Τι σημαίνει το giro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης giro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του giro στο Ιταλικό.

Η λέξη giro στο Ιταλικό σημαίνει γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, στρίβω, στρίβω, στρίβω σε κτ, ταξιδεύω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, περιστρέφω, ταξιδεύω, κάνω στην άκρη, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, κάνω βόλτες, πατάω, πιέζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, γυρίζω, κινούμαι, στριφογυρίζω, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, στρίβω, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κάνω, -, περιστρέφομαι, στρίβω, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, αναποδογυρίζω, αλλάζω θέση, που κυκλοφορεί, δουλεύω, περιστροφή, γύρισμα, περιστροφή, γύρισμα, βόλτα, στροφή, περιοδεία, γύρος, περιοδεία, γύρος, γύρος, στροβίλισμα, στριφογύρισμα, βόλτα, εκδρομή, γύρος, εκδρομή, έλικα, στροφή, κύκλος, γύρος, βόλτα, βόλτα με το αυτοκίνητο, γύρα, περιστροφή, κομπίνα, στροφή, διάστημα, βόλτα με το σκύλο, κύκλος, παλιοπαρέα, υπερέχουσα τάξη, εξόρμηση, επαναλαμβανόμενη μουσική φράση, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κοιτάζω προς, ταξιδεύω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω βουίζοντας, πηγαινοέρχομαι, πάω γύρω, περνάω γύρω, γύρω-γύρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης giro

γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I dischi di vinile girano sopra il piatto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alla fine dell'isolato gira a sinistra.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato il vaso in modo che fronteggiasse la stanza.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sottosopra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato il foglio di modo che non potessi vedere cosa c'era scritto.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarebbe opportuno ruotare il vaso per poter vedere il motivo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci dirigeremo a nord dopo aver virato.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La strada curvava.

στρίβω σε κτ

verbo intransitivo

Alla fine della strada, svolta nel vialetto.
Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού.

ταξιδεύω

(viaggiare: informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio lavoro mi consente di girare parecchio. Quest'anno sono stato in Corea, Australia e Sudafrica.
Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.

γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una manovella)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa torcia si alimenta girando la manovella.

περιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gira la ruota più veloce che puoi.
Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς.

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo girato l'Italia l'estate scorsa.
Ταξιδέψαμε σε όλη την Ιταλία πέρυσι το καλοκαίρι.

κάνω στην άκρη

(di veicolo: abbandonare una strada) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω

(figurato: testa) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark girò e girò finché non gli girò la testa.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cinematografico) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stanno girando il film in Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

γυρίζω

verbo intransitivo (sbandamento) (μεταφορικά: το κεφάλι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Elena girava la testa mentre cercava di assorbire tutte le informazioni. // Queste montagne russe mi fanno girare la testa.
Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι.

γυρίζω

(cinematografia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hanno girato tutto il giorno ma hanno ottenuto le scene che volevano.

κάνω βόλτες

verbo intransitivo (in auto) (με όχημα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sally girava per la città a bordo della sua nuova macchina e salutava con la mano i suoi amici.

πατάω, πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (attivare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato l'interruttore e l'albero di Natale si è acceso.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il volano gira quando viene data corrente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luce diurna si muove intorno alla Terra mentre questa ruota.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Giri/min si riferisce alla velocità con cui un disco gira sul piatto.

περιστρέφομαι, γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bebè vide il coperchio roteare e rise. // Ciascuno dei cavalli accuratamente dipinti divenne visibile mentre la giostra girava.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να κινούμαι για να διατηρήσω το βάρος μου. Κινείται συνέχεια, δεν μένει ποτέ για πολύ σε ένα μέρος.

στριφογυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo chef girò l'omelette per rosolare appena l'altra parte.

στρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan girò il tappo del barattolo per aprirlo.
Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(περιστροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devi girare a sinistra al bivio.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

-

verbo intransitivo (colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gira con un le persone sbagliate.
Κάνει παρέα με λάθος άτομα.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La banderuola segnavento roteava nel vento.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una volta raggiunto l'albero, gira a sinistra.

στρέφω, περιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry afferrò il braccio di Rick e lo girò verso la casa.

γυρίζω, αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω.

αλλάζω θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian azionò l'interruttore e la luce si accese.
Ο Ίαν μετακίνησε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν.

