Τι σημαίνει το caso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caso στο Ιταλικό.
Η λέξη caso στο Ιταλικό σημαίνει περίπτωση, περίπτωση, κρούσμα, πτώση, υπόθεση, τύχη, περίπτωση, τύχη, σύμπτωση, τύχη, ενδεχόμενο, τύχη, περιστατικό, περίπτωση, τύχη, μοίρα, σύμπτωση, σύμπτωση, τύχη, τύχη, καλοτυχία, ιδανικά, ιδεωδώς, ποτέ, ουδέποτε, αυθαίρετα, καλή τύχη, τυχαία, αν χρειαστεί, παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως, τυχαία, στην ανάγκη, σε κάθε περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, ο,τι και να γίνει, τυχαίνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, κατά περίπτωση, αλλιώς, ειδάλλως, αν υποθέσουμε, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, σε περίπτωση που, σε περίπτωση, σε αυτήν την περίπτωση, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, ας υποθέσουμε ότι, Τότε λοιπόν, στην τύχη, βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση, καθαρή τύχη, ξεκάθαρος, αιτιατική πτώση, σοβαρή περίπτωση, case study, αμφιλεγόμενη υπόθεση, χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένος, αξιολύπητος άνθρωπος, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, κλασική περίπτωση, μη συμμόρφωση, ερημοδικία, μη συμμόρφωση, μη τήρηση, σημαντική υπόθεση, καθημερινός ήρωας, καταδικασμένος σε αποτυχία, που δεν έχει ελπίδα, υπόθεση φόνου, συμβαίνω τυχαία, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ, λύνω το μυστήριο, καταφέρνω, ταιριάζω, παραβλέπω, αγνοώ, ακούω, πέφτω πάνω σε κτ, αγνοώ, αδιαφορώ, με κανένα τρόπο, σε περίπτωση που, σε περίπτωση, σοβαρή περίπτωση, διαλέγω τυχαία, δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caso
περίπτωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In questo caso è vero il contrario. Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύει το αντίθετο. |
περίπτωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si tratta di un chiaro caso di interferenza politica. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη περίπτωση πολιτικής παρέμβασης. |
κρούσμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nostra madre ha un caso di polmonite. |
πτώσηsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel caso accusativo c'è una desinenza diversa. |
υπόθεση(legale) (νομικά: αγωγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La causa è stata portata davanti a un giudice. Η υπόθεση ήρθε ενώπιον του δικαστή. |
τύχη(όχι πρόθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo trovato questo caffè per caso. Βρήκαμε αυτήν την καφετέρια κατά τύχη. |
περίπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni europeo aveva i requisiti, ma in questo caso è stato uno spagnolo. Ενώ οποιοσδήποτε Ευρωπαίος θα μπορούσε να πληρεί τις προϋποθέσεις, σε αυτή την περίπτωση ήταν ένας Ισπανός. |
τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dobbiamo assicurarci che il nostro piano includa tutto: non possiamo lasciare niente al caso. Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το σχέδιό μας καλύπτει κάθε ενδεχόμενο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τίποτα στην τύχη. |
σύμπτωση, τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non avevamo in programma di incontrarci al bar. È capitato che ci siamo incontrati per caso. |
ενδεχόμενοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il contratto include clausole che coprono ogni possibile caso. Το συμβόλαιο συμπεριελάμβανε ρήτρες που κάλυπταν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. |
τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si sono incontrati per caso. Γνωρίστηκαν κατά τύχη. |
περιστατικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I giornali raccontano di un altro caso di corruzione al comune. |
περίπτωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo è un caso di abuso d'ufficio. Αυτή είναι μια περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. |
τύχη, μοίραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo lasceremo al caso. Θα το αφήσουμε στην τύχη. |
σύμπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho visto Harry allo studio del dottore per coincidenza. |
σύμπτωση, τύχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non lo avrei mai immaginato, ma per una serie di circostanze fortuite ho conosciuto il famoso attore. |
τύχη, καλοτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Σε μια στιγμή καλοτυχίας, η Ρόξυ βρήκε το βραχιόλι που νόμιζε πως είχε χάσει για πάντα. |
ιδανικά, ιδεωδώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Idealmente, ogni studente avrà venti minuti per presentare la propria idea. |
ποτέ, ουδέποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quella sera Bob non è mai uscito di casa. |
αυθαίρετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καλή τύχη
|
τυχαίαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ξεφύλλιζα τυχαία τα παλιά μου σχολικά τετράδια εργασιών. |
αν χρειαστεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non preoccuparti, in caso di necessità noleggio una macchina e ti accompagno all'aeroporto. |
παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli ho chiesto di smettere, ma lo ha fatto comunque. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν με πειράζει να έρθεις μαζί μου, έτσι και αλλιώς εγώ θα πάω. |
τυχαίαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho incontrato la mia insegnate di francese per caso al supermercato. Συνάντησα τυχαία τον καθηγητή των γαλλικών μου στο σούπερ μάρκετ. |
στην ανάγκη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In caso di necessità possiamo farci stare un'altra persona in macchina. |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In ogni caso, la sicurezza del pubblico deve rimanere la priorità assoluta. |
σε καμία περίπτωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In nessun caso gli ascensori devono essere considerati come un mezzo di fuga in caso di incendio. |
σε αυτή την περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'università potrebbe richiedere il certificato medico e in quel caso vi rimborserà qualunque spesa necessaria. |
