Τι σημαίνει το nei confronti di στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nei confronti di στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nei confronti di στο Ιταλικό.
Η λέξη nei confronti di στο Ιταλικό σημαίνει προς κπ/κτ, όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτ, δεν αναγνωρίζω κτ, έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση, καλός με κπ, που δεν αποδέχεται κτ/κπ, που αποδέχεται κπ/κτ, που δεν ενδιαφέρεται για κτ, που δε νοιάζεται για κτ, που δε σκέφτεται κτ, εξυπηρετικός, περιποιητικός, επιφυλακτικός, που υποπτεύεται κπ/κτ, παιδική κακοποίηση, αφοσίωση σε κτ, προσήλωση σε κτ, είμαι επιφυλακτικός όσον αφορά κτ, είμαι καχύποπτος σχετικά με κτ, είμαι δύσπιστος σχετικά με κτ, είμαι υποχρεωμένος σε κπ, δείχνω ασέβεια σε κπ, δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτ, καλός, αφοσίωση σε κτ, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nei confronti di
προς κπ/κτpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Pensavo che fossi irrispettoso nei suoi confronti. |
όσον αφορά κτ, σε ό,τι αφορά κτpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'attitudine dei miei colleghi verso la puntualità potrebbe essere migliorata. |
δεν αναγνωρίζω κτ(cieco, insensibile) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo gli ecologisti, non possiamo più rimanere inerti di fronte ai danni che facciamo al nostro pianeta. |
έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω υπομονή, δείχνω κατανόησηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chiesi loro di portare pazienza nei miei confronti mentre controllavo i dettagli della loro prenotazione. Τους ζήτησα να κάνουν υπομονή, ενώ έλεγχα τις λεπτομέρειες της κράτησής τους. |
καλός με κπaggettivo Il re era premuroso con la gente del suo paese ed era bene amato. Ο βασιλιάς ήταν καλός με τους ανθρώπους της χώρας του και ήταν πολύ αρεστός. |
που δεν αποδέχεται κτ/κπaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alcune di quelle persone di chiesa sono intolleranti verso le altre religioni. |
που αποδέχεται κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa comunità è tollerante nei confronti delle persone di qualsiasi cultura e provenienza. |
που δεν ενδιαφέρεται για κτ, που δε νοιάζεται για κτ, που δε σκέφτεται κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Emily è noncurante dei sentimenti della madre e dice spesso cose che feriscono. Η Έμιλυ δεν νοιάζεται για τα συναισθήματα της μητέρας της και συχνά λέει λόγια που πονούν. |
εξυπηρετικός, περιποιητικός(με κτ/κπ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il personale dell'hotel è molto attento ai desideri e le necessità degli ospiti. Οι υπάλληλοι στο ξενοδοχείο είναι αρκετά εξυπηρετικοί με τις ανάγκες και επιθυμίες των πελατών. |
επιφυλακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Janice ha insegnato ai suoi figli ad essere diffidenti nei confronti degli estranei. |
που υποπτεύεται κπ/κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il vigilante divenne sospettoso nei confronti di un cliente che si guardava attorno curiosamente. Ο σεκιουριτάς άρχισε να υποπτεύεται έναν πελάτη που κοιτούσε νευρικά γύρω του. |
παιδική κακοποίηση
Non provvedere alle esigenze primarie di un bambino è una forma di abbandono di minore. |
αφοσίωση σε κτ, προσήλωση σε κτsostantivo maschile La sua dedizione verso il lavoro gli permise di finirlo in appena due giorni. |
είμαι επιφυλακτικός όσον αφορά κτ, είμαι καχύποπτος σχετικά με κτ, είμαι δύσπιστος σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono diffidente nei confronti dei consigli di mio padre: ha perso tutto il suo denaro in borsa. |
είμαι υποχρεωμένος σε κπverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non accetto il regalo perché non voglio sentirmi obbligato nei suoi confronti. |
δείχνω ασέβεια σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Come osi mancare di rispetto ai tuoi parenti in questo modo! |
δεν με αγγίζει κτ, έχω ανοσία σε κτaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La gente di città è spesso insensibile nei confronti della sofferenza dei senzatetto. Οι άνθρωποι στις πόλεις συχνά παύουν να είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα προβλήματα των αστέγων. |
καλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vita non è stata gentile con lei. Ascolta, sinora sono stato fin troppo buono nei tuoi confronti, ma adesso devi cominciare ad impegnarti di più. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια. |
αφοσίωση σε κτsostantivo femminile Il movimento dipende interamente dalla dedizione alla causa dei propri membri. |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω(κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'influenza della destra estrema ha reso gli elementi più moderati del partito ostili verso le minoranze etniche. Η επιρροή της άκρας δεξιάς πτέρυγας έχει προκαταλάβει τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του κόμματος κατά των εθνικών μειονοτήτων. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nei confronti di στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nei confronti di
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.