Τι σημαίνει το esaurito στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esaurito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esaurito στο Ιταλικό.

Η λέξη esaurito στο Ιταλικό σημαίνει εξαντλώ, εξαντλώ, εξαντλώ, τελειώνω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, ξεπουλάω, εξαντλώ, στερεύω, καταναλώνω, τελειώνω, εξουθενώνω, που έχει μειωθεί, που έχουν εξαντληθεί, που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα, ξεθεωμένος, κατάκοπος, ξοφλημένος, άδειος, αναστατωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, πτώμα, λιώμα, χώμα, κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, που έχει φτάσει στο όριο, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος, πέφτει η μπαταρία, ξεμένω από κτ, χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ, δεν έχω χρόνο, φτάνω κτ στο όριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esaurito

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gruppo aveva esaurito le riserve di legna e tutti cominciavano ad avere freddo.
Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.

εξαντλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I due avevano esaurito gli argomenti di discussione e rimasero quindi in silenzio.
Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.

εξαντλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ora di ginnastica aveva logorato Rachel.
Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ.

τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se si esauriscono le provviste di medicinali, le vite saranno messe in pericolo.
Εάν αφήσουμε τα ιατρικά αναλώσιμα να τελειώσουν θα κινδυνέψουν ζωές.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(figurato: sfinire) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua lagna continua mi esaurisce.
Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.

ξεπουλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (vendere tutto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dà sempre fastidio andare al botteghino e sentirsi dire che è tutto esaurito.
Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει.

εξαντλώ, στερεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il duro lavoro fisico cominciava ad esaurire le forze di Martin.
Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν.

καταναλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa app consuma molto la batteria del mio telefono.

τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per questo pasto ho finito quasi tutto ciò che c'era in frigo. Mary mi ha consumato tutta la benzina e non ha fatto il pieno.
Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο.

εξουθενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που έχει μειωθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le scorte di acqua potabile sono quasi esaurite.

που έχουν εξαντληθεί

aggettivo (terminato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non siamo potuti andare al concerto perché i biglietti erano esauriti.
Δεν μπορούσαμε να πάμε στην συναυλία επειδή τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί.

που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα

aggettivo (terminato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Spiacente ma il CD che cercava è momentaneamente esaurito.

ξεθεωμένος, κατάκοπος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo la corsa nel parco, Olga si sentiva sfinita.

ξοφλημένος

(figurato: psicologicamente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ruth si preoccupava che gli altri la considerassero una persona esaurita.

άδειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναστατωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rachel era comprensibilmente stressata per aver perso il lavoro.
Η Ρέιτσελ ήταν δικαιολογημένα στενοχωρημένη όταν έχασε τη δουλειά της.

εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I dirigenti esausti si accalcavano nel treno per pendolari.

πτώμα, λιώμα, χώμα

aggettivo (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ho camminato solo cinque miglia ma è come averne fatte venti: sono sfinito.
Έκανα μόνο πέντε μίλια πεζοπορία, αλλά νιώθω σαν να ήταν πάνω από είκοσι. Είμαι πτώμα.

κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος

(figurato, informale)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo aver corso la maratona ero spompato.

που τελείωσε, που εξαντλήθηκε

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La farina è finita ieri sera quando abbiamo fatto il pane.

που έχει φτάσει στο όριο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαντλημένος

aggettivo (mentalmente)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ben ha studiato molto per l'esame ed ora è sfinito.
Ο Μπεν μελετούσε σκληρά για τις εξετάσεις και τώρα είναι εξαντλημένος.

ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ecco, Dottore, ultimamente mi sento svogliato e debilitato.

πέφτει η μπαταρία

verbo transitivo o transitivo pronominale (η συσκευή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεμένω από κτ

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

Speriamo di trovare a breve un distributore perché la macchina è a corto di benzina.

χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ ο ίδιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω κτ στο όριο

verbo transitivo o transitivo pronominale (tecnico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha speso così tanto che credevo esaurisse il fido della sua carta di credito!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esaurito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.