Τι σημαίνει το assolutamente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assolutamente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assolutamente στο Ιταλικό.
Η λέξη assolutamente στο Ιταλικό σημαίνει απόλυτα, απολύτως, κατηγορηματικά, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, απόλυτα, εντελώς, Αν... λέει!, απολύτως, υπερβολικά, εξαιρετικά, με κανέναν τρόπο, ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ, σαφώς, σίγουρα, οπωσδήποτε, αναγκαστικά, επιτακτικά, πολύ, υπερβολικά, εντελώς, απολύτως, τελείως, εντελώς, απόλυτα, τελείως, τρελά, εντελώς, γεμάτος, εντελώς, τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα, απόλυτα, εντελώς, εντελώς, τελείως, απίστευτα, απόλυτα σωστός, ό,τι πρέπει, πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετός, εντελώς απίθανος, με τίποτα, εντελώς διαφορετικός, με την καμία, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, αποκλείεται, καθόλου, Δεν παίζει!, υπέρ, μακριά από, που απέχει πολύ από, τίποτα απολύτως, οτιδήποτε, σίγουρα όχι, αποκλείεται, με τίποτα, ζητώ, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assolutamente
απόλυτα, απολύτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dopo essersi rotolato nel fango il cane era completamente sporco. Αφού κυλίστηκε στη λάσπη, ο σκύλος ήταν εντελώς βρώμικος. |
κατηγορηματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Negò assolutamente di aver mai incontrato quell'uomo. |
βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) «Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!» |
απόλυτα, εντελώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Αν... λέει!avverbio (enfatico) (εμφατικός τύπος, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È piaciuta al pubblico? Assolutamente! Άρεσε στο κοινό; Ου! |
απολύτωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non so assolutamente niente sulla storia greca. Δεν ξέρω τίποτα απολύτως από ελληνική ιστορία. |
υπερβολικά, εξαιρετικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il suo comportamento era decisamente disgustoso! |
με κανέναν τρόποavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non ti permetterò in nessun modo di prendere in prestito la mia macchina. |
ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτavverbio (αργκό: εντελώς, απολύτως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαφώς, σίγουρα, οπωσδήποτε(dire, parlare) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il film fu decisamente un flop. |
αναγκαστικά, επιτακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi sento decisamente meglio dopo aver mangiato un po' di zuppa. Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα. |
υπερβολικά(figurato: enormemente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εντελώς, απολύτως, τελείωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Diventò assolutamente chiaro che il piano non avrebbe funzionato. // La realtà della situazione era nettamente diversa da ciò che ci aspettavamo. |
εντελώς, απόλυτα, τελείωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Brian vuole attraversare la cascata in canoa? È follemente (or: incredibilmente) stupido. Ο Μπράιαν θέλει να περάσει με κανό πάνω από τον καταρράκτη; Είναι τρελά ηλίθιος! |
εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È un'idea assolutamente sciocca! Τι πανηλίθια ιδέα! |
τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rubare la borsa a quell'anziana è stata una cosa del tutto sbagliata. Η κλοπή της τσάντας της γηραιάς κυρίας ήταν εντελώς λάθος. |
απόλυτα, εντελώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono assolutamente d'accordo con te. |
εντελώς, τελείωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Credo che siamo rimasti completamente senza uova al momento. |
απίστευταavverbio (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La prima cosa che notò era che tutto era assolutamente pulito. |
απόλυτα σωστός(απάντηση) Come facevi a sapere quella risposta? È giustissima! |
ό,τι πρέπει
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Queste tende sarebbero assolutamente perfette per il salotto. |
πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετόςaggettivo Questo film è noiosissimo, mi sa che vado a leggere un libro. |
εντελώς απίθανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Secondo me è assolutamente impossibile saltare un muro con un solo balzo. |
με τίποταavverbio Non voglio avere assolutamente niente a che fare con lui. Εγώ δεν θα έχω σχέσεις μαζί του με τίποτα. |
εντελώς διαφορετικός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il pollo non sa assolutamente di pesce. |
με την καμίαinteriezione (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως και δήποτε, όπως + δήποτεinteriezione (αργκό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκλείεταιinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καθόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Δεν παίζει!(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπέρ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ero assolutamente d'accordo di prendere un gelato dopo le lezioni. |
μακριά από, που απέχει πολύ απόlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La banca non è per niente vicino alla biblioteca. Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη. |
τίποτα απολύτωςpronome (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non voglio avere assolutamente niente a che fare con quel ragazzo, è terribile. |
οτιδήποτε(frasi interrogative) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Non sono riusciti a salvare proprio nulla della casa durante l'incendio. |
σίγουρα όχιinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Hai bevuto la bottiglia di birra che ho lasciato nel frigorifero?" "Assolutamente no!" |
αποκλείεται, με τίποτα(informale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu alla festa non ci vai. Assolutamente no! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν θα πας στο πάρτι. Αποκλείεται! |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάνοντας θόρυβο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini chiedevano insistentemente il gelato. |
δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assolutamente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του assolutamente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.