Τι σημαίνει το difficile στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης difficile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του difficile στο Ιταλικό.
Η λέξη difficile στο Ιταλικό σημαίνει δυσεπίλυτος, δύσκολος, επιλεκτικός, ανυπόφορος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, συγκλονιστικός, απίθανος, τρομερός, εκλεκτικός, επιλεκτικός, εξαιρετικά δύσκολο, δύσκολος, δύστροπος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, δύσκολος, αδιέξοδος, τελματώδης, άβολος, αμήχανος, ακανθώδης, σκληρός, δύσκολος, ζόρικος, άσχημος, δυσάρεστος, δύσκολος, προβληματικός, επικίνδυνος, δύσκολος, περίπλοκος, βασανιστικός, πολύπλοκος, δύσκολος, επώδυνος, οδυνηρός, ακανθώδης, ασύλληπτος, περίπλοκος, πολύπλοκος, ιδιότροπος, υποχόνδριος, δύσκολος, άβολος, αμήχανος, ανηφορικός, κακός, αδιάλλακτος, ανένδοτος, δύσκολος, ιδιότροπος, δύσκολος, ζόρικος, άβολος, δύσκολος, σκληρός, ανεπίδεκτος μαθήσεως, απίστευτος, ακατανόητος, χαμένο στη μετάφραση, δύσκολος να υπολογιστεί, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, σε δύσκολη θέση, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, σε μειονεκτική θέση, ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα, σπαζοκεφαλιά, δύσκολη ζωή, επισφαλής κατάσταση, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, χαμένη παιδική ηλικία, χαμένα παιδικά χρόνια, πικρή αλήθεια, δυσκολίες, περνάω δυσκολίες, κάνω κτ πιο δύσκολο, είμαι από τους καλύτερους, τυγχάνω αποδοκιμασίας, δυσκολεύω, περνάω δύσκολη περίοδο, ολοκληρώνω το μεγαλύτερο μέρος, δύσχρηστος, δυσεύρετος, οξυθυμία, δύσκολο προϊόν, κακή στιγμή, δύσκολη εποχή, άσχημη εποχή, πελάτης, πελάτισσα, θέμα, δυσκολία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης difficile
δυσεπίλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il conflitto ingestibile tra i fratelli stava distruggendo la famiglia. |
δύσκολοςaggettivo (όχι εύκολος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È difficile bilanciare una palla sulla testa. Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις μια μπάλα στο κεφάλι σου. |
επιλεκτικός(nei gusti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Λίντα είναι πολύ επιλεκτική καταναλώτρια. Δεν αγοράζει τίποτα αν δεν είναι τέλειο. |
ανυπόφορος(figurato: di persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολοςaggettivo (μη συνεργάσιμος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bob sta facendo il difficile riguardo alla questione e si rifiuta di cambiare idea. Ο Μπομπ κάνει τον δύσκολο σ' αυτό το θέμα και αρνείται να αλλάξει γνώμη. |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le cose sono difficili al lavoro al momento, i profitti sono calati e potrebbe esserci qualche esubero. Τα πράγματα στη δουλειά είναι ζόρικα αυτή τη στιγμή· τα κέρδη έχουν μειωθεί και μπορεί να υπάρξουν κάποιες απολύσεις. |
δύσκολοςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il capo può essere difficile, ma ci si trova bene quando si impara a conoscerlo. Το αφεντικό μπορεί να είναι ζόρικο, αλλά είναι εντάξει όταν τον γνωρίσεις. |
συγκλονιστικός, απίθανος, τρομερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah ha lanciato una difficile palla veloce. |
εκλεκτικός, επιλεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rita è così esigente che stamattina ci ha messo due ore per decidere cosa indossare! |
εξαιρετικά δύσκολοaggettivo |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio nipote sta per affrontare la difficile età dell'adolescenza. Ο ανιψιός μου μπαίνει στη δύσκολη φάση της εφηβείας. |
δύστροπος, δύσκολοςaggettivo (δύσκολα συνεργάζεται) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quell'esame è stato davvero duro! Αυτό το διαγώνισμα ήταν πραγματικά δύσκολο! |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un progetto difficile. |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era una situazione difficile, con entrambi i suoi clienti presenti nello stesso momento. |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lui è una persona difficile con cui lavorare. |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il marito di Karen poteva essere impegnativo, aveva degli standard alti e si aspettava che tutti gli altri vi aderissero. Ο άντρας της Κάρεν ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Είχε υψηλές προσδοκίες και ανέμενε από όλους να ανταπεξέλθουν σε αυτές. |
αδιέξοδος, τελματώδηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Neil si trovò in una situazione difficile quando la moglie trovò dei messaggi di un'altra donna sul suo telefono. |
άβολος, αμήχανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho avuto una conversazione imbarazzante con la mia ex ragazza. Είχα μια άβολη (or: αμήχανη) συζήτηση με την πρώην κοπέλα μου. |
ακανθώδης(figurato) (μεταφορικά, λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno una relazione burrascosa da anni, ma stanno ancora insieme. Η σχέση τους έχει τα πάνω και τα κάτω της εδώ και χρόνια, αλλά παραμένουν μαζί. |
σκληρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La squadra locale ha affrontato un'agguerrita competizione quando ha giocato contro quella in testa al campionato. Η τοπική ομάδα αντιμετώπισε σκληρό ανταγωνισμό, όταν έπαιξε με τους πρωταθλητές. |
δύσκολος, ζόρικος(figurato: difficile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσχημος, δυσάρεστος(scenario, quadro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Secondo gli esperti, lo scenario economico dei prossimi cinque anni si presenta cupo. |
δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fare il pane al lievito naturale è complicato all'inizio, ma facile una volta che ci si prende la mano. Το να φτιάξεις ψωμί με προζύμι είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά εύκολο μόλις πάρεις το κολάι. |
προβληματικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esercitati coi passaggi difficili finché non li padroneggi. Κάνε περισσότερη εξάσκηση στα προβληματικά στενά μέχρι να μπορέσεις να οδηγείς εκεί άνετα. |
επικίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi sono tempi duri per una squadra che ha appena perso l'allenatore e i giocatori migliori. Le persone si preoccupano dell'abilità del governo di trattare queste situazioni difficili. Αυτές είναι δύσκολες στιγμές για μια ομάδα που μόλις έχασε τον προπονητή και τον καλύτερό της παίκτη. |
περίπλοκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βασανιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom sentì una fitta straziante quando se ne andò dall'unica casa che avesse mai conosciuto. |
πολύπλοκος, δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ottenere un permesso per costruire può rivelarsi un procedimento scomodo (or: difficile). Το να πάρεις οικοδομική άδεια είναι πολύπλοκη διαδικασία μερικές φορές. |
επώδυνος, οδυνηρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η σύζυγος του Άντριου τον είχε μόλις αφήσει. Ήταν μια δύσκολη περίοδος στη ζωή του. Καταλαβαίνω πως είναι οδυνηρό για σένα, αλλά θα το ξεπεράσεις. |
ακανθώδηςaggettivo (μεταφορικά, λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nella laurea specialistica troverai che le cose si fanno difficoltose. Θα τα βρεις σκούρα στο μεταπτυχιακό επίπεδο. |
ασύλληπτοςaggettivo (da capire) (μεταφορικά: με τον νου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίπλοκος, πολύπλοκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιδιότροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποχόνδριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho passato momenti molto duri all'università. Το πανεπιστήμιο ήταν πολύ δύσκολη εποχή για μένα. |
άβολος, αμήχανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non so mai cosa fare in queste situazioni sociali delicate. Ποτέ δεν ξέρω τι να κάνω σε αυτές τις άβολες (or: αμήχανες) κοινωνικές περιστάσεις. |
ανηφορικός(κουραστικός, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vita è stata un viaggio faticoso per Susan, ma non se ne lamenta mai. |
κακός(avverso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo avuto proprio una cattiva sorte. |
αδιάλλακτος, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολος, ιδιότροπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul era molto esigente e tendeva a metterci molto a fare le cose. |
δύσκολος, ζόρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άβολος, δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vecchia e pesante carabina era un'arma ingombrante. |
σκληρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεπίδεκτος μαθήσεως
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απίστευτοςaggettivo (δύσκολα πιστευτός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È difficile da credere che tempo fa qui fosse aperta campagna. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε. |
ακατανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le sue ragioni sono di difficile comprensione. |
χαμένο στη μετάφρασηaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'umorismo è spesso intraducibile da una lingua a un'altra. |
δύσκολος να υπολογιστείaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siccome la profondità dell'acqua è difficile da valutare, è pericoloso tuffarsi. |
δεν μπορώ να πω με σιγουριάaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È difficile dire chi vincerà i Mondiali quest'anno. |
σε δύσκολη θέση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci siamo trovati in una situazione difficile dopo aver perso il treno. |
δεν προσδοκώ, δεν ελπίζωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Difficile aspettarsi che un vaccino sia in produzione entro la fine del mese. |
σε μειονεκτική θέσηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'università si trova in una situazione difficile quando si tratta di attirare studenti internazionali. |
ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημαsostantivo maschile (μεταφορικά) Licenziare il membro di una famiglia è un problema delicato. |
σπαζοκεφαλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δύσκολη ζωήsostantivo femminile Chi lavora nelle miniere di carbone ha una vita difficile. |
επισφαλής κατάστασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I chirurghi dissero che la situazione era delicata mentre cercavano di suturare la sua milza lacerata. |
δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμένη παιδική ηλικία, χαμένα παιδικά χρόνιαsostantivo femminile (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πικρή αλήθειαsostantivo femminile |
δυσκολίες(economicamente) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
περνάω δυσκολίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κτ πιο δύσκολοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le superfici ingombre di mobili rendono le pulizie più difficili. |
είμαι από τους καλύτερουςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυγχάνω αποδοκιμασίαςverbo intransitivo (figurato, informale:non gradito) |
δυσκολεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω δύσκολη περίοδοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pippa ha un sacco di problemi, sta attraversando un momento difficile. |
ολοκληρώνω το μεγαλύτερο μέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δύσχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυσεύρετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξυθυμίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio marito è di indole difficile oggi. |
δύσκολο προϊόνsostantivo maschile |
κακή στιγμήsostantivo maschile |
δύσκολη εποχή, άσχημη εποχήsostantivo maschile (συχνά πληθυντικός) Adesso è un brutto momento per chi desidera avviare un'attività in proprio. |
πελάτης, πελάτισσαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) È un cliente difficile, compra solo se il prezzo è basso. Είναι δύσκολος πελάτης και αγοράζει μόνο σε χαμηλές τιμές. |
θέμα(informale, figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stai solo facendo un viaggio a Londra quando ci sono persone che lo fanno ogni giorno: non è che tu debba farne un caso nazionale! Απλά θα πας στο Λονδίνο, κάτι που κάνουν τόσοι άνθρωποι καθημερινά· δε χρειάζεται τόσο μεγάλη ανάλυση! |
δυσκολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του difficile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του difficile
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.