Τι σημαίνει το tutto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tutto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tutto στο Ιταλικό.

Η λέξη tutto στο Ιταλικό σημαίνει όλος, όλα, όλος, το παν, όλος, το παν, όλοι, όλος, όλος, ολόκληρος, σύνολο, όλος, όλα, εντελώς, παντελώς, όλος, ολόκληρος, όλος, ολόκληρος, ολόκληρος, σύνολο, ολόκληρος, όλος, όσος, ό,τι, -, ολόκληρος, όλος, όλοι ανεξαιρέτως, που εκτείνεται σε, ολόκληρος, ο καλύτερός μου εαυτός, συνολικός, σε όλη τη χώρα, κοκαλιάρης, λιγνός, αδύνατος, που βλέπει τα πάντα, αναπάντεχα, ξαφνικά, καθόλου, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, στο μέγιστο βαθμό, διαλυμένος, σπασμένος, γκρεμισμένος, παρ΄ όλα αυτά, με όλο μου το είναι, πρώτα, κάνω κτ πιο εντυπωσιακό, γουστάρω, πολύ, εντελώς, τελείως, εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως, μαρσάρω, ναι μεν, αλλά, βουλωμένος, ντόμπρος, ολοήμερος, σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, που περιλαμβάνεται, έτοιμος, all-inclusive, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, πανέτοιμος, σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο, εντελώς απίθανος, για, με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, ντυμένος στην πένα,στην τρίχα, τόσο πολύ, εντελώς ξύπνιος, ορθάνοιχτος, ακέραιος, πλήρης, απόλυτος, παγκοσμίως γνωστός, ετήσιος, ολόσωμος, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, μου κόβονται τα γόνατα, καλοντυμένος, μαγευτικός, συναρπαστικός, από τον έναν τοίχο ως τον άλλο, απ' άκρη σ' άκρη, από τοίχο σε τοίχο, φουσκωτός, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, αν όλα πάνε καλά, απόλυτα, απολύτως, ειλικρινά, ανυπόκριτα, πάνω από όλα, εξαρχής, από την αρχή, γενικά, συνολικά, κάθε άλλο παρά, ψυχή τε και σώματι, πάνω απ' όλα, με όλη μου την καρδιά, ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως, τα πάντα, και όλα αυτά, και τα λοιπά, και όλα όσα συνεπάγεται, και τα λοιπά, ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, με πλήρη ισχύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tutto

όλος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qualcuno si è mangiato tutti i cioccolatini. Tutti i suoi compagni di classe sono andati al suo compleanno.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutto è andato storto.
Τα πάντα πήγαν στραβά.

όλος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho speso tutti i miei soldi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

το παν

pronome (la cosa più importante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La posizione è tutto quando compri una casa.
Η τοποθεσία είναι το παν για την αγορά ενός σπιτιού.

όλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha rovesciato tutta la zuppa sul pavimento.
Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα.

το παν

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amo mia moglie, lei è tutto per me!
Αγαπώ τη γυναίκα μου. Είναι το παν για μένα!

όλοι

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutti questi libri devono essere venduti.
Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία.

όλος

aggettivo (σύνολο: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho aspettato per tutto il pomeriggio.
Περιμένω όλο το απόγευμα.

όλος, ολόκληρος

aggettivo (διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo giocato a carte per tutto il viaggio verso Parigi.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

σύνολο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tutto è maggiore della somma delle sue parti.
Το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του.

όλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha russato per tutta la commedia.
Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση.

όλα

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È mezzanotte e tutto è tranquillo.
Είναι μεσάνυχτα και τα πάντα είναι ήσυχα.

εντελώς, παντελώς

avverbio (intensificatore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Entrò tutto coperto di fango.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

όλος, ολόκληρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho mangiato tutto l'hamburger.
Έφαγα όλο (or: ολόκληρο) το χάμπουργκερ.

όλος, ολόκληρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo pagato l'importo totale.
Πληρώσαμε το συνολικό ποσό.

ολόκληρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mia madre ha dato a me l'intero servizio di terrecotte invece di dividerlo tra me e mia sorella.
Η μητέρα μου μού έδωσε ολόκληρο το σετ πιατικών αντί να το μοιράσει ανάμεσα σε μένα και την αδερφή μου.

σύνολο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alla cerimonia ci sarà l'intera azienda.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ολάκερο το χωρίο πήγε στην εκκλησία.

ολόκληρος, όλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha mangiato tutta la mela.
Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο.

όσος

aggettivo (ποσότητα σε αριθμό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Prenderò tutti i panini che avete lasciato.
Θα πάρω όσα σάντουιτς έχεις αφήσει.

ό,τι

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Prenderò tutta la cioccolata che è rimasta.
Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lui mangerebbe gelato tutto l'anno!
Έτρωγε παγωτά όλο το χρόνο.

ολόκληρος, όλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutto il pubblico si è alzato ad applaudire.
Ολόκληρο (or: Όλο) το κοινό σηκώθηκε για να χειροκροτήσει.

όλοι ανεξαιρέτως

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που εκτείνεται σε

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In tutta la città c'è il divieto di annaffiare i prati per risparmiare acqua.

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Διάβασε ολόκληρο το βιβλίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

ο καλύτερός μου εαυτός

pronome (δίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anche se mia figlia non ha vinto la partita, sono orgogliosa di lei lo stesso perché so che ci ha messo tutta se stessa.
Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της.

συνολικός

(peso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η συνολική τιμή του αυτοκινήτου ήταν 20.000 δολάρια.

σε όλη τη χώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοκαλιάρης, λιγνός, αδύνατος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που βλέπει τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναπάντεχα, ξαφνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Improvvisamente ho sentito un rumore in cucina.

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non mi disturba affatto se vuoi fumare.
Δεν με πειράζει καθόλου, αν θέλεις να καπνίσεις.

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro!

παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο μέγιστο βαθμό

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ti supporterò completamente.

διαλυμένος, σπασμένος, γκρεμισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A causa della sconfitta 5-0, le speranze della squadra di vincere la coppa sono andate distrutte.

παρ΄ όλα αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nonostante i genitori di Chelsea le avessero detto di non farlo, saltò comunque la scuola.
Αν και οι γονείς της της είπαν να μην το κάνει, η Τσέλσυ έκανε κοπάνα από το σχολείο παρ΄ όλα αυτά.

με όλο μου το είναι

avverbio (δίνομαι σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Innanzitutto devi scrivere il tuo componimento e poi lo devi correggere.

κάνω κτ πιο εντυπωσιακό

(figurato, peggiorativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il politico infarcì il suo discorso di statistiche fasulle.

γουστάρω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È fantastico che tu sia venuto; sono contentissimo!
Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il film non era così bello.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono completamente al verde, devo trovare un lavoro.

εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μαρσάρω

(motori) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imballò il motore e scappò via.

ναι μεν, αλλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le mie orecchie erano completamente tappate!

ντόμπρος

(figurato) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολοήμερος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo aver allontanato la sua famiglia e gli amici si ritrovò tutta sola.

που περιλαμβάνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος

aggettivo (άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siamo pronti? Allora via!
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

all-inclusive

aggettivo (για διακοπές, διαμονή κλπ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La maggior parte delle crociere sono tutto compreso escluse le escursioni giornaliere nei porti di scalo.

ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le attrici che partecipavano alla serata degli Oscar erano vestite da sera.
Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα.

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È una buona traduzione, ma la scelta delle parole non è del tutto corretta.

πανέτοιμος

aggettivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho messo in valigia tutto quello di cui potrei mai aver bisogno, sono pronta a tutto.

σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando leggo le lettere del mio amico dall'Africa mi rendo conto che viviamo in due mondi diversi.
Όταν διάβασα τα γράμματα του φίλου μου από την Αφρική κατάλαβα ότι είναι σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη.

εντελώς απίθανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Secondo me è assolutamente impossibile saltare un muro con un solo balzo.

για

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Voglio sapere tutto sul tuo viaggio.
Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου.

με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Geoff ha vinto una vacanza tutto incluso alle Hawaii! Che fortunato!
Ο Τζέοφ κέρδισε ένα ταξίδι στη Χαβάη με όλα τα έξοδα πληρωμένα! Τυχεράκιας!

