Τι σημαίνει το cadere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cadere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cadere στο Ιταλικό.
Η λέξη cadere στο Ιταλικό σημαίνει πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, καταρρέω, πέφτω, γρεμίζομαι, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, καταρρέω, παύω να λειτουργώ, καταρρέω, πέφτω, σκοντάφτω σε κτ, πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, σκορπίζομαι, βουτάω, βουτώ, εφαρμόζω, κόβομαι, ταιριάζω, καταρρέω, διαλύομαι, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ, τραυματίζομαι, που τον χτύπησαν και έπεσε, πέφτω σε αχρηστία, πέφτω με το κεφάλι, xάνω την εκτίμηση, τυγχάνω αδιαφορίας, πέφτω σε δυσμένεια, πέφτω θύμα, δεν είμαι πια δημοφιλής, σωριάζομαι, πέφτω, πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα, σκοντάφτω και πέφτω, πέφτω, κατρακυλώ, καταρρέω, την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ, πέφτω μέσα σε, πέφτω κάτω από, κατρακυλώ από κτ, ξεφλουδίζω, κάθομαι αναπαυτικά, κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του, γίνομαι, ρίχνω, σπρώχνω, πέφτω στη δυσμένεια κπ, πέφτω σε αχρηστία, καταστρέφομαι, πέφτω στη θάλασσα, πέφτω από κτ, πέφτω πάνω σε κτ, χύνω, ρίχνω, ρίχνω, σωριάζομαι, πέφτω από κτ, πέφτω, γλιστράω, γλιστρώ, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνει χαλάζι, πέφτει χαλάζι, μου πέφτει, πέφτω, κυλάω, σακουλιάζω, βυθίζομαι, -, πέφτω, πέφτω σε κτ, πέφτω, κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτ, μαγεύω, ψηφίζω την απομάκρυνση κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cadere
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ieri sono caduto da una scala. // È autunno e cadono le foglie. Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα. |
πέφτωverbo intransitivo (morire in guerra) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È caduto in battaglia, morendo come un eroe. Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας. |
πέφτωverbo intransitivo (cambiare legislatura) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il governo è caduto, in seguito allo scandalo. Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο. |
πέφτωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È caduto in disgrazia dopo che hanno scoperto i suoi crimini. Έχασε την υπόληψή του μετά την ανακάλυψη των εγκλημάτων του. |
πέφτωverbo intransitivo (figurato) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il suo sguardo è caduto sulla lettera che stavo scrivendo. Το βλέμμα της έπεσε στο γράμμα που έγραφα. |
πέφτωverbo intransitivo (avvenire) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quest'anno il mio compleanno cade di sabato. // Le elezioni cadono il giorno del mio compleanno. Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου. |
καταρρέω, πέφτω, γρεμίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La torre è caduta dopo essere stata colpita dal fulmine. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike è caduto e si è fatto male alla schiena. Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi sono accorto che avevo la borsa aperta; il mio cellulare è caduto e si è rotto. Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια. |
καταρρέωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il governo è caduto dopo il conflitto. |
παύω να λειτουργώverbo intransitivo (telefono, linea) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È caduta la linea e ha dovuto chiamare di nuovo. |
καταρρέω, πέφτωverbo intransitivo (κτίσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il muro di mattoni è crollato. Ο τούβλινος τοίχος έπεσε. |
σκοντάφτω σε κτverbo intransitivo È così goffo da inciampare sui suoi stessi piedi. Είναι τόσο αδέξιος που σκόνταψε στα ίδια του τα πόδια. |
πέφτω(movimento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατρακυλώ, πέφτωverbo intransitivo (figurato) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prezzo del greggio è precipitato oggi in borsa. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'acqua fangosa è caduta sulle rocce. |
πέφτωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cattive notizie faranno crollare i mercati finanziari. |
πέφτωverbo intransitivo (pioggia) (υπό μορφή σταγόνας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pioggia cominciò a venir giù dal cielo. |
σκορπίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βουτάω, βουτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Ρέιτσελ πήδηξε από την άκρη του βατήρα και βούτηξε. |
εφαρμόζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel vestito ti sta molto bene. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
κόβομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταιριάζω(indumenti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel cappotto ti sta molto bene. Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου. |
καταρρέω, διαλύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo che la palla da demolizione ha colpito il lato dell'edificio, questo è crollato rapidamente. Όταν η μπάλα κατεδάφισης χτύπησε στην πλευρά του κτιρίου, αυτό κατέρρευσε γρήγορα. |
πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτverbo intransitivo (figurato: sguardo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli occhi dell'insegnante scrutarono la stanza e caddero sul viso nervoso di Joshua. Το βλέμμα του δασκάλου σάρωσε την τάξη και έπεσε πάνω στο νευρικό πρόσωπο του Τζόσουα. |
τραυματίζομαιverbo intransitivo (ferirsi in guerra) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il soldato è caduto ferito ed è stato curato dai medici. Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί. |
που τον χτύπησαν και έπεσεaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ciclista è stato buttato a terra da un'automobile. |
πέφτω σε αχρηστίαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I riproduttori Stereo8 caddero in disuso con l'avvento dei registratori di musicassette. |
πέφτω με το κεφάλιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
