Τι σημαίνει το colpire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης colpire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του colpire στο Ιταλικό.

Η λέξη colpire στο Ιταλικό σημαίνει χτυπάω, έρχομαι σε επαφή, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, σκοτώνω, χαστουκίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, πετυχαίνω, βρίσκω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, πυροβολώ, ηχώ, αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα, πέφτω, εκπλήσσω, χτυπάω, χτυπώ, καρφώνω, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, χτυπάω κπ σε κτ, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, σφυροκοπώ, κάνω κπ να τα δει όλα, χτυπάω, επιτίθεμαι, ρίχνω με ευθεία βολή, προσβάλλομαι, πλήττω, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, βαράω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω, δίνω, σουτάρω, χτυπώ, βαρώ, καρφώνω, πλήττω, σκουντώ, βρίσκω, κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση, εισβάλλω, σπρώχνω, επηρεάζω, καταπλήσσω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, καταρρίπτω αεροσκάφος, γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός, επηρεάζω, μαγεύω, θαμπώνω, μαγεύω, χτυπάω, χτυπάω, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, αγγίζω, στέλνω, κουνώ, ρίχνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, στέλνω, χτύπημα, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, το πετυχαίνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω λάθος, χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι, χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου, πετυχαίνω διάνα, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, τσεκουρώνω, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, χτυπώ στο κεφάλι, κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, ρίχνω τσεκουριά σε κπ, χτυπάω από το πλάι, χτυπάω κπ με κτ, χτυπώ κπ με κτ, ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ, βαράω, κοπανάω, ψεκάζω, κάνω βολέ, χτυπάω, χτυπώ, σκουντάω κπ με κτ, χτυπάω, χτυπώ, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ, συγκρούομαι, χτύπημα, κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης colpire

χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι σε επαφή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devi riuscire a colpire la palla con la racchetta.

χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il boxer ha colpito il suo avversario.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.

σκοτώνω

(για έντομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαστουκίζω

([qlcn], intenzionalmente) (με την παλάμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La palla da baseball gli colpì la testa di striscio.

χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La freccia ha colpito il bersaglio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un forte vento colpì la piccola imbarcazione che quasi si capovolse.

πετυχαίνω, βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La freccia ha colpito il bersaglio.
Το βέλος πέτυχε τον στόχο.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (fulmini)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fulmine ha colpito il vecchio albero durante la tempesta.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο.

ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pugile colpì l'avversario.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

πυροβολώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ripetutamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha colpito il bersaglio con una scarica di mitra.

ηχώ

(γενικά: ακούγομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La spada del guerriero colpì lo scudo dell'avversario.

αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La notizia della morte di suo padre l'ha colpita molto.

πέφτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando la luce colpisce un oggetto, la lunghezza d'onda della luce riflessa determina il colore con cui ci appare l'oggetto.

εκπλήσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu colpito dalla notizia della morte di suo cugino.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μικροτραυματισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante l'allenamento Tina è stata colpita alla spalla da una palla da baseball.

καρφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il battitore ha colpito forte la palla.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ciò che le disse la turbò al punto che lo colpì in testa.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bambino colpì involontariamente la baby-sitter con un giocattolo.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il falegname colpì il chiodo con il martello.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahi! Ho appena sbattuto il gomito contro lo spigolo del tavolo.

χτυπάω κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

πλήττω, πατάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Zeus colpì il giovane soldato con un un fulmine.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily ha colpito la palla a campanile verso la parte esterna sinistra del campo.

σφυροκοπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pugile ha battuto l'avversario mandandolo al tappeto.
Ο μποξέρ σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον έριξε στο έδαφος.

κάνω κπ να τα δει όλα

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sophie ha impressionato tutti cantando con la sua bellissima voce.
Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της.

χτυπάω

(sport: palla)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιτίθεμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'esercito ha colpito nel mezzo della notte.

ρίχνω με ευθεία βολή

verbo transitivo o transitivo pronominale (baseball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha battuto la palla a centrocampo ed è arrivato in prima base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

προσβάλλομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stato colpito da una misteriosa malattia.

πλήττω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La città è stata colpita dal temporale martedì.

πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La mela caduta colpì il tetto della casa prima di rotolare in giardino.

βαράω, χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh ha colpito sulla mascella l'uomo che l'aveva insultato.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con una mazza)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di golf ha tirato in alto la palla.

ρίχνω, δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma ha colpito George con un destro dritto sulla bocca.
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

σουτάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (pallone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il calciatore mandò la palla tra i pali.

χτυπώ, βαρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ralphie finalmente ebbe la sua vendetta quando picchiò il bullo della scuola.

καρφώνω

(καρφί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ρον κάρφωσε τα καρφιά στον πίνακα.

πλήττω

(animali)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'orso ha attaccato senza segnali di avvertimento.

σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vecchia signora picchiettava Vince con un dito.

βρίσκω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pallottola l'ha preso allo stomaco.

κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισβάλλω, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il piano del governo riguarderà molta gente.
Το σχέδιο της κυβέρνησης θα θίξει πολλούς ανθρώπους.

καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il domatore di leoni sbalordì la folla con le sue coraggiose acrobazie.
Ο δαμαστής των λιονταριών κατέπληξε το πλήθος με τα τολμηρά κόλπα του.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una macchina mi ha dato un colpo uscendo dal parcheggio.
Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον.

καταρρίπτω αεροσκάφος

verbo transitivo o transitivo pronominale (col fuoco) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci venne ordinato di abbattere l'aereo militare.

γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dopo che Tony lo aveva preso in giro per più di un'ora, Pete alla fine lo attaccò.
Αφού ο Τόνι τον πείραζε για παραπάνω από μία ώρα, ο Πιτ τελικά έγινε επιθετικός.

επηρεάζω

(figurato: emozionare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quel film su un uomo sopravvissuto al cancro mi ha toccato profondamente.
Η ταινία για έναν άνθρωπο που επέζησε από καρκίνο με επηρέασε βαθιά.

μαγεύω, θαμπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fascino del mondo dello spettacolo colpì molto Mark.
Η γοητεία του lifestyle της σόουμπιζ θάμπωσε τον Μαρκ.

μαγεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il meraviglioso spettacolo avvinceva il pubblico.
Η απίστευτη παράσταση μάγεψε το κοινό.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha dato un colpo sul fianco e mi ha detto: "Shh!".
Μου έριξε μία στα πλευρά και είπε «Σσσ!».

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il battitore colpì la palla con tutta la sua forza.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Walter non guardava dove stava andando e ha sbattuto contro un muro.
Ο Γουόλτερ ξέχασε να δει που πήγαινε και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο.

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È rimasta toccata dalla storia della vita della donna.
Η ιστορία της γυναίκας την άγγιξε.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La candidata ha impressionato il suo intervistatore.
Η υποψήφια άφησε άφωνο αυτόν που της πήρε συνέντευξη.

κουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un altro passeggero del treno inciampò colpendo il braccio di Paula e facendole rovesciare la tazza di tè che teneva in mano.

ρίχνω

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un uomo a volto coperto ha sparato alla vittima.
Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly ha colpito per sbaglio la spalla di sua sorella.
Η Πόλι χτύπησε κατά λάθος τον ώμο της αδερφής της.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nonostante le sue preghiere, lei continuava a colpire.
Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

κοπανάω, χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim batteva coi pugni sulla porta.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport: palla)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kane ha calciato un rasoterra che ha beffato il portiere.

χτύπημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo divorzio ha colpito il suo punto debole: il portafoglio. Quando lui ha detto che ero brutta ha colpito il mio punto debole.
Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του.

το πετυχαίνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il commento di Russel ha davvero colpito nel segno.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha colpito suo fratello nello stomaco con un pugno.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

χτυπάω λάθος

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport: colpire la palla)

χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετυχαίνω διάνα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'entità del problema di peso di Ruth ha colpito nel segno quando ha visto una sua foto durante una serata fuori.

ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fuori di sé dalla rabbia Ben ha preso a pugni Harry.
Όντας εξαγριωμένος, ο Μπεν γρονθοκόπησε τον Χάρυ.

τσεκουρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assassino colpì la sua vittima con un'accetta nella foresta.

χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι

(anche involontariamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il wrestler diede una violenta testata all'avversario.

χτυπώ στο κεφάλι

(con manganello)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il malvivente colpì l'uomo alla testa e scappò con il suo portafoglio.

κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέ

verbo transitivo o transitivo pronominale (tennis) (τένις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha colpito la palla di demi-volée.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (στο κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla partita di baseball Derek ha colpito Jeremy in testa.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per sbaglio l'ho colpita con il mio ombrello. // Ehi! Mi hai colpito in testa con quella scatola!

ρίχνω τσεκουριά σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω από το πλάι

verbo transitivo o transitivo pronominale (incidente stradale) (για αυτοκίνητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κπ με κτ, χτυπώ κπ με κτ

Il fratellino picchiò Brian con un bastone da hockey.

ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shaun ha dato una ginocchiata al sacco da pugile.
Ο Σον έριξε γονατιά στον σάκο του μποξ.

βαράω, κοπανάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter colpì con forza la porta facendola spalancare.
Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

ψεκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha colpito il suo aggressore con del gas lacrimogeno da una cartuccia che aveva in borsa.
Ψέκασε αυτόν που της επιτέθηκε με ένα σπρέι που κρατούσε στην τσάντα της.

κάνω βολέ

verbo transitivo o transitivo pronominale (tennis) (τένις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna ha colpito di volée la palla oltre la sua avversaria per fare punto.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda ha colpito velocemente il sedere di suo figlio quando ha detto una parolaccia.

σκουντάω κπ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Mi ha colpito col suo bastone da passeggio e mi ha detto di non camminare sul suo prato.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary ha colpito velocemente Ken con un giornale.

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

(con uno sparo)

Il soldato è stato colpito a una gamba.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

μπήγω κτ σε κτ, χώνω κτ σε κτ

Mi colpì le costole con il gomito per catturare la mia attenzione.

συγκρούομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli, ecc.) (με κάποιον, κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτύπημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il colpire costante dell'ascia ebbe finalmente qualche effetto quando l'albero cominciò a cadere.

κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il calciatore ha colpito di testa la palla mandandola in rete.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του colpire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.