Τι σημαίνει το amore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης amore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amore στο Ιταλικό.
Η λέξη amore στο Ιταλικό σημαίνει αγάπη, αγάπη, αγάπη, έρωτας, αγάπη, αγάπη, αγάπη μου, αγάπη, χάρη, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, έρωτας, αγαπούλα, πουλάκι, αγαπημένος, αγαπημένη, γλυκούλης, στοργή, τρυφερότητα, αγάπη μου, μωράκι, μωρό, μωρό, μωράκι, μπέμπης, μπέμπα, αγάπη μου, μωρό, μωράκι, αγάπη μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, όφελος, κοπελιά, αγάπη μου, αγάπη μου, αγαπούλα μου, γλύκα, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγάπες, αγαπούλες, έρωτας, ερωτοχτυπημένος, χωρίς αγάπη, από αγάπη, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας, αληθινή αγάπη, πράξη αγάπης, αδερφική αγάπη, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ελεύθερος έρωτας, θεά του έρωτα, ερωτικό γράμμα, ερωτικό τραγούδι, αισθηματική ιστορία, αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, μητρική αγάπη, μητρική αγάπη, αγάπη μου, γονική αγάπη, συνουσία, σωματική επαφή, ερωτικό πάθος, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, ερωτικό γράμμα, ενθουσιασμός, χαμένη αγάπη, έρωτας με την πρώτη ματιά, πιασίματα, κόμπος της αληθινής αγάπης, ερωτική πράξη, αγάπη για τον εαυτό μου, ειρήνη και αγάπη, για χάρη, κάνω σεξ με κπ, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, βρίσκω την αληθινή αγάπη, με φροντίδα, με στοργή, έντονα, ενθουσιωδώς, με πολλή αγάπη, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, εκδήλωση αγάπης, πραγματική αγάπη, το να είναι κτ οικολογικό, κλασικός, σωσίβιο, ψεύτικη αγάπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης amore
αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'amore è forse la più importante delle emozioni umane. Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου. |
αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si vedeva nei suoi occhi il suo amore per lui. Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της. |
αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lei è stata il mio primo amore. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. |
έρωταςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo amore la faceva sentire così bene. Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία. |
αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il balletto è stato il suo primo amore. Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη. |
αγάπη, αγάπη μουinteriezione (vezzeggiativo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Amore, puoi passarmi il telecomando? Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ; |
αγάπη(για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua passione per il basket era chiara a tutti. Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους. |
χάρη(interesse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per amore di giustizia, facciamo dei turni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το ν μπροστά στο χ μετατρέπεται σε γ, χάριν ευφωνίας. |
αξιαγάπητος, αξιολάτρευτοςsostantivo maschile (persona amabile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che amore sei! Είσαι γλύκας! |
έρωταςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Imogen non pensa che l'amore valga lo sforzo. Η Ίμοτζεν πιστεύει ότι δεν αξίζει να κάνει κανείς τόση προσπάθεια για τον έρωτα. |
αγαπούλα(vezzeggiativo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πουλάκιsostantivo maschile (bambino) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγαπημένος, αγαπημένηsostantivo maschile (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γλυκούληςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sua figlia di 3 anni è così carina, è un tesoro. |
στοργή, τρυφερότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγάπη μου(vezzeggiativo, a un uomo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi prendi quella scatola, amore? Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου; |
μωράκι, μωρό(vezzeggiativo: donna) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μωρό, μωράκιsostantivo maschile (colloquiale: partner) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ehi tesoro, puoi spedire questa lettera domani? |
μπέμπης, μπέμπαsostantivo maschile (colloquiale, affettuoso) (παιδί) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αγάπη μουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vieni qui, tesoro, abbracciami. |
μωρό, μωράκι(persona amata) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo il ballo ho passeggiato lungo la spiaggia insieme al mio amore. Μετά τον χορό, το μωρό μου και εγώ περπατήσαμε στην άμμο. |
αγάπη μουsostantivo maschile (termine di affezione) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Allora tesoro, com'è andata oggi a scuola? |
γλυκέ μου, γλυκιά μουsostantivo maschile (vezzeggiativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όφελος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho litigato per il tuo bene; non avevo interesse nella disputa. Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη. |
κοπελιάsostantivo maschile (για γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John mi ha salutato dicendomi: "tutto ok tesoro?" |
αγάπη μου(appellativo) (προσφώνηση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tesoro, mi prepari il caffè e poi mi daresti una grattatina alla schiena? Αγάπη μου, φτιάξε μου, σε παρακαλώ, έναν καφέ και κάνε μου λίγο μασάζ. |
