Τι σημαίνει το prima στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prima στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prima στο Ιταλικό.

Η λέξη prima στο Ιταλικό σημαίνει νωρίτερα, μπροστά, προηγουμένως, προηγούμενος, από πριν, νωρίτερα, πιο νωρίς, πριν από, πρεμιέρα, νύχτα πρεμιέρας, το διάστημα μέχρι κτ, νωρίτερα, συντομότερα, πιο σύντομα, πιο γρήγορα, πιο νωρίς, πριν, νωρίς, πρεμιέρα, πρεμιέρα, εκ των προτέρων, συνηθίζω, πρώτη, νωρίτερα, βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, πρώτος, πρώτος, πρώτα απ' όλα, πρίμο, πρώτος, προηγούμενος, κύρια μελωδία, βασική μελωδία, πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτα, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, προπορευόμενος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχι-, διαστίχωση, νωρίς, αρχικός, πρώτο πιάτο, αρχικός, πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, παρθενικός, αρχικός, κατ' αρχάς, πριν, προτού, πρώτη θέση, κατ' αρχήν, πριν, πριν από, πρώτης θέσης, πρώτη θέση, πρώτης τάξεως, άριστης ποιότητας, πριν, π.Χ., εξώφυλλο, προηγούμαι, προηγούμαι, προηγούμαι, που έχει ήδη αργήσει, που έχει ήδη καθυστερήσει, πρώτα, μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος, κορυφαίος, κορυφαίος, τελετή έναρξης εργασιών, ξεπερνώ, περνώ, εκλεκτός, άριστος, κορυφαίος, πρωί-πρωί, πρώτης ποιότητας, πρώτης γενιάς, από πρώτο χέρι, πρώτης ποιότητας, που μεγαλοδείχνει, τελικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prima

νωρίτερα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ti avrei scritto prima, ma non avevo il tuo nuovo indirizzo.
Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου.

μπροστά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vai prima tu, io ti seguo.

προηγουμένως

avverbio (επίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei mai stato qui prima?
Έχεις ξανάρθει εδώ;

προηγούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Albert aveva finito il giorno prima.
Ο Άλμπερτ είχε τελειώσει την προηγούμενη μέρα. Το νέο βιβλίο της συγγραφέως είναι ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο.

από πριν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Se avessi saputo prima che il negozio era chiuso la domenica non avrei fatto tutta questa strada.
Αν ήξερα από πριν ότι το κατάστημα ήταν κλειστό τις Κυριακές, δεν θα είχα κάνει τόσο δρόμο να έρθω.

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Salve, sono di nuovo io. Ho già chiamato prima circa il suo annuncio.
Γεια σας, εγώ είμαι πάλι. Τηλεφώνησα και νωρίτερα για την αγγελία σας.

πιο νωρίς

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non riesci a incontrarmi prima?
Υπάρχει τρόπος να συναντηθούμε νωρίτερα;

πριν από

avverbio

Ho iniziato a usare gli occhiali un paio di anni fa; prima ho portato le lenti a contatto per quarant'anni.

πρεμιέρα

sostantivo femminile (teatro: debutto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La prima nazionale del musical ha riscosso un grande successo di pubblico.

νύχτα πρεμιέρας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το διάστημα μέχρι κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il politico fece delle promesse prima delle elezioni che non seppe mantenere quando giunse al potere.

νωρίτερα, συντομότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση.

πιο σύντομα, πιο γρήγορα, πιο νωρίς

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quale negozio consegna la pizza prima?
Ποιο μαγαζί μπορεί να φέρει πίτσα πιο γρήγορα;

πριν

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il detenuto evase di prigione e prima di mezzogiorno era già in un altro stato.

νωρίς

(πρωτύτερα από συνήθως)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono arrivato al lavoro prima oggi, per cambiare!
Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή!

πρεμιέρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla prima del film hanno partecipato molte celebrità.

πρεμιέρα

sostantivo femminile (cinema: prima proiezione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla prima del film sono venuti due attori.
Δυο από τους αστέρες ήρθαν στην πρεμιέρα της ταινίας.

εκ των προτέρων

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
È riuscito a mettere la tappezzeria rapidamente perché io prima avevo dato il fondo alle pareti.

συνηθίζω

avverbio

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una volta andava in bicicletta, ma adesso si muove in macchina.
Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.

πρώτη

Metti la prima marcia quando stai per salire su una collina.
Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός.

νωρίτερα

(in breve tempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Per favore vieni più presto che puoi.
Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν.

βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'azienda di Jim era la prima produttrice al mondo di corde di nylon.
Η εταιρεία του Τζιμ ήταν η βασικότερη παραγωγός νάυλον σπάγκου παγκοσμίως.

πρώτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stasera c'è la prima messa in scena del pezzo teatrale.

πρώτος

aggettivo (di una serie o lista)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per molti, Ronaldo sarebbe il primo in un ipotetico elenco dei più grandi calciatori del mondo. Mi è piaciuta di più la prima canzone.
Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο.

πρώτα απ' όλα

(informale: innanzitutto)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No, stasera non esci! Primo, perché non te lo puoi permettere.

πρίμο

sostantivo maschile (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πρώτος

aggettivo (in una gara o competizione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È arrivata prima nella gara di compitazione. Attualmente la squadra è prima nel campionato.
Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας.

προηγούμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il mio primo pensiero stamattina è stato che era in torto, ma adesso ho cambiato idea.

