Τι σημαίνει το nel στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nel στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nel στο Ιταλικό.

Η λέξη nel στο Ιταλικό σημαίνει κατά μήκος, ανάποδος, γενικά, συνολικά, ιδανικά, ιδεωδώς, με κόντρα τον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, νωρίς, στο μυαλό, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, κατά τη διάρκεια, συζητάω, συζητώ, ασυγύριστος, ακατάστατος, ανάστατος, κανονικά, φυσιολογικά, κυριολεκτικά, κατά μήκος, σωστό, απογευματινός, όπου, εντός, διεγείρομαι, δραστηριοποιούμαι, κάτω, μπελάς, τα χάνω, χτυπάω, κοπανάω, με επαρκείς γνώσεις αριθμητικής, υπερβολικά συναισθηματικός, αποκλεισμένος από πάγο, αλκοολικός, αλκολικός, αταξίδευτος, διαχρονικός, που έχει σώας τας φρένας, ευκατάστατος, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, παγκοσμίως γνωστός, πιθανός, διεθνώς αναγνωρισμένος, στον κόσμο σου, πειστικός, καθιερωμένος, ακριβής, δοκιμασμένος στον χρόνο, όλου του σχολείου, που γίνεται σε λάθος ώρα, την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα, κατωτέρω, παρασκήνιο, κατά μήκος, γενικά, συνολικά, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, κατά βάθος, ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση, ανά τους αιώνες, προς την καρδιά του, κατά βάθος, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, για καλό και για κακό, σε πένθος, στην πολυτέλεια, συνολικά, συγκεντρωτικά, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, στην καρδιά, στο μεταξύ, εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, σε όλο τον κόσμο, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, στο παρελθόν, στο χώρο, βόρεια, πολύ καιρό πριν, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, στην καλύτερη περίπτωση, τα τελευταία χρόνια, σταδιακά, προοδευτικά, το Σαββατοκύριακο, για πολύ καιρό ακόμα, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, στο πλαίσιο, το απόγευμα, στα βόρεια, επ' αυτοφόρω, στο στοιχείο μου, μακροπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα, στο κέντρο, στο μέσο, είναι προς το συμφέρον μου, δεδομένου ότι, σε αυτό το θέμα, με προϋπολογισμό, γενικά, αν υποθέσουμε, όπως, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, την στιγμή που, απόλυτα συγκεντρωμένος, εν μέσω, αργά το απόγευμα, στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου, καλυμμένος με πέπλο μυστηρίου, σύμφωνα με το νόμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nel

κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lungo il fiume corre una ringhiera di sicurezza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υπάρχει ένας φράχτης κατά μήκος του ποταμού, για ασφάλεια.

ανάποδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il quadro alla parete è capovolto.
Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος.

γενικά, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Complessivamente, ha fatto un lavoro abbastanza buono.
Γενικά (or: συνολικά) έκανε αρκετά καλή δουλειά.

ιδανικά, ιδεωδώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Idealmente, ogni studente avrà venti minuti per presentare la propria idea.

με κόντρα τον άνεμο, κόντρα στον άνεμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νωρίς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο μυαλό

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro!

κατά τη διάρκεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Saremo assenti durante le vacanze.
Θα απουσιάζουμε κατά τη διάρκεια των διακοπών.

συζητάω, συζητώ

(figurato: discutere a fondo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob e Jane erano decisi a sviscerare i loro problemi matrimoniali.

ασυγύριστος, ακατάστατος, ανάστατος

(figurato: confuso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κανονικά, φυσιολογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Κέιτ σκεφτόταν ότι ίσως θα απολυόταν, αλλά αντίθετα η μέρα εξελίχθηκε κανονικά.

κυριολεκτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aveva le dita letteralmente congelate e hanno dovuto amputargliele.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δάχτυλά της ήταν κυριολεκτικά παγωμένα και έπρεπε να ακρωτηριαστούν.

κατά μήκος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bobby ha piegato il foglio longitudinalmente per fare un origami.

σωστό

(in una discussione: cogliere nel segno)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Touché: hai perfettamente ragione!

απογευματινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Audrey si accese la sua sigaretta pomeridiana e aspirò profondamente. // Schiaccio sempre un pisolino pomeridiano.
Πάντα παίρνω έναν μεσημεριανό υπνάκο.

όπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ritornate nella città dove risiedete.

εντός

(με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'è un villaggio entro cinque miglia da qui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εντός πέντε χιλομέτρων θα βρείτε ένα βενζινάδικο.

διεγείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δραστηριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια.

κάτω

(informale: a sud) (μεταφορικά: νότια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quest'anno andremo giù in Italia per le vacanze.
Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία.

μπελάς

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

τα χάνω

(per il nervosismo) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω, κοπανάω

(porte, finestre, ecc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attento a non sbattere la porta!

με επαρκείς γνώσεις αριθμητικής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβολικά συναισθηματικός

aggettivo

αποκλεισμένος από πάγο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλκοολικός, αλκολικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αταξίδευτος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαχρονικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει σώας τας φρένας

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευκατάστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho vissuto sempre nel lusso da quando ho vinto alla lotteria.

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγκοσμίως γνωστός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Amsterdam è famosa in tutto il mondo per i suoi canali e per i coffe shop. La Torre Eiffel è un monumento famoso in tutto il mondo.