αγάπη μου, αγαπούλα μουsostantivo maschile (appellativo affettuoso) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γλύκαsostantivo maschile (informale: vezzeggiativo) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυκέ μου, γλυκιά μουsostantivo maschile (innamorato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai passato una buona giornata al lavoro, amore? Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου; |
αγάπες, αγαπούλεςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Era di buon umore. Magari aveva fatto un po' di sesso con la moglie la sera prima. Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ. |
έρωτας(informale, figurato: per [qlcs]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία. |
ερωτοχτυπημένοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς αγάπη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La povera Cinzia è incastrata in un matrimonio senza amore. |
από αγάπηavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando mi sposerò, sarà solo per amore. |
η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης(idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας
I due ragazzini avevano un'infatuazione da adolescenti. |
αληθινή αγάπηsostantivo maschile Credo che ciò che provo per Nelson sia vero amore. |
πράξη αγάπης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αδερφική αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) San Francesco predicava l'amore fraterno. |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςsostantivo maschile (tabù sessuale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il figlio di mia sorella è frutto del nostro amore proibito. |
ελεύθερος έρωταςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nelle comunità hippy degli anni settanta si praticava l'amore libero. |
θεά του έρωταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Venere era la Dea romana dell'amore. |
ερωτικό γράμμαsostantivo femminile (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lui le scriveva una lettera d'amore tutti i giorni mentre era via. |
ερωτικό τραγούδιsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maggior parte delle canzoni pop sono canzoni d'amore. |
αισθηματική ιστορίαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγάπη, τρυφερότητα, στοργήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μητρική αγάπηsostantivo maschile Si dice che nessun sentimento possa essere più profondo dell'amore materno. |
μητρική αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγάπη μουsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vieni, amore mio? Έρχεσαι αγάπη μου; |
γονική αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si dice che l'amore parentale possa essere molto forte anche tra gli animali. |
συνουσία, σωματική επαφήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερωτικό πάθοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
ερωτικό γράμμαsostantivo femminile |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χαμένη αγάπηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έρωτας με την πρώτη ματιάsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Quando Harry incontrò Sally, non fu amore a prima vista, si innamorarono qualche anno dopo. |
πιασίματαsostantivo plurale femminile (figurato: grassi sui fianchi) (καθομ, μτφ: στη μέση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) È ora di iniziare a fare addominali e obliqui, le mie maniglie dell'amore cominciano a diventare evidenti! |
κόμπος της αληθινής αγάπηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ερωτική πράξηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγάπη για τον εαυτό μουsostantivo maschile (αυτοεκτίμηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειρήνη και αγάπηsostantivo femminile |
για χάρη(για το καλό κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alcune coppie stanno insieme per il bene dei propri figli. Ορισμένα ζευγάρια παραμένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους. |
κάνω σεξ με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick e Steve vanno molto d'accordo. Ο Ρικ και ο Στηβ τα πηγαίνουν καλά. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il teenager romantico spera di trovare il vero amore |
με φροντίδα, με στοργή(figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Marvin spolverava la sua collezione di farfalle con cura. |
έντονα, ενθουσιωδώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με πολλή αγάπηsostantivo maschile (στο διαδίκτυο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alberto si fece coraggio e scrisse "tanto amore" alla fine del messaggio. |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςsostantivo maschile (tabù amoroso) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quella di Romeo e Giulietta è la triste storia di un amore proibito. |
εκδήλωση αγάπηςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il film è la sua dichiarazione d'amore alla città di Roma. |
πραγματική αγάπηsostantivo maschile (persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo diciotto anni di separazione si riunì con il suo vero amore. |
το να είναι κτ οικολογικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλασικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σωσίβιο(corpo: di grasso) (καθομ, μτφ: πάχος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si vedevano i rotoli di grasso quando si è tirato su la maglietta. |
ψεύτικη αγάπηsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του amore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.