κύρια μελωδία, βασική μελωδία

sostantivo maschile (μουσική)

πρώτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci siamo seduti in prima fila.
Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων.

πρώτος

aggettivo (in un elenco a punti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho un cane e un gatto. Il primo abbaia, invece il secondo miagola.

αρχικός, κύριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La prima ragione per farlo è quella di aiutare gli altri.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

πρώτος

aggettivo (matematica) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tre è un numero primo.
Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του.

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La prima cosa che dobbiamo fare è trovare un posto dove stare.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chloe è arrivata prima su 80 corridori.

πρώτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il primo mi piace più del secondo.
Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο.

πρώτος

aggettivo (in musica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Suona nell'orchestra come primo clarinetto.
Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας.

πρώτος

aggettivo (baseball)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non è riuscito a passare la prima base.
Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση.

προπορευόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il primo corridore era in seconda base.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.

πρώτος

aggettivo (musica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il primo clarinettista della Filarmonica è un musicista eccezionale.

πρώτος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il compositore voleva che i secondi violinisti contrastassero i primi.
Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας.

πρώτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
È sempre la prima in ogni gara.
Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς.

αρχι-

aggettivo (musica, orchestra)

Il primo percussionista era responsabile degli altri percussionisti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο επικεφαλής της μπάντας έπρεπε να κρατάει το ρυθμό για τους υπόλοιπους μουσικούς.

διαστίχωση

aggettivo (primo di una serie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La prima linea di ogni paragrafo va fatta rientrare di 1 cm.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. -

νωρίς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il giornale arriva la mattina presto.
Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί.

αρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτο πιάτο

(informale: gastronomia) (γεύμα)

A cena, abbiamo avuto come primo gamberi in salsa.

αρχικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo terminato la prima parte del progetto e speriamo di riuscire a partire con la fase due nel prossimo futuro.
Έχουμε ολοκληρώσει την αρχική φάση του πρότζεκτ και ελπίζουμε να ξεκινήσουμε σύντομα τη δεύτερη φάση.

πρωταρχικός, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La motivazione primaria di Adrian erano i soldi.
Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα.

πρώτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρθενικός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa spedizione era il viaggio inaugurale della nave.

αρχικός

aggettivo (πρώτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατ' αρχάς

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Per prima cosa do il benvenuto a tutti coloro che sono venuti oggi.
Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα.

πριν, προτού

(stesso soggetto)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sapeva guidare la macchina prima di imparare ad andare in bicicletta.
Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο.

πρώτη θέση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Servono sempre champagne in prima classe.

κατ' αρχήν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
"La nostra priorità," disse un portavoce della polizia, "è prima di tutto quella di assicurare la sicurezze degli ostaggi."
«Προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε κατ' αρχήν την ασφάλεια των ομήρων», είπε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας.

πριν

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dovresti finire i compiti prima di cena.
Θα πρέπει να τελειώσεις το διάβασμα πριν (or: πριν από) το φαγητό.

πριν από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La lettera "b" viene prima della lettera "c".
Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ».

πρώτης θέσης

(trasporti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I sedili della prima classe hanno più spazio per le gambe.
Τα καθίσματα της πρώτης θέσης έχουν περισσότερο χώρο για τα πόδια.

πρώτη θέση

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Viaggiare in prima classe è l'unico modo di viaggiare.

πρώτης τάξεως, άριστης ποιότητας

(figurato)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πριν

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gli assi vengono prima dei re in questo gioco.

π.Χ.

(σντμ: προ Χριστού)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξώφυλλο

(di libro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il numero 2 precede il 3, il 4 precede il 5.

προηγούμαι

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La guida turistica precedeva il gruppo di turisti.

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La J precede la K nell'alfabeto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εργασία πρέπει να προηγείται της ανάπαυσης.

που έχει ήδη αργήσει, που έχει ήδη καθυστερήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Urgono da molto tempo interventi di miglioramento della rete ferroviaria nazionale.
Οι βελτιώσεις στο εθνικό σιδηροδρομικό δίκτιο έχουν ήδη καθυστερήσει.

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Innanzitutto devi scrivere il tuo componimento e poi lo devi correggere.

μπροστινό τμήμα, μπροστινό μέρος

Στην πρώτη γραμμή της παρέλασης ήταν που ονειρευόταν πάντα να βρεθεί η Κάρεν.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mio marito ha frequentato un politecnico eccellente.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελετή έναρξης εργασιών

(κατασκευαστικού έργου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξεπερνώ, περνώ

(vincere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scommetto che ti batteremo! Guidiamo molto più rapidamente.

εκλεκτός, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il macellaio a dato a Tom un ottimo taglio di manzo.
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

κορυφαίος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mia moglie mi ha sempre supportato in modo ottimo nella mia carriera. Il servizio di quest'hotel è sempre eccellente.

πρωί-πρωί

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Iniziamo l'escursione di primo mattino, così arriviamo prima che faccia troppo caldo.

πρώτης ποιότητας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joan, la cena era assolutamente di prima qualità.

πρώτης γενιάς

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

από πρώτο χέρι

locuzione aggettivale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho un'esperienza di prima mano con quel programma di computer.

πρώτης ποιότητας

locuzione aggettivale (informale)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που μεγαλοδείχνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alla fine ha deciso di comprare la macchina verde.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prima στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του prima

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.