πιθανός

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διεθνώς αναγνωρισμένος

aggettivo

στον κόσμο σου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πειστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθιερωμένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δοκιμασμένος στον χρόνο

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

όλου του σχολείου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που γίνεται σε λάθος ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alcuni di loro erano alla festa. Intanto i loro figli a casa stavano mettendo sottosopra la cucina.
Κάποιοι από αυτούς ήταν στο πάρτι. Την ίδια ώρα, τα παιδιά τους στο σπίτι έκαναν χάλια την κουζίνα.

κατωτέρω

avverbio (επίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nel seguito l'azienda è chiamata "appaltante".

παρασκήνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dietro le quinte gli artisti si stavano preparando con eccitazione per lo spettacolo.

κατά μήκος

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γενικά, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tutto considerato penso che tu abbia fatto un buon lavoro.
Γενικά, πιστεύω ότι έκανες καλή δουλειά. Το ταξίδι δεν ήταν τέλειο, αλλά γενικά χαίρομαι που πήγαμε.

γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alcuni studenti devono migliorare ma nel complesso è una buona classe.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις.

κατά βάθος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lei sembra felice ma nel profondo del suo cuore è molto sola.
Φαίνεται χαρούμενη, αλλά κατά βάθος αισθάνεται μεγάλη μοναξιά.

ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il tiro del golfista andò a finire dritto nel centro del lago.

ανά τους αιώνες

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Non corso degli anni gli uomini si sono fatti guerra l'un l'altro.

προς την καρδιά του

(figurato: al centro) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli esploratori si spinsero nel cuore della giungla.

κατά βάθος

(figurato)

Tyler commette molti errori ma in fondo è una brava persona.

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel profondo del suo cuore sapeva che ciò che aveva fatto era sbagliato.

για καλό και για κακό

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prometto di starti vicino nella buona e nella cattiva sorte.

σε πένθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non si riprese mai dalla morte della moglie e alla fine si suicidò nel dolore.

στην πολυτέλεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se vincessi la lotteria, vorrei vivere nel lusso in uno yacht ai Caraibi.

συνολικά, συγκεντρωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dei rumori strani nel cuore della notte possono fare molta paura.

στην καρδιά

preposizione o locuzione preposizionale (in centro) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo trovato un albergo comodo e delizioso nel cuore della città vecchia.

στο μεταξύ

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho in programma di acquistare una casa il prossimo anno, ma nel frattempo condivido un appartamento con un amico.

εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ

avverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La mia auto non sarà pronta prima di venerdì; nel frattempo prendo l'autobus per andare a lavorare.

σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non c'è nessun altro posto nel mondo dove vorrei essere tranne che qui con te.

πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο παρελθόν

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto scrivendo un romanzo su un uomo che viaggia nel passato.

στο χώρο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βόρεια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ καιρό πριν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60.

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην καλύτερη περίπτωση

(informale: nel migliore dei casi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sarà pronto prima di domani, se va bene.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο.

τα τελευταία χρόνια

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha registrato questa canzone varie volte nel corso degli anni.
Έχει ηχογραφήσει αυτό το τραγούδι αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια.

σταδιακά, προοδευτικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La malattia è progredita gradualmente, finché non le è stato più possibile alzarsi dal letto.
Η ασθένειά της εξελίχθηκε σταδιακά μέχρι που δεν ήταν πια σε θέση να σηκωθεί από το κρεβάτι.

το Σαββατοκύριακο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nel fine settimana la City di Londra è deserta.

για πολύ καιρό ακόμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ambiente risente dei disastri causati dalle fuoriuscite di petrolio, anche molto avanti nel tempo.

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra famiglia era puritana nel vero senso della parola: non aveva mai fumato, imprecato, bevuto alcolici e nemmeno ballato.

στο πλαίσιο

(ιστορικό, χρονικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per inserire la frase nel contesto, essa è stata detta prima della scoperta che i batteri sono una causa di malattie.

το απόγευμα

(abitualmente)

στα βόρεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La povertà a sud è molto più elevata che a nord.

επ' αυτοφόρω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il taccheggiatore fu colto in flagrante mentre si metteva dei prodotti in tasca. La polizia acciuffò l'uomo in flagrante con una grossa borsa di eroina.

στο στοιχείο μου

(figurato: a proprio agio)

Adora leggere. Mettila in una biblioteca e si sentirà a casa sua!

μακροπρόθεσμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βραχυπρόθεσμα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο κέντρο, στο μέσο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

είναι προς το συμφέρον μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεδομένου ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È vero, in quanto è stato provato in tribunale.
Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο.

σε αυτό το θέμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με προϋπολογισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nel complesso, preferisco lavorare a tempo pieno da casa anziché part-time in un ufficio.

αν υποθέσουμε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
So che si tratta di una bella mole di lavoro. Cerca solo di risolverlo come meglio puoi.

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovresti prendere un ombrello, nel caso che piova (or: nel caso dovesse piovere).
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

σε περίπτωση που

congiunzione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Portati l'ombrello, nel caso che dovesse piovere.
Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει.

την στιγμή που

congiunzione

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il telefono squillò proprio mentre stavo entrando nella vasca da bagno.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου.

απόλυτα συγκεντρωμένος

locuzione avverbiale

εν μέσω

(με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αργά το απόγευμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siamo arrivati nel tardo pomeriggio, ma il personale dell'albergo è stato molto servizievole.

στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλυμμένος με πέπλο μυστηρίου

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I dettagli circa la fusione sono avvolti nel mistero.

σύμφωνα με το νόμο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nel στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του nel

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.