Τι σημαίνει το anteriore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης anteriore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anteriore στο Ιταλικό.
Η λέξη anteriore στο Ιταλικό σημαίνει μπροστινός, μπροστινός, πρόσθιος, μπροστινός, μπροστινός, πρώτος, μπροστινός, μπροστινός, προηγούμενος, πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιος, προηγούμενος, προγενέστερος, μπροστινό μέρος, μπροστινή πατούσα, μπροστινό πόδι, μπροστινό άκρο, μπροστινό τμήμα, μπροστινό τέταρτο, αυτοκίνητο με μπροστινή κίνηση, συντελεσμένος μέλλοντας, ριναίος τροχός αεροσκάφους, εμπρόσθιο άκρο, μπροστινός άξονας, μπροστινή πατούσα, εμπρόσθιο πτερύγιο, συντελεσμένος μέλλοντας, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, μπροστινός, μπροστά, μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψη, ανεβάζω το ρύγχος, του συντελεσμένου μέλλοντα, μπροστά, μπροστινό μέρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης anteriore
μπροστινόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπροστινός(spazio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Notate come si muovono le pinne anteriori quando il pesce nuota in avanti. |
πρόσθιοςaggettivo (corpo) (επίσημο: ιατρική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il test ha rivelato danni al legamento anteriore. |
μπροστινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La parte anteriore di una nave si chiama prua. Το μπροστινό τμήμα του πλοίου ονομάζεται πλώρη. |
μπροστινός, πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le carrozze anteriori del treno sono tutte di prima classe. |
μπροστινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha un graffio nella parte anteriore del naso. |
μπροστινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Όλοι καθυστέρησαν όταν χάλασε το όχημα που ηγείτο της πορείας. |
προηγούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Una combinazione di eventi precedenti portò allo scoppio della guerra. |
πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προηγούμενος, προγενέστεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπροστινό μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un graffio sul davanti della TV? Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης; |
μπροστινή πατούσαsostantivo femminile (animali) (ζωολογία) |
μπροστινό πόδιsostantivo maschile (ζωολογία) |
μπροστινό άκροsostantivo femminile (ζωολογία) |
μπροστινό τμήμαsostantivo femminile |
μπροστινό τέταρτοsostantivo maschile (di animale) (μπροστά πόδι ζώου, ομωπλάτη κλπ) |
αυτοκίνητο με μπροστινή κίνησηsostantivo femminile (autoveicoli) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua nuova macchina ha la trazione anteriore; se la strada è scivolosa, si guida molto meglio di quella che aveva prima. |
συντελεσμένος μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Io avrò fatto è un esempio di verbo declinato alla prima persona singolare al futuro anteriore. |
ριναίος τροχός αεροσκάφουςsostantivo maschile (aeronautica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπρόσθιο άκροsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La parte anteriore dell'auto era gravemente danneggiata. |
μπροστινός άξοναςsostantivo maschile Nella maggior parte dei veicoli, l'assale anteriore è quello sterzante. |
μπροστινή πατούσαsostantivo femminile (για ζώο) |
εμπρόσθιο πτερύγιοsostantivo femminile (insetto) (επίσημο: εντόμου) |
συντελεσμένος μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) |
φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπροστινόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπροστάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Metti il latte nella parte anteriore del frigo, così lo trovi più facilmente. |
μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψηsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανεβάζω το ρύγχος(aereo, veicolo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
του συντελεσμένου μέλλονταlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπροστάsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cosa c'è scritto sul davanti della maglietta? |
μπροστινό μέρος
La cassetta della posta è quasi sempre sul lato strada della proprietà. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anteriore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του anteriore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.