Τι σημαίνει το niente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης niente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του niente στο Ιταλικό.

Η λέξη niente στο Ιταλικό σημαίνει τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα, ούτε στο ελάχιστο, τίποτα, τίποτα, τίποτα, στη μέση του πουθενά, κενό, τίποτα, τίποτε, τιποτένιος, -, καθόλου, παιχνίδι, αστείο, αγνοώ, καλύτερο από το τίποτα, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, γυμνός, με κανέναν τρόπο, με τίποτα, επ'ουδενί, καθόλου, επ'ουδενί, χωρίς τίποτα να κάνω, άσχετος με, δεν είναι τίποτα, χωρίς μα, μου, σου, ξου, που δεν είναι άλλος από κπ, δεν πειράζει, Τίποτα δε χαρίζεται., τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, τίποτα το ιδιαίτερο, κακός, να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, δεν πειράζει, Μη σκας!, μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα, για νέο μας το λες;, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, Τίποτα!, σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα, αποκλείεται, καθόλου, Όχι και άσχημα!, τίποτα, ελάχιστος, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, όχι άλλος, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα τέτοιο, τίποτα τέτοιο, τίποτα στον κόσμο, απολύτως τίποτα, τίποτα το ιδιαίτερο, δεν έχω τίποτα να πω, μακριά από, που απέχει πολύ από, σχεδόν τίποτα, τίποτα απολύτως, τίποτα απολύτως, τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο, οτιδήποτε, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ, δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό, δεν είμαι ντυμένος, δεν έχω καμία σχέση με, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, δε δίνω δεκάρα, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, δεν πετυχαίνω τίποτα, δεν αφορώ κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης niente

τίποτα

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No, non ho niente in tasca.
Όχι, δεν έχω τίποτα στις τσέπες μου.

τίποτα

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Niente mi impedirà di ottenere ciò che voglio.
Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να πάρω αυτό που θέλω.

τίποτα

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Non ho sentito niente.
Δεν άκουσα κάτι.

τίποτα

pronome (μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
"Cosa c'è che non va?", "Oh, non è nulla."
«Τι τρέχει;» «Α, δεν είναι τίποτα.»

τίποτα

pronome (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Riesci a mangiare due hot dog? Questo è niente, io ne mangio quattro per volta.
Έφαγες δύο χοτ ντογκ; Αυτό δεν είναι τίποτα! Μπορώ να φάω τέσσερα στην καθισιά μου.

ούτε στο ελάχιστο

(al negativo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τίποτα

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

τίποτα

pronome

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho fatto la baby sitter a mia sorella per due ore ma non ho ricevuto nulla in cambio.

τίποτα

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ο Σαμ γύρισε προς τα έξω τις τσέπες του. «Τίποτα», είπε. «Δεν έχω μία!»

στη μέση του πουθενά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κενό

(αίσθημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I giorni si susseguivano in una serie infinita di nulla.

τίποτα, τίποτε

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è nulla che possa fare per te?

τιποτένιος

(καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Figurati!
Δεν κάνει τίποτα!

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quel film non era affatto bello.
Αυτή η ταινία δεν ήταν καθόλου καλή.

παιχνίδι, αστείο

(cosa da poco) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La guerra non è uno scherzo.

αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho incontrato la mia ex in discoteca, ma mi ha ignorato.

καλύτερο από το τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Odio la minestra ma è meglio di niente dato che ho fame.

δεν γεμίζω το μάτι σε κπ

(informale, spesso rivolto a persone) (μεταφορικά, προφορικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è un granché, ma è simpatico e ha un buon lavoro.
Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με κανέναν τρόπο

locuzione avverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με τίποτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questa borsetta costa £300, ma non è per niente la più cara del negozio.
Αυτή η τσάντα κοστίζει 300 λίρες, αλλά με τίποτα δεν είναι η πιο ακριβή στο κατάστημα.

επ'ουδενί

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il fatto che fossi un po' ubriaco non giustifica per niente il tuo comportamento.

καθόλου, επ'ουδενί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio capo non era per niente soddisfatto del mio lavoro, così mi ha licenziato
Το αφεντικό μου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο από τη δουλειά μου κι έτσι με απέλυσε.

χωρίς τίποτα να κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσχετος με

Non c'entra se è sposato o meno.
Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο.

δεν είναι τίποτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Qual'è il problema?" "Oh, è cosa da niente."

χωρίς μα, μου, σου, ξου

(assolutamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho bisogno che tu finisca quel rapporto entro oggi, senza se e senza ma.

που δεν είναι άλλος από κπ

avverbio (addirittura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oggi abbiamo con noi un uomo che tutti conosciamo, niente meno che il pilota campione della divisione.