xάνω την εκτίμηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυγχάνω αδιαφορίας(figurato: essere ignorato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω σε δυσμένειαverbo intransitivo (formale, anche figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω θύμαverbo intransitivo (figurato) (με γενική) |
δεν είμαι πια δημοφιλής(figurato: non più popolare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωριάζομαι, πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dan è caduto di peso sulla sedia. Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα. |
πέφτω απότομα, πέφτω γρήγοραverbo intransitivo L'aeroplano precipitò al suolo. Το αεροπλάνο έπεσε απότομα στη γη. |
σκοντάφτω και πέφτωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peggy inciampò nella strada e si ruppe l'anca. |
πέφτω, κατρακυλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ho aperto la porta dell'armadio è caduto tutto fuori. |
καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La casa era rimasta senza manutenzione per anni e stava cadendo a pezzi sotto i nostri occhi. |
την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Audrey si è innamorata di un bel paio di scarpe viste nella vetrina di un negozio. Η Ώντρεϋ ξετρελάθηκε με ένα ζευγάρι παπούτσια που είδε σε μια βιτρίνα. |
πέφτω μέσα σεverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La giovane ragazza fu salvata diversi giorni dopo che cadde nel pozzo scoperto. Το νεαρό κορίτσι διασώθηκε αρκετές μέρες αφότου έπεσε μέσα σε ένα ανοιχτό πηγάδι. |
πέφτω κάτω απόverbo intransitivo (a qualcosa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατρακυλώ από κτverbo intransitivo L'auto andava troppo veloce per fare la curva e precipitò dalla scogliera. |
ξεφλουδίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La casa era così vecchia che la pittura del muro stava venendo via in pezzi. |
κάθομαι αναπαυτικάverbo riflessivo o intransitivo pronominale |
κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il difensore ha fatto lo sgambetto all'attaccante avversario: è rigore. |
γίνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam ha fatto accidentalmente cadere col piede un vaso di fiori. |
σπρώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (spingendo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω στη δυσμένεια κπverbo intransitivo (formale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il duca cadde in disgrazia presso la regina e in breve fu decapitato. |
πέφτω σε αχρηστία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω στη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono caduto in mare e mi hanno salvato dalla corrente. |
πέφτω από κτ
Η φωτογραφία είχε πέσει από τον τοίχο. |
πέφτω πάνω σε κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il soffitto è caduto addosso agli occupanti della sala. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η οροφή του υπνοδωματίου έπεσε πάνω μας κατά τη διάρκεια του τυφώνα. |
χύνω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill lasciò la borsa e fece cadere il contenuto sul pavimento. Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sono arrabbiato con la ragazzina che aveva rovesciato la mia statua. |
σωριάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il pugile si è accasciato dopo aver ricevuto un colpo al mento. Ο μποξέρ σωριάστηκε όταν δέχθηκε χτύπημα στο πηγούνι. |
πέφτω από κτverbo intransitivo La coperta cadde lentamente dal letto. Η κουβέρτα έπεσε σιγά σιγά από το κρεβάτι. |
πέφτω(figurato: su divano, ecc.) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Έπεσε στην πολυθρόνα και αναστέναξε βαριά. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (έμφαση στην κίνηση: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Com'è possibile che il mio vaso preferito sia caduto dalla mensola del caminetto? |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mucche fecero cadere a terra la rete. Οι αγελάδες έριξαν τον φράκτη για να φτάσουν στο χορτάρι. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un forte vento ha travolto alcuni vasi di piante. Ένας δυνατός άνεμος αναποδογύρισε αρκετές γλάστρες. |
ρίχνει χαλάζι, πέφτει χαλάζιverbo intransitivo (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Per tutta la notte è caduta pioggia gelata, quindi le strade sono abbastanza pericolose. |
μου πέφτειverbo transitivo o transitivo pronominale (κατά λάθος) Ha lasciato cadere le chiavi sul marciapiede. Του έπεσαν τα κλειδιά στο πεζοδρόμιο. |
πέφτω, κυλάωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peter è caduto di nuovo nella sua dipendenza. Ο Πήτερ κύλησε ξανά στον εθισμό του. |
σακουλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa maglia fa le borse in vita. |
βυθίζομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La conversazione cadde nel silenzio. Τη συζήτηση ακολούθησε σιωπή. |
-verbo intransitivo (figurato) (λιποθυμία, απώλεια αισθήσεων) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tom è caduto in uno stato di incoscienza dopo essere giunto in ospedale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ασθενής έπεσε σε κώμα και η οικογένειά του άρχισε να απελπίζεται. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω σε κτverbo intransitivo (figurato) (σε μια κατάσταση) Dopo aver perso il lavoro, Susan cadde in una profonda depressione. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uovo si è rotto quando ha sbattuto per terra. |
κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (scuotendo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fai cadere la frutta dall'albero. Κούνησε το δέντρο για να πέσουν τα φρούτα. |
μαγεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ipnotizzatore ha fatto cadere in trance il soggetto. |
ψηφίζω την απομάκρυνση κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rimuovere) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cadere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cadere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.