν αναγνώρισα. |
στοιχείο(agio, naturalezza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane, essendo un'estroversa, è nel proprio elemento quando va alle feste. Η Τζέιν είναι εξωστρεφής και στα πάρτυ είναι στο στοιχείο της. |
παρελθόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha delle origini molto povere. Προέρχεται από πολύ φτωχή οικογένεια. |
σκηνή(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo iniziato a far parte della scena musicale del posto circa un anno fa. |
τόνοι(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'atmosfera della riunione si stava scaldando poiché la pazienza delle persone iniziava ad esaurirsi. Οι τόνοι ανέβηκαν στη σύσκεψη όταν όλοι άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. |
δωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nostro appartamento ha cinque stanze. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας. |
ατμόσφαιρα(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'atmosfera del ristorante piace ai ricconi. Η ατμόσφαιρα του εστιατορίου απευθύνεται στους πολύ πλούσιους. |
περιβάλλονsostantivo maschile (contesto sociale) (κοινωνικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si trova maggiormente a suo agio nell'ambiente degli artisti. Αισθάνεται πιο άνετα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. |
τόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono stufo del clima di Chicago, vado in un luogo più caldo. |
πλαίσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il contesto di agitazione sociale spiega i recenti scontri razziali in Europa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κοινωνική αναταραχή στην Ευρώπη αποτέλεσε το υπόβαθρο των πρόσφατων φυλετικών ταραχών. |
περιβαλλοντικό κίνημα, οικολογικό κίνημα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οικολογική καταστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπίτι(anche figurato) (νοικοκυριό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Casa sua è sempre allegra e vivace. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο. |
κρύος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No, non ho bisogno del microonde. Preferisco mangiare la pizza avanzata fredda. |
σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμοverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando leggo le lettere del mio amico dall'Africa mi rendo conto che viviamo in due mondi diversi. Όταν διάβασα τα γράμματα του φίλου μου από την Αφρική κατάλαβα ότι είναι σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη. |
του γούστου σου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel nuovo film è proprio uno di quelli che piacciono a te. |
ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα(università) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θερμοκρασία δωματίουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Per me, la temperatura ideale dell'ambiente è circa 20°C. |
θερμοκρασία περιβάλλοντοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Benvenuti a Phoenix, dove la temperatura ambiente durante l'estate è in media 35 gradi. Καλώς ήλθατε στο Φοίνιξ, όπου η θερμοκρασία περιβάλλοντος το καλοκαίρι είναι κατά μέσο όρο 95 βαθμοί Φαρενάιτ. |
στο στοιχείο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευαισθησία για το περιβάλλονsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Negli ultimi la consapevolezza ambientale è aumentata. |
φυσικό περιβάλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I pesci muoiono fuori dall'acqua, che è il loro ambiente naturale. |
νέοσ κόσμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In seguito alla vendita della società il suo luogo di lavoro gli sembrava un mondo nuovo. |
δομημένο περιβάλλον
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον
|
Υπουργείο Περιβάλλοντος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οικιακό περιβάλλονsostantivo maschile L'assistente sociale ha trovato un ottimo ambiente domestico per il bimbo adottivo. |
εχθρικό περιβάλλονsostantivo maschile |
υγιεινό περιβάλλον, υγιές περιβάλλονsostantivo maschile I bambini hanno bisogno di un ambiente salutare in cui crescere. |
εχθρικό περιβάλλονsostantivo maschile Trovarsi in un ambiente lavorativo ostile non è divertente - devi sempre guardarti le spalle. |
περιβάλλον παραγωγήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περιβάλλον γραφείουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσικό περιβάλλονsostantivo maschile |
δοκιμαστικό περιβάλλον(informatica) (ανάπτυξη ιστοσελίδων) |
κοινωνικό περιβάλλον
|
άμεσο περιβάλλον
|
ευχάριστο περιβάλλονsostantivo maschile La sua casa si trova in un ambiente piacevole, circondata da una bella campagna. |
αποκτώ αίσθησηverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) All'inizio il problema era familiarizzare con l'ambiente. |
συνθήκες πίεσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θερμοκρασία δωματίουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) È pericoloso lasciare la carne cruda a temperatura ambiente. |
οικείο περιβάλλονsostantivo maschile |
χωρητικότητα βιοτόπουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
το να είναι κτ οικολογικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλικός προς το όζον
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εργασιακό περιβάλλονsostantivo maschile |
προσαρμογή, αφομοίωσηverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ambiente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ambiente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.