Τι σημαίνει το biglietto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης biglietto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του biglietto στο Ιταλικό.
Η λέξη biglietto στο Ιταλικό σημαίνει εισιτήριο, εισιτήριο, απόδειξη, χαρτονόμισμα, εισιτήριο, κάρτα, υπόμνημα, σημείωμα, σημείωμα, χαρτονόμισμα, εισιτήριο, είσοδος, είσοδος, σκονάκι, επαγγελματική κάρτα, κόβω εισιτήριο, ευχές, λαχνός, αεροπορικό εισιτήριο, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί, νόμισμα πέντε λιρών, δεκάρικο, χαρτονόμισμα 10 δολαρίων, είσοδος, απλό εισιτήριο, εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε, επαγγελματική κάρτα, δωρεάν εισιτήριο, δωρεάν εισιτήριο, ευχετήρια κάρτα, χαρτονόμισμα εκατό δολαρίων, χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων, εισιτήριο τρένου, χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων, τιμή εισιτηρίου, χριστουγεννιάτικη κάρτα, αεροπορικό εισιτήριο, εισιτήριο επιστροφής, λαχείο, είσοδος, αεροπορικό εισιτήριο, κάρτα γενεθλίων, εισιτήριο λεωφορείου, μειωμένο εισιτήριο επιστροφής, χρυσό εισιτήριο, λαχείο, εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματς, εισιτήριο κινηματογράφου, ευχαριστήριο σημείωμα, εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών, κάρτα Αγίου Βαλεντίνου, κάτοχος εισιτηρίου, αεροπορικό εισιτήριο, ακυρώνω το εισιτήριο, στέλνω σημείωμα, -, νόμισμα πέντε δολαρίων, δωρεάν, δεκάρικο, κάρτα, δολάριο, σημάδι, κάρτα, εισιτήριο μετεπιβίβασης, εικοσάρικο, εικοσάλιρο, κατοστάρικο, εισιτήριο μονής μετάβασης, επισκεπτήριο, του ενός, εισιτήριο μετ' επιστροφής, πεντοδόλαρο, κάρτα, ηλεκτρονικό εισιτήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης biglietto
εισιτήριοsostantivo maschile (per spettacolo, ecc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho comprato due biglietti per l'opera. Πήρα δύο εισιτήρια για την όπερα. |
εισιτήριο(trasporto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Conserva il biglietto fino alla fine del viaggio. Κράτα το εισιτήριό σου μέχρι να τελειώσεις το ταξίδι σου. |
απόδειξη(γκαρνταρόμπα, πάρκινγκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le basta consegnare la ricevuta al momento di andarsene e le restituiremo la giacca. Απλά παρέδωσε την απόδειξή σου όταν είσαι έτοιμος να φύγεις και θα σου επιστρέψουμε το παλτό σου. |
χαρτονόμισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai da cambiare una banconota da venti sterline? Έχεις ρέστα από χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών; |
εισιτήριο(tariffa d'ingresso) (για να μπεις κάπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il biglietto d'ingresso allo zoo non è caro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ. |
κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non dimenticare di mandare a tua mamma un biglietto d'auguri per il suo compleanno. Μη ξεχάσεις να στείλεις στη μαμά σου μια κάρτα για τα γενέθλιά της. |
υπόμνημα, σημείωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi ha lasciato un biglietto sulla scrivania chiedendo di richiamarla. Άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο μου για να την καλέσω. |
σημείωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτονόμισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho tre banconote da venti dollari. Έχω τρία χαρτονομίσματα των είκοσι δολαρίων. |
εισιτήριο(λεωφορείο, μετρό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle ha pagato la tariffa ed è sceso dal taxi. Ο Κάιλ πλήρωσε το κόμιστρο και βγήκε από το ταξί. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanto costa l'ingresso allo spettacolo delle 8.00? Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ; |
είσοδος(prezzo d'ingresso) (μεταφορικά: κόστος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entrata alla discoteca è di venti dollari. |
σκονάκιsostantivo maschile (per copiare nei compiti) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo studente teneva un bigliettino nascosto nella manica. |
επαγγελματική κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho ordinato i miei biglietti da visita da una rinomata ditta che li consegna tempestivamente. Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα. |
κόβω εισιτήριοverbo transitivo o transitivo pronominale (vendita) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo che ti ho venduto il biglietto puoi entrare. |
ευχές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Η μητέρα της Άννας πάντα έστελνε ευχές τα Χριστούγεννα. |
λαχνόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho perso il mio biglietto della lotteria, quindi non c'è verso che io possa vincere. Έχασα το λαχνό μου και τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσω. |
αεροπορικό εισιτήριοsostantivo maschile (di aereo) Vorrei tanto visitare i miei parenti in Sud Africa, ma non mi posso permettere il costo del biglietto. |
κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ian ha inviato a Lucy un biglietto di S. Valentino. |
εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθείsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νόμισμα πέντε λιρών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prestami una banconota da cinque, puoi? |
δεκάρικοsostantivo maschile (UK) (καθομ: χαρτονόμισμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαρτονόμισμα 10 δολαρίων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είσοδος(κόστος εισόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I visitatori devono pagare una quota di ingresso di €2,50. |
απλό εισιτήριοsostantivo maschile Non sapevo quando sarei tornato, perciò ho comprato un biglietto di sola andata. |
εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκεsostantivo maschile (per evento rimandato) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La squadra annullò la partita e diede a tutti gli spettatori muniti di biglietto un buono sostitutivo. Η ομάδα ακύρωσε τον αγώνα και πρόσφερε εισιτήρια για την εκδήλωση που αναβλήθηκε σε όσους είχαν ήδη εισιτήρια. |
επαγγελματική κάρταsostantivo maschile Il banchiere mi diede il suo biglietto da visita. |