που κυκλοφορεί

(diceria, voce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κυκλοφορούν φήμες ότι μπορεί να φύγεις από την εταιρεία.

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα.

περιστροφή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ogni giro di ruota fornisce energia al mulino.

γύρισμα

sostantivo maschile (σελίδας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il romanzo finiva in un giro di pagina.

περιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dai un altro giro in modo che la bobina sia tutta avvolta attorno al rocchetto.

γύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Due giri di filo attorno al palo dovrebbero bastare.

βόλτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Facciamo un giro dell'isolato per prendere una pausa dal lavoro.

στροφή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιοδεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo fatto un giro per l'Europa l'estate scorsa.
Πέρσι το καλοκαίρι κάναμε το γύρο της Ευρώπης.

γύρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il pilota in testa ha avuto un incidente al quarto giro.
Ο οδηγός που προηγείτο τράκαρε στον τέταρτο γύρο.

περιοδεία

(κτιρίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vieni, ti faccio fare il giro della nostra casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μας έκανε ένα γύρο του σπιτιού για να μας δείξει τους χώρους.

γύρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Monica ha corso sei giri di pista.
Η Μόνικα έτρεξε έξι γύρους στον στίβο.

γύρος

sostantivo maschile (sport, pista)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha stabilito il record di velocità sul giro singolo.
Πέτυχε ταχύτητα ρεκόρ για έναν γύρο.

στροβίλισμα, στριφογύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βόλτα

sostantivo maschile (colloquiale, breve viaggio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Saliamo in macchina e facciamo un giro in campagna.

εκδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Facciamo un giro in campagna.

γύρος

sostantivo maschile (bar, bevande)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cameriere! Un altro giro di bevande!

εκδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Andiamo a fare un giro del porto oggi.

έλικα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στροφή

(μηχανική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il motore compie cento rotazioni al secondo.
Η μηχανή κάνει 100 στροφές ανά λεπτό.

κύκλος, γύρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι ξένοι υπουργοί ξεκίνησαν τον τρίτο κύκλο διαπραγματεύσεων.

βόλτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sentendo il bisogno di un po' di aria fresca ed esercizio, Lydia decise di andare a fare una passeggiata.
Νιώθοντας την ανάγκη για λίγο φρέσκο αέρα και άσκηση, η Λίντια αποφάσισε να πάει μια βόλτα.

βόλτα με το αυτοκίνητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andiamo a fare una gita in campagna.

γύρα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il ballerino ha fatto due rotazioni in aria prima di atterrare.

κομπίνα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vincent è coinvolto in qualche tipo di racket e ne ha ricavato un sacco di soldi.

στροφή

(κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era fermo immobile e poi con una svolta improvvisa se n'è andato.

διάστημα

(di tempo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στη διάρκεια της ζωής μας, θα πληγώσουμε και θα πληγωθούμε πολλές φορές.

βόλτα με το σκύλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία ανεπίσημου όρου.

κύκλος

(di amici) (μτφ: φίλοι, γνωστοί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο κύκλος μου είναι μια πολύ δεμένη ομάδα.

παλιοπαρέα

(di amici) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono stato tutto il pomeriggio al centro commerciale col mio giro.
Πέρασα το απόγευμα στο εμπορικό κέντρο με την παρέα μου.

υπερέχουσα τάξη

sostantivo maschile (figurato: cerchia importante) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devi stringere molte conoscenze se vuoi entrare nel giro che conta.

εξόρμηση

(colloquiale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαναλαμβανόμενη μουσική φράση

sostantivo maschile (musica) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giro di questa canzone era orecchiabile e tutti i ragazzini potevano cantarla.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Terra gira intorno al suo asse.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

κοιτάζω προς

Incerta sul da farsi, Sue guardò Mark che era seduto alla sua sinistra.
Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

ταξιδεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono stati arrestati dalla polizia quattro giovani visti a gironzolare nei pressi del luogo del fatto.
Τέσσερα νεαρά άτομα που εθεάθησαν να περιφέρονται στην περιοχή όπου έγινε το περιστατικό συνελήφθησαν από την αστυνομία.

στριφογυρίζω βουίζοντας

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαινοέρχομαι

(di segni incrociati)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici

πάω γύρω, περνάω γύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

Ero diventato talmente grasso che non c'era una sola cintura che mi cingesse la vita.
Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου.

γύρω-γύρω

(movimento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του giro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.