ντυμένος στην πένα,στην τρίχα

aggettivo (vestito elegante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al ballo delle debuttanti bisogna vestirsi di tutto punto, in modo molto elegante e formale.

τόσο πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'è tantissimo da fare che non so da dove cominciare.
Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος.

εντελώς ξύπνιος

aggettivo

Dopo il mio caffè mattutino sono di solito del tutto sveglio. Il rumore da fuori lo fece restare completamente sveglio tutta la notte.
Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος.

ορθάνοιχτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I gattini non riescono mai a resistere alla tentazione di entrare nelle scatole del tutto aperte.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εξέτασα την κατάσταση με τα μάτια ορθάνοιχτα.

ακέραιος, πλήρης, απόλυτος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John è una persona dalle mille qualità: è abile a scuola, nello sport e nella musica.

παγκοσμίως γνωστός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Amsterdam è famosa in tutto il mondo per i suoi canali e per i coffe shop. La Torre Eiffel è un monumento famoso in tutto il mondo.

ετήσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti studenti si oppongono ai progetti che intendono implementare la scuola per tutto l'anno.

ολόσωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al solarium, mi sono concesso una seduta di abbronzatura su tutto il corpo.

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

(USA) (ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου κόβονται τα γόνατα

verbo intransitivo (essere eccitato) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλοντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μαγευτικός, συναρπαστικός

locuzione aggettivale (figurato, libri)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από τον έναν τοίχο ως τον άλλο, απ' άκρη σ' άκρη, από τοίχο σε τοίχο

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φουσκωτός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Volevo andare all'accademia di belle arti, ma i miei genitori erano del tutto contrari.

αν όλα πάνε καλά

(idiomatico) (ελπίζουμε ότι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se tutto va bene, supererà gli esami.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων (or: Θεού θέλοντος), θα περάσει τις εξετάσεις του.

απόλυτα, απολύτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dopo essersi rotolato nel fango il cane era completamente sporco.
Αφού κυλίστηκε στη λάσπη, ο σκύλος ήταν εντελώς βρώμικος.

ειλικρινά, ανυπόκριτα

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vorrei con tutto il cuore che il mio autore preferito avesse scritto più libri prima di morire.

πάνω από όλα

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Louise vuole diventare un'infermiera più di qualsiasi cosa.
Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα.

εξαρχής, από την αρχή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή.

γενικά, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tutto considerato penso che tu abbia fatto un buon lavoro.
Γενικά, πιστεύω ότι έκανες καλή δουλειά. Το ταξίδι δεν ήταν τέλειο, αλλά γενικά χαίρομαι που πήγαμε.

κάθε άλλο παρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo nuovo romanzo è tutto tranne che noioso.
Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του.

ψυχή τε και σώματι

locuzione avverbiale (καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Miranda ha dato tutta se stessa nella sua esibizione di canto.
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

πάνω απ' όλα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Voglio i soldi e la fama, ma soprattutto voglio essere amato. Mi piace ascoltare musica; più di tutto mi piace il jazz.
Μου αρέσει ν' ακούω μουσική, η τζαζ μου αρέσει περισσότερο απ' όλα.

με όλη μου την καρδιά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia cara, ti amo con tutto il mio cuore.

ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All'improvviso, una nuvola nera ha oscurato il sole.
Ξαφνικά ένα σκούρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο.

τα πάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono riuscito ad infilare tutto in valigia: vestiti, scarpe, souvenir e tutto il resto.
Κατάφερα να τα στριμώξω όλα στη βαλίτσα μου, ρούχα, παπούτσια, σουβενίρ, τα πάντα.

και όλα αυτά, και τα λοιπά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και όλα όσα συνεπάγεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha fatto una festa di compleanno per la sorella, con torta, gelato, e tutto il resto.

και τα λοιπά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Internet permette lo scambio di informazioni tra persone in tutto il mondo.
Το διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους ανά τον κόσμο να μοιραστούν πληροφορίες.

με πλήρη ισχύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tutto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του tutto

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.