ο,τι και να γίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dobbiamo ottenere quei soldi, a qualunque costo! Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει! |
τυχαίνειavverbio Per caso puoi prestarmi dieci dollari? Μήπως τυχαίνει να μπορείς να μου δανείσεις 10 δολάρια; |
στη συγκεκριμένη περίπτωσηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε καμία περίπτωση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oggi Johnny non deve in alcun caso mangiare dei dolci. |
σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά περίπτωσηavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αλλιώς, ειδάλλως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αν υποθέσουμε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για την περίπτωση που, σε περίπτωση που
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dovresti prendere un ombrello, nel caso che piova (or: nel caso dovesse piovere). Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει. |
σε περίπτωση πουcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Portati l'ombrello, nel caso che dovesse piovere. Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει. |
ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Andremo alla partita, che piova o no. Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει. |
σε περίπτωση που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Portati l'ombrello in caso di pioggia. |
σε περίπτωσηpreposizione o locuzione preposizionale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In caso di incendio, uscite dall'edificio immediatamente. |
σε αυτήν την περίπτωσηlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησεinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non preoccupartene. Ignoralo! Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)! |
ας υποθέσουμε ότι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ipotizziamo che non avremo un profitto in questo quadrimestre. Cosa possiamo modificare per essere fruttiferi? |
Τότε λοιπόν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην τύχη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sparo a caso e dico che ha circa quarant'anni. |
βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση(modello di servizio sociale) (κοινωνική εργασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρή τύχη
Non vinse per una mera coincidenza; era il più allenato e il più forte tra i corridori. |
ξεκάθαρος(investigazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un caso facile da risolvere di brutalità da parte della polizia. |
αιτιατική πτώσηsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'accusativo del latino "tu" è "te". |
σοβαρή περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio fratello ha un brutto caso di morbillo. |
case study(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Per aiutarvi a comprendere il processo di traduzione ho preparato un caso di studio della traduzione di un libro. Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου. |
αμφιλεγόμενη υπόθεση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In controllo delle armi è diventato un tema caldo. |
χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho provato ad aiutarla ma è un caso disperato. |
αξιολύπητος άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Andrew è proprio un caso umano: suo padre lo picchia, sua madre beve e non ha neanche un amico. |
εξαίρεση, ειδική περίπτωσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non uso chiederti denaro ma questa volta si tratta di un caso speciale. |
κλασική περίπτωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo è un tipico caso di incomprensione. |
μη συμμόρφωσηavverbio (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερημοδικίαavverbio (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μη συμμόρφωση, μη τήρηση
|
σημαντική υπόθεση
|
καθημερινός ήρωαςsostantivo maschile |
καταδικασμένος σε αποτυχία
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που δεν έχει ελπίδα(figurato: inetto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπόθεση φόνου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμβαίνω τυχαία(συνήθως γ' πρόσωπο) Non cercavamo di avere un bambino: è successo per caso. |
δεν δίνω σημασία, δεν προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se lui ti tratta male, non farci caso. |
δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non fece caso alle sue stranezze. |
λύνω το μυστήριοverbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato: mistero) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταφέρνω(per ottenere il risultato voluto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραβλέπω, αγνοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζορτζ δεν πέρασε στις εξετάσεις επειδή αγνόησε κάποια λάθη στη δουλειά του. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (όχι εσκεμμένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stando alle voci che ho sentito per caso Martha vende la sua auto. |
πέφτω πάνω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'altra notte ho scoperto per caso un vecchio album di foto. |
αγνοώ, αδιαφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era difficile non fare caso al brutto neo sulla sua faccia. |
με κανένα τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε περίπτωση που
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel caso che non dovesse arrivare, non ti preoccupare. |
σε περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In caso di emergenza, camminate ordinatamente fino al punto di ritrovo. |
σοβαρή περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un brutto caso di depressione. |
διαλέγω τυχαίαsostantivo femminile |
δεν στενοχωριέμαι για κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non preoccuparti di aver rovesciato il tè, lo pulisco e ti verso un'altra tazza. Μη σκας για το τσάι που χύθηκε· απλά σκούπισέ το και βάλε άλλο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του caso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.