Τι σημαίνει το cuore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cuore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuore στο Ιταλικό.
Η λέξη cuore στο Ιταλικό σημαίνει καρδιά, καρδιά, καρδιά, καρδιά, κουράγιο, καρδιά, καρδιά, άνθρωπος, καρδιά, καρδιά, εσωτερικό, πυρήνας, κέντρο, καρδιά, σχήμα καρδιάς, κόμβος, γέμιση, βάθος, το Α και το Ω, καρδιακός, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, φίλοι για πάντα, με όλο μου το είναι, ειλικρινά, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, θλιμμένος, λυπημένος, καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος, σκληρόκαρδος, ντόμπρος, ευαίσθητος, συναισθηματικός, καλόκαρδος, άπονος, ανάλγητος, καλόκαρδος, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος, για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύρα, καλόκαρδος, ευαίσθητος, συναισθηματικός, προς την καρδιά του, με όλη μου την καρδιά, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, από καρδιάς, από καρδιάς, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, στην καρδιά, στην καρδιά σου, μέσα στη μαύρη νύχτα, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται, ραγίζει η καρδιά μου, πάρτο απόφαση, δέξου το, κατακαλόκαιρο, καταχείμωνο, εγκάρδιο ξύλο, απογοητευμένος, συντετριμμένος, καρδιακά προβλήματα, μεγάλη καρδιά, ελεύθερος, αδέσμευτος, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, ερωτικός δεσμός, τεχνητή καρδιά, καλόκαρδος, δισέντρα, ματωμένη καρδιά, καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος, αναλγησία, απονιά, ρεαλιστής, πραγματιστής, έμφραγμα, χρυσή καρδιά, σκληρή καρδιά, εμπιστευτική συζήτηση, πηγαίο γέλιο, βαριά καρδιά, καλός φίλος, έμπιστος, μετάλιο, καλή καρδιά, καρδιά αγκινάρας, καλή καρδιά, που έχει συμβουλευτική στήλη, κέντρο, η μαύρη νύχτα, -καρδος, έχω καλή καρδιά, δείχνω μεγαλοψυχία, αγγίζω την καρδιά σου, παθαίνω έμφραγμα, ανοίγω την καρδιά μου σε κπ, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για, ανοιχτόκαρδος, ανοικτόκαρδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cuore
καρδιάsostantivo maschile (anatomia) (ανατομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era così nervoso che riusciva a sentire il suo cuore che batteva. Ήταν τόσο νευρικός που άκουγε την καρδιά του να χτυπά. |
καρδιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli scienziati stanno studiando la possibilità di usare il cuore dei maiali per i trapianti umani. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μερικοί άνθρωποι τρώνε καρδιές γουρουνιών. |
καρδιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In cuor suo sapeva che lei sarebbe rimasta fedele. Βαθιά στην καρδιά του, ήξερε ότι θα του έμενε πιστή. |
καρδιάsostantivo maschile (figurato: centro) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cuore della città pullula di bar e ristoranti. Η καρδιά της πόλης με τα μπαρ και τα εστιατόρια σφύζει από ζωή. |
κουράγιο(figurato: passione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giocatore di basket non era il più alto, ma giocava col cuore. |
καρδιάsostantivo maschile (parte centrale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I cuori della lattuga sono deliziosi con una vinaigrette. |
καρδιάsostantivo maschile (istinto, emozioni) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mentre la mia testa mi dice che dovrei restare il mio cuore mi dice di andare. |
άνθρωπος(persona) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era un cuore nobile. |
καρδιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il bambino ha disegnato un cuore e lo ha colorato di rosso. |
καρδιάsostantivo maschile (centro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti velieri erano fatti con il cuore delle querce. |
εσωτερικόsostantivo maschile (figurato: parte interna) Ci sono i semi nel cuore di questo frutto. |
πυρήναςsostantivo maschile (figurato: essenza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il succo della questione è abbastanza semplice: è un problema di soldi. |
κέντροsostantivo maschile (figurato: centro) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il cuore è la patria delle tradizioni e della cultura del paese. |
καρδιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devo andare da un cardiologo per monitorare il cuore. |
σχήμα καρδιάς(simbolo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόμβος(figurato) (δραστηριότητας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Η αγορά ήταν το κέντρο της πόλης. |
γέμιση(cioccolatini, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτά τα σοκολατάκια είναι μαλακά στο κέντρο. |
βάθος(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
το Α και το Ω
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καρδιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anziano aveva dei problemi cardiaci. |
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il teatro si manteneva grazie alle donazioni di spettatori generosi. |
φίλοι για πάντα(best friend forever) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με όλο μου το είναιavverbio (δίνομαι σε κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ειλικρινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devi fidarti di lui. Parla sempre sinceramente. |
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trovo straziante vedere genitori che trascurano i figli. |
θλιμμένος, λυπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρόκαρδοςlocuzione aggettivale (figurato) (μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντόμπρος(figurato: con sincerità) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευαίσθητος, συναισθηματικόςlocuzione aggettivale (figurato: sensibile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπονος, ανάλγητος(persona o atto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il modo in cui sono entrati e hanno preso la roba della madre è stato piuttosto spietato. |
καλόκαρδος, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύραlocuzione aggettivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel film di Hitchcock non è per i deboli di cuore. |
καλόκαρδοςlocuzione aggettivale (figurato: buono, generoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευαίσθητος, συναισθηματικόςlocuzione aggettivale (figurato: generoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς την καρδιά του(figurato: al centro) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli esploratori si spinsero nel cuore della giungla. |
με όλη μου την καρδιά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia cara, ti amo con tutto il mio cuore. |
στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nel profondo del suo cuore sapeva che ciò che aveva fatto era sbagliato. |
από καρδιάςavverbio (figurato: sinceramente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Legge le sue poesie d'amore con tutto il cuore. Quando ha cominciato a piangere, capimmo che le sue scuse venivano dal cuore. Μου διάβασε τα ερωτικά της ποιήματα από καρδιάς. Όταν άρχισε να κλαίει, ξέραμε ότι η απολογία του ήταν πραγματικά από καρδιάς. |
από καρδιάςavverbio (figurato: sinceramente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non dire che ti dispiace solo perché te l'ho chiesto io, devi sentirlo dal cuore. Dillo con il cuore, come se fosse veramente ciò che pensi. Μην λες ότι λυπάσαι επειδή στο είπα εγώ. Πες το από καρδιάς. Πες το σαν να το εννοείς, από καρδιάς. |
τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dei rumori strani nel cuore della notte possono fare molta paura. |
στην καρδιάpreposizione o locuzione preposizionale (in centro) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo trovato un albergo comodo e delizioso nel cuore della città vecchia. |
στην καρδιά σουverbo intransitivo (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È un argomento che mi sta a cuore. |
μέσα στη μαύρη νύχτα(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ραγίζει η καρδιά μου(μεταφορικά: με κάτι, για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mia amica Carlotta sta vivendo una situazione difficilissima e mi piange il cuore per lei perché nessuno la può aiutare. |
πάρτο απόφαση, δέξου το(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ti piace il tuo lavoro? Fattelo andare bene, perché hai bisogno dei soldi. Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά. |
κατακαλόκαιρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci piace fare il bagno in piena estate. |
καταχείμωνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Andiamo sempre in vacanza in inverno inoltrato. |
εγκάρδιο ξύλο(figurato: interno di un albero) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απογοητευμένος, συντετριμμένοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Susie ha lasciato Nick con il cuore spezzato. |
καρδιακά προβλήματα
È stato portato d'emergenza all'ospedale per disturbi cardiaci. |
μεγάλη καρδιάsostantivo maschile (μεταφορικά) Si sa che è una donna dal cuore grande, che aiuta la gente in difficoltà. I volontari dell'ospedale hanno un cuore grande. |
ελεύθερος, αδέσμευτοςsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) In giro ci sono molti cuori solitari alla ricerca dell'anima gemella. |
εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάςsostantivo maschile (chirurgia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gli hanno aperto il torace e hanno eseguito una operazione a cuore aperto per sostituire una valvola difettosa. |
ερωτικός δεσμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνητή καρδιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλόκαρδοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini lo adorano perché è una persona di gran cuore. |
δισέντρα, ματωμένη καρδιάsostantivo maschile (botanica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In primavera i fiori rossi del cuore di Maria mi ravvivano il giardino. |
καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le ragazze erano amiche del cuore finché non si sono prese entrambe una cotta per lo stesso ragazzo. |
αναλγησία, απονιάsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se proprio insensibile, hai un cuore di pietra. |
ρεαλιστής, πραγματιστήςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha davvero un cuore di pietra per essere una persona così giovane. |
έμφραγμαsostantivo maschile (colloquiale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nonna raccontava alla sua amica di quando il vicino aveva avuto un attacco di cuore. |
χρυσή καρδιάsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) All'apparenza può sembrare scontroso, ma in realtà ha davvero un cuore d'oro. |
σκληρή καρδιάsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) Bisognerebbe avere il cuore di pietra per vedere quei bambini affamati e non provare compassione. |
εμπιστευτική συζήτηση(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίο γέλιοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βαριά καρδιάavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con la morte nel cuore si avvicinò alla bara per dare l'ultimo saluto al defunto. |
καλός φίλος, έμπιστοςsostantivo maschile (uomo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετάλιο(USA) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλή καρδιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo cuore tenero le aveva fatto trovare molti amici nei quartieri poveri. |
καρδιά αγκινάρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλή καρδιάsostantivo maschile (μεταφορικά) |
που έχει συμβουλευτική στήληsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brenda è la responsabile della posta del cuore di un quotidiano. Η Μπρέντα έχει μια συμβουλευτική στήλη σε καθημερινή εφημερίδα. |
κέντρο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa città è una delle mete turistiche più gettonate al mondo. |
η μαύρη νύχταlocuzione avverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
-καρδοςlocuzione aggettivale È spensierata di natura. |
έχω καλή καρδιάverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbi un cuore e prendi in considerazione fare una donazione a questa associazione benefica. |
δείχνω μεγαλοψυχίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apri il tuo cuore e anche il tuo portafoglio: fai una donazione al programma di aiuto per Haiti. |
αγγίζω την καρδιά σουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi ha commosso con la sua bella poesia. |
παθαίνω έμφραγμα
Mio padre smise di fumare dopo aver avuto un infarto. |
ανοίγω την καρδιά μου σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo la rottura con il fidanzato lei mi aprì il suo cuore. |
έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτραverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: insensibilità) |
αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι γιαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La libertà di parola è un concetto che ho molto a cuore. |
ανοιχτόκαρδος, ανοικτόκαρδος(figurato: magnanimo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cuore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.