Τι σημαίνει το durante στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης durante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του durante στο Ιταλικό.
Η λέξη durante στο Ιταλικό σημαίνει κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια, καθ' όλη τη διάρκεια, για, μέσα σε, -, υπό, φτάνω, διάρκεια, διαρκώ, κρατάω, αντέχω, κρατάω, διαρκώ, ζωή, όφελος, επαρκώ, αντέχω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, αντέχω, αντέχω, κατά τη διάρκεια της ημέρας, νεκρός κατά την άφιξη, που χάθηκε κατά τη μεταφορά, τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα, τη νύχτα, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, καθοδόν, την ημέρα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, κατά τη διάρκεια της μέρας, κατά τη διάρκεια της μέρας, στη δουλειά, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες, εργασιακός, επαγγελματικός, πολεμικός, στριμώχνω, μέχρι, ξεπερνώ μεγαλώνοντας, φόνος που εκτελείται στο πλαίσιο άλλης κακουργηματικής πράξης, φίλος στα εύκολα, βάζω κάποιον να ξεχειμωνιάσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης durante
κατά τη διάρκεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Saremo assenti durante le vacanze. Θα απουσιάζουμε κατά τη διάρκεια των διακοπών. |
κατά τη διάρκειαpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hanno rubato il portafoglio durante il concerto. Μου έκλεψαν το πορτοφόλι κατά τη διάρκεια της συναυλίας. |
καθ' όλη τη διάρκειαpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli aeroplani atterrano durante tutta la giornata. Elisabetta è stata viziata da bambina. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αεροπλάνα προσγειώνονται όλη μέρα (or: όλη την ημέρα). |
γιαpreposizione o locuzione preposizionale Il negozio rimarrà chiuso durante le feste. Το κατάστημα θα κλείσει κατά τη διάρκεια των διακοπών. |
μέσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nel corso di un anno spendiamo un bel po' di soldi per la macchina. Ξοδέψαμε ένα υπέρογκο ποσό για το αμάξι μέσα σε ένα χρόνο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il linguaggio si evolve nel corso dei secoli. Η γλώσσα αλλάζει με την πάροδο των χρόνων. |
υπόpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le cose migliorarono sotto il governo della regina. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le scorte di mangime non dureranno fino a Natale; bisogna ordinarne ancora. Δεν πιστεύω να φτάσει η ζωοτροφή μέχρι τα Χριστούγεννα, πρέπει να παραγγείλουμε κι άλλη. |
διάρκεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il film dura tre ore. Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες. |
διαρκώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il discorso è durato trenta minuti. Η ομιλία συνεχίστηκε για τριάντα λεπτά. |
κρατάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il tempo piovoso è durato per dieci giorni di seguito. Ο βροχερός καιρός διήρκεσε δέκα συνεχόμενες μέρες. |
αντέχω, κρατάωverbo intransitivo (μτφ: αντέχω στη φθορά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa camicia ti durerà anni, è fatta così bene. Αυτό το πουκάμισο θα αντέξει (or: κρατήσει) χρόνια, είναι πολύ καλοφτιαγμένο. |
διαρκώ(continuare a essere attivo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il programma dura due anni |
ζωή(durata) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha ancora molta vita davanti a sé questo cappotto. Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα. |
όφελος(di utilizzo) (από τη μεγάλη χρήση ενός πράγματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν υπάρχει ουσία στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. |
επαρκώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω, αρκώ, επαρκώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le scorte di cibo dovrebbero bastarci per due settimane. Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non sono sicuro se riuscirò a resistere fino alla fine della giornata di lavoro. Potrei addormentarmi prima. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε. |
αντέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cose sembrano sconfortanti ora, ma sopravviveremo. |
κατά τη διάρκεια της ημέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I programmi televisivi diurni sono tutti atroci allo stesso modo. Συνολικά, τα προγράμματα της τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της μέρας είναι απαράδεκτα. |
νεκρός κατά την άφιξη(στο νοσοκομείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È stato portato d'urgenza all'ospedale dove però è giunto già morto. |
που χάθηκε κατά τη μεταφοράaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Durante la notte sono spuntate altre zucchine. Και άλλα κολοκύθια είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. |
τη νύχτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nella notte tra lunedì e martedì si sono verificate diverse scosse di terremoto. |
πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθοδόνavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci siamo fermati durante il tragitto per fare delle foto. Κάναμε μια στάση καθοδόν και βγάλαμε φωτογραφίες. |
την ημέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Gli animali notturni come i gufi dormono di giorno e cacciano di notte. Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα. |
κατά τη διάρκεια της νύχτας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho sentito un rumore inquietante di notte ed è venuto fuori che era un gufo in giardino. |
κατά τη διάρκεια της μέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά τη διάρκεια της μέρας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη δουλειάlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεύθυνση φοιτητικής στέγης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρεςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργασιακός, επαγγελματικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel libro, l'autore descrive i suoi ricordi del periodo bellico. |
στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo accumulato parecchi giri turistici durante i nostri tre giorni a Parigi. Στριμώξαμε πολλά αξιοθέατα στις τρεις μέρες μας στο Παρίσι. |
μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Qui ha fatto freddo per tutto marzo. Εδώ είχε κρύο μέχρι τον Μάρτιο. |
ξεπερνώ μεγαλώνονταςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Diversi bambini guariscono dalle prime allergie durante la crescita. Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες. |
φόνος που εκτελείται στο πλαίσιο άλλης κακουργηματικής πράξηςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φίλος στα εύκολα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κάποιον να ξεχειμωνιάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durante l'inverno mettono le mucche in una grande stalla. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του durante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του durante
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.