δεν πειράζει

verbo intransitivo (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ci sono più biglietti per il concerto? Non importa, andremo al cinema.
Δεν υπάρχουν εισιτήρια για τη συναυλία; Δεν πειράζει. Θα πάμε στο σινεμά.

Τίποτα δε χαρίζεται.

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La simpatia non è niente più che comprendere i sentimenti di un'altra persona.

τίποτα το ιδιαίτερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακός

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha rinunciato al suo sogno di diventare un artista perché i suoi dipinti non erano un granché. Lei suona in un gruppo, ma da quello che sento non sono un granché.
Παίζει σε ένα συγκρότημα, αλλά άκουσα πως δεν είναι καλοί.

να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος

(ospedale) (ιατρική οδηγία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non voglio sentire una presentazione sui fallimenti: ci sono già passato io stesso!

δεν πειράζει

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"La cena è rovinata!" "Non fa niente: ordiniamo qualcosa da asporto". "Hai ancora bisogno di un passaggio?" "No, non importa, prenderò l'autobus".
«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

Μη σκας!

sostantivo maschile (informale: cosa semplice) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un gioco da ragazzi, John, basta che nascondiamo i vetri rotti sotto il divano.

μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα

interiezione (figurato: lasciar perdere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se non hai intenzione di chiedermi scusa, risparmia il fiato. Non dire nulla, non voglio stare a sentire le tue scuse.

για νέο μας το λες;

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sì, sei di nuovo in ritardo: niente di nuovo!

μη φοβάσαι, μην ανησυχείς

interiezione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Niente paura! Stanno arrivando i Carabinieri!

ευχαρίστηση μου, χαρά μου

interiezione (risposta a grazie)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A: Grazie per il tuo aiuto. B: Di niente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου.

Τίποτα!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
A: Grazie di avermi lavato la macchina. B: Di niente!
Α: Ευχαριστώ που μου έπλυνες το αυτοκίνητο. Β: Δεν κάνει τίποτα!

σιγά τα αβγά, σιγά το πράγμα

(καθομιλουμένη)

αποκλείεται

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Όχι και άσχημα!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίποτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo aver pagato quella bolletta telefonica esosa, non mi è rimasto quasi niente in banca. È riuscita a preparare un pasto sontuoso con poco e niente.
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

(situazione grave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A scivolare sul ghiaccio non c'è niente da ridere, potresti romperti il collo.

όχι άλλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Niente più salsicce per me, grazie: ho mangiato abbastanza.
Όχι άλλα λουκάνικα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα αρκετά.

τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο

(σημασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non c'è molto in centro città oggi.

τίποτα τέτοιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pensavano che saremmo venuti a visitarli, ma noi non avevamo in programma niente del genere.

τίποτα τέτοιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ho fatto niente del genere!

τίποτα στον κόσμο

pronome (assolutamente niente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Niente al mondo mi può tenere lontana dall'uomo che amo. Non c'è niente di niente che mi possa convincere a parlare di fronte a un'assemblea.

απολύτως τίποτα

sostantivo maschile (volgare: niente)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τίποτα το ιδιαίτερο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεν έχω τίποτα να πω

(για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando il giornalista lo interrogò sulla presunta relazione, rispose: "Non ho nulla da dire al riguardo".

μακριά από, που απέχει πολύ από

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La banca non è per niente vicino alla biblioteca.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

σχεδόν τίποτα

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non c'è quasi niente da mangiare in casa.

τίποτα απολύτως

pronome

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Non voglio avere assolutamente niente a che fare con quel ragazzo, è terribile.

τίποτα απολύτως

pronome

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per la festa non ho proprio nulla da mettermi!

τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο

pronome

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οτιδήποτε

(frasi interrogative)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Non sono riusciti a salvare proprio nulla della casa durante l'incendio.

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ragazzino non assomiglia per niente né al padre né al fratello.

δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il diabete di tipo 1 non ha niente a che fare con l'obesità o con lo stile di vita e non si può prevenire.

δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A prima vista sembra che lei non abbia niente in comune con il suo ragazzo.

δεν είμαι ντυμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non entrare! Non ho niente addosso!

δεν έχω καμία σχέση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuocere una torta non ha niente a che fare con il riparare una macchina.

δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non aveva detto niente dell'operazione a cui avrebbe dovuto sottoporsi, per paura che la famiglia si preoccupasse.

δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sto annoiando da morire, non ho niente da fare!

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi vergogno ad ammettere di non sapere niente di letteratura americana.

δε δίνω δεκάρα

verbo intransitivo (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Della politica non mi frega niente.
Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική.

παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non hai niente da perdere a fare domanda di ammissione all'università.
Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο.

δεν πετυχαίνω τίποτα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν αφορώ κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του niente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του niente

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.