Τι σημαίνει το morte στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης morte στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του morte στο Ιταλικό.
Η λέξη morte στο Ιταλικό σημαίνει πεθαίνω, σβήνω, πεθαίνω, τα φτύνω, τα φτύνω, φεύγω, αποτυγχάνω, σκοτώνομαι, ξεμένω από μπαταρία, πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, χαλάω, αποβιώνω, θάνατος, τελευτή, θανή, θάνατος, τέλος, θάνατος, θάνατος, Χάρος, απώλεια, θάνατος, θάνατος, τέλος, στον τάφο, στο χώμα, αποτυχημένος, πτώμα, θύμα, ελεύθερος, κενός, down, ντάουν, ψόφιος, άδειος, νεκρός, θύμα, νέκρα, νεκρός, νεκρός, πεθαμένος, πεθαίνω από κτ, πεθαίνω, πεθαίνω για κπ/κτ, -, απίστευτα, λιμοκτονώ, ξεκαρδιστικός, φοβάμαι πάρα πολύ, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, τρελά, τρελά, τρελά, διαρκώ για πάντα, φοβερά, θάνατος χωρίς να υπάρχει διαθήκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης morte
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ieri è morto il marito di Marina. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα. |
σβήνω, πεθαίνω(figurato: terminare) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il mio amore per te non si spegnerà mai. Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ. |
τα φτύνω(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi sa che il tostapane si è rotto. Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε. |
τα φτύνω(colloquiale: guastarsi) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eravamo in autostrada quando la macchina è morta di colpo. |
φεύγωverbo intransitivo (ευφημ: πεθαίνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτυγχάνω(figurato: fallire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκοτώνομαι(informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vai così veloce finirai per ammazzarti! Θα σκοτωθείς αν συνεχίσεις να οδηγείς τόσο γρήγορα! Αν οδηγείς μεθυσμένος, μπορεί να σκοτωθείς. |
ξεμένω από μπαταρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono inciampata su una radice perché la mia torcia si era scaricata. |
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα κακαρώνω, τα τινάζω(figurato: morire) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando muoio, spero di andarmene tranquillamente nel sonno a un'età molto avanzata. |
χαλάω(σταματάω να δουλεύω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla fine la nostra vecchia televisione si è rotta. Η παλιά μας τηλεόραση τελικά χάλασε. |
αποβιώνω(formale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualora il proprietario dovesse decedere, l'attività diventerà di proprietà esclusiva del suo unico figlio. |
θάνατοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La sua morte è stata improvvisa. Το τέλος του ήταν ξαφνικό. |
τελευτή, θανήsostantivo femminile (θάνατος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θάνατοςsostantivo femminile (modo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha sofferto una morte terribile. Ο άτυχος άντρας είχε πολύ άσχημο τέλος. |
τέλος(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I soldati sono usciti incontro alla loro morte. Οι στρατιώτες έκαναν έξοδο για να συναντήσουν τον θάνατό τους. |
θάνατοςsostantivo femminile (contesto) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si potrebbero prevenire molte morti se la gente guidasse con maggiore prudenza. Πολλοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτραπούν εάν ο κόσμος οδηγούσε πιο προσεκτικά. |
θάνατοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nella morte il suo corpo sembrava in pace. |
Χάροςsostantivo femminile La morte è venuta a fare la sua chiamata di notte. Ο μαύρος καβαλάρης κράδαινε το δρεπάνι του μέσα στη νυχτιά. |
απώλεια(ευφημισμός: θάνατος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho sentito la triste notizia della morte di tua madre e volevo farti le condoglianze. Άκουσα τα θλιβερά νέα για την απώλεια της μητέρας σου και ήθελα να εκφράσω τα συλληπητήριά μου. |
θάνατοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le bombe hanno seminato morte sul territorio. Οι βόμβες σκόρπισαν τον θάνατο στη χώρα. |
θάνατος(formale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Al decesso del firmatario, tutti i beni diventeranno di proprietà della moglie. |
τέλοςsostantivo femminile (figurato: fine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I tagli di budget causeranno la morte di questo progetto. |
στον τάφο, στο χώμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come puoi ridere in questo modo con tua nonna morta da appena due giorni? |
αποτυχημένος(figurato:non più attuabile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πτώμα(cadavere) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo l'incidente sulla strada giacevano dei morti. |
θύμα(in guerra) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il primo marito della signora Gray è morto in guerra. Ο πρώτο σύζυγος της κας Γκρέυ ήταν θύμα του πολέμου. |
ελεύθερος, κενός(figurato) (μεταφορικά: χρόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Fred piaceva trascorrere i suoi tempi morti pescando nel ruscello dietro casa sua. Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του. |
down, ντάουνaggettivo (gergale, football: palla) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Secondo l'arbitro la palla era morta. |
ψόφιος(figurato: noioso) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa festa è morta. Andiamo ad un'altra. Αυτό το πάρτυ είναι ψόφιο (or: βαρετό). Ας πάμε σε κάποιο άλλο. |
άδειος(figurato: guasto, scarico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La batteria è morta e la macchina non parte. Η μπαταρία είναι άδεια και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. |
νεκρός(formale o rispettoso) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Purtroppo un passante è stato vittima del deragliamento. Ένας περαστικός ήταν δυστυχώς θύμα του εκτροχιασμού του τραίνου. |
νέκρα(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Questo titolo oggi è fermo. Sono ore che non scende e non sale. |
νεκρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cimice non era ancora morta, allora l'ha pestata di nuovo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η λίμνη γέμισε με δεκάδες ψόφια ψάρια εξαιτίας της μόλυνσης. |
νεκρός, πεθαμένος(figurato: minaccia) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεθαίνω από κτ
Venerdì scorso il nonno di Joe è morto d'infarto. Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή. |
πεθαίνωverbo intransitivo (με αντωνυμία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Non mi morire!" Urlò piangendo. «Μη μου φύγεις!», παρακάλεσε κλαίγοντας. |
πεθαίνω για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Voglio tanto bene ai miei bambini, darei la vita per loro. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È morto di una morte dolorosa. Βρήκε οδυνηρό θάνατο. |
απίστευτα(caldo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λιμοκτονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκαρδιστικόςlocuzione aggettivale (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φοβάμαι πάρα πολύ(figurato: avere moltissima paura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαριεστημένος μέχρι θανάτουaggettivo (μεταφορικά) Ero annoiato a morte dal documentario sulla pesca e non vedevo l'ora che finisse. |
τρελά(informale: ardentemente) (αργκό, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il bimbo voleva quel giocattolo da morire. |
τρελάavverbio (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il vento ha soffiato disperatamente per tutta la notte. |
τρελά(informale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il braccio mi doleva da morire quando sono caduto dalla bicicletta. |
διαρκώ για πάνταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio amore per te non morirà mai. |
φοβερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
θάνατος χωρίς να υπάρχει διαθήκηsostantivo maschile (diritto: senza testamento) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του morte στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του morte
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.