Τι σημαίνει το cogliere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cogliere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cogliere στο Ιταλικό.

Η λέξη cogliere στο Ιταλικό σημαίνει καταλαβαίνω, αρπάζω, μαζεύω, κόβω, πιάνω, αποτυπώνω, αναπαριστώ, εξασφαλίζω, μαζεύω, επωφελούμαι από κτ, αρπάζω, αρπάζω, αρπάζω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, προβληματίζω, ταλαιπωρώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, γίνεται κατανοητό, αρπάζω, καταλαβαίνω, αρπάζω, τρομάζω, σωστό, μπουζουριάζω, ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, τρώω σταφύλι, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ, πιάνω κπ απροετοίμαστο, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, ξαφνιάζω, τσούζω, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, αρπάζω την ευκαιρία, δεν πετυχαίνω τον στόχο, κτ είναι ό,τι πρέπει, πιάνω το νόημα, εκπλήσσω, πιάνω στα πράσα, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, απροετοίμαστος, απροετοίμαστος, ανέτοιμος, καιροσκοπισμός, οπορτουνισμός, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, αρπάζω, έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, πιάνω κπ στον ύπνο, λαμβάνω το μήνυμα, αιφνιδιάζω, αιφνιδιάζω, αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cogliere

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capisci quello che sto dicendo?
Αντιλαμβάνεσαι τι λέω;

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: ευκαιρία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dean ha colto l'opportunità di visitare la spiaggia alcune volte.

μαζεύω, κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Charlie piace cogliere fiori per la sua ragazza.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

πιάνω

(στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia l'ha colto in flagrante.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

αποτυπώνω, αναπαριστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artista ha colto splendidamente la sua espressione.

εξασφαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una vittoria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra di calcio ha colto la vittoria negli ultimi secondi della partita.

μαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho colto qualche fragola selvatica da mangiare.
Έκοψα μερικές άγριες φράουλες για να φάω.

επωφελούμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ti esorto a sfruttare quest'opportunità prima che sia troppo tardi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un'opportunità, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ballerino colse al volo l'occasione di fare un provino al Royal Ballet.

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Opportunità come quella non si presentano tutti i giorni: dovresti coglierla finché ne hai la possibilità.

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (opportunità) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyra ha colto l'opportunità di rappresentare la sua scuola alla conferenza dei laureandi.

αντιλαμβάνομαι

(informale: capire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ho detto che lui aveva avvelenato la moglie con l'arsenico, ma non ha afferrato.
Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε.

καταλαβαίνω, κατανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti non riuscivano a capire il lungo e complesso paragrafo.
Οι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μεγάλη, πολύπλοκη παράγραφο.

αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jess ha percepito una punta di rimpianto nella voce di Simon.

καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spero che Lei possa riconoscere il mio punto di vista.
Ελπίζω να μπορείς να καταλάβεις την άποψή μου.

προβληματίζω, ταλαιπωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le scuole sono state aggredite dai tagli federali.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary capì al volo quello che stava dicendo David.
Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ.

κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Kate ha colto dei frutti non ancora maturi dal pesco per far crescere di più gli altri.
Η Κέιτ έκοψε μερικά άγουρα φρούτα από τη ροδακινιά ώστε τα υπόλοιπα να μεγαλώσουν περισσότερο.

γίνεται κατανοητό

(για γεγονός, ενέργεια)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Non si era reso conto di essere stato licenziato e venne al lavoro il giorno dopo.
Δεν αντιλήφθηκε ότι τον απέλυσαν και ήρθε για δουλειά την επόμενη μέρα.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando i datori di lavoro di Paul gli offrirono un lavoro nell'ufficio di New York, lui colse (or: afferrò) l'opportunità.

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ryan si arrabbierà molto quando scoprirà quello che abbiamo fatto alle sue spalle.

αρπάζω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρομάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci hai spaventato davvero, entrando così d'improvviso.
Πραγματικά μας τρόμαξες έτσι που όρμησες μέσα.

σωστό

(in una discussione: cogliere nel segno)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Touché: hai perfettamente ragione!

μπουζουριάζω

(figurato, informale) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I poliziotti hanno inchiodato il sospetto.
Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο.

ευκαιρία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρπάζω την ευκαιρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando mia nonna mi ha proposto di andare con lei in Inghilterra, ho colto la palla al balzo.

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se cogli l'occasione di ringraziare il pubblico normalmente farai una migliore impressione.

τρώω σταφύλι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non riusciva a vedere la differenza tra le gemelle identiche. Non vedo la differenza tra i piani economici dei candidati.
Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των ομοζυγωτικών διδύμων. Δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ των οικονομικών σχεδίων των υποψηφίων.

πιάνω κπ απροετοίμαστο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'offerta di prepensionamento mi ha colto di sorpresa; non me l'aspettavo.

αρπάζω την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che bella giornata! Colgo l'occasione per sedermi in giardino finché c'è il sole.

ξαφνιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo colse di sorpresa quando entrò improvvisamente nella sua stanza.

τσούζω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pur non parlando di me, i commenti del relatore sulla necessità di essere empatici con i propri figli mi riguardavano da vicino.

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτ είναι ό,τι πρέπει

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το κρύο καρπούζι είναι ό,τι πρέπει.

πιάνω το νόημα

(capire il senso di [qlcs])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (είμαι απρόσμενος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acquazzone ci colse di sorpresa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κρύος καιρός στην παραλία μας εξέπληξε πραγματικά.

πιάνω στα πράσα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho colto il ladro in flagrante mentre mi rubava i gioielli.

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απροετοίμαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hanno colto di sorpresa quando mi hanno chiesto di fare un discorso improvvisato.

απροετοίμαστος, ανέτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καιροσκοπισμός, οπορτουνισμός

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (opportunità)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se mi offrissero un lavoro, lo coglierei al volo.
Αν μου προσέφεραν μια ευκαιρία για δουλειά, θα την άρπαζα.

έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dovresti iniziare a lavorare subito. Fai in modo che la scadenza non ti colga impreparato.
Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο.

πιάνω κπ στον ύπνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La domanda colse il ministro alla sprovvista: non aveva una risposta pronta.

λαμβάνω το μήνυμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La data dell'esame coglierà di sorpresa gli alunni che non hanno letto i riassunti del programma.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il film ha colto tutti di sorpresa: nessuno si sarebbe aspettato un così grande successo.

αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha preso in contropiede gli studenti con un compito a sorpresa.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cogliere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.