δωρεάν εισιτήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Milton mi ha dato qualche biglietto omaggio per il suo spettacolo. Ο Μίλτον μου έδωσε μερικά δωρεάν εισιτήρια για να δω την τελευταία του παράσταση. |
δωρεάν εισιτήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho due biglietti omaggio per il teatro, vuoi venire con me? |
ευχετήρια κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando Marilyn si svegliò, trovò tantissimi biglietti d'auguri accanto al letto. |
χαρτονόμισμα εκατό δολαρίωνsostantivo maschile (banconota) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ero un bambino, ricevevo sempre una banconota da dieci dollari nuova di zecca per il mio compleanno. |
εισιτήριο τρένουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Anche i biglietti del treno possono essere comprati in agenzia come quelli aerei. |
χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμή εισιτηρίου(costo del biglietto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il primo gennaio il biglietto dell'autobus è aumentato da 90 pence a 1,30 sterline. |
χριστουγεννιάτικη κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scorso Natale ho mandato 32 biglietti di auguri ai miei amici e parenti in giro per il mondo. |
αεροπορικό εισιτήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai già riservato il biglietto aereo? L'uso dei biglietti aerei cartacei sta diminuendo nell'era dei computer. Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών. |
εισιτήριο επιστροφήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vuole un biglietto di sola andata o uno di andata e ritorno? |
λαχείοsostantivo maschile (lotteria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Enrico si sentiva fortunato, così è andato al negozio a comprare un gratta e vinci. |
είσοδος(parchi, musei, enti) (μεταφορικά: κόστος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il biglietto d'ingresso a Disneyland aumenta ogni anno. |
αεροπορικό εισιτήριοsostantivo maschile Oggigiorno quasi tutti i biglietti aerei sono elettronici. |
κάρτα γενεθλίωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mio padre mi ha mandato un biglietto d'auguri con dentro 100 dollari! |
εισιτήριο λεωφορείουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ha perso il biglietto dell'autobus e non aveva più soldi, così è dovuto andare a casa a piedi. |
μειωμένο εισιτήριο επιστροφήςsostantivo maschile (για τρένο, την ίδια μέρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρυσό εισιτήριοsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) |
λαχείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Compro un biglietto della lotteria ogni giorno. |
εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εισιτήριο κινηματογράφουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευχαριστήριο σημείωμα
Non dimenticarti di mandar loro una lettera di ringraziamento. |
εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών(USA: trasporto pubblico) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάρτα Αγίου Βαλεντίνουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάτοχος εισιτηρίου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αεροπορικό εισιτήριοsostantivo maschile |
ακυρώνω το εισιτήριοverbo transitivo o transitivo pronominale (punzonando) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I controllori sui treni obliterano i biglietti dei passeggeri in modo che non possano essere riutilizzati. |
στέλνω σημείωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νόμισμα πέντε δολαρίων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rob diede all'uomo una banconota da cinque per essere ammesso. |
δωρεάνsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεκάρικοsostantivo maschile (USA) (καθομ: χαρτονόμισμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάρταsostantivo maschile (in accompagnamento al regalo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δολάριοsostantivo maschile (ΗΠΑ, χαρτονόμισμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Serena si veste in modo vistoso: i colori accesi sono il suo tratto distintivo. |
κάρταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La signora Sylvia non era in casa quando Mary è andata a trovarla; perciò Mary ha lasciato lì il suo biglietto di visita. Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της. |
εισιτήριο μετεπιβίβασης(trasporti pubblici) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In certe città americane se si passa dalla metro al bus c'è bisogno di un biglietto transfer per dimostrare che si è già pagato il biglietto all'inizio del viaggio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν βγεις απ' το μετρό, μπορείς να πάρεις ένα εισιτήριο μετεπιβίβασης για λεωφορείο. |
εικοσάρικο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La valigia era piena di banconote da venti. Η βαλίτσα ήταν γεμάτη εικοσάρικα. |
εικοσάλιρο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Paul prese in prestito una banconota da venti dal fratello. |
κατοστάρικο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Può cambiarmi un biglietto da cento? Μπορείς να μου χαλάσεις ένα κατοστάρικο; |
εισιτήριο μονής μετάβασηςsostantivo maschile |
επισκεπτήριοsostantivo maschile (κάρτα με στοιχεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
του ενός(χαρτονόμισμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho una banconota da dieci e tre banconote da uno. Έχω ένα δεκάρικο και τρία δολάρια. |
εισιτήριο μετ' επιστροφήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vorrei due biglietti di andata e ritorno per Londra, per favore. |
πεντοδόλαρο($5) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai una banconota da cinque da prestarmi? Ho bisogno di soldi per pranzo. Έχεις πέντε δολάρια να μου δανείσεις; Χρειάζομαι λεφτά για μεσημεριανό. |
κάρταsostantivo maschile (da visita) (επαγγελματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo straniero si presentò come Dr. Bates e mi allungò il suo biglietto da visita. |
ηλεκτρονικό εισιτήριο
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του biglietto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του